Οικογενειακα-ανεκδοτα, Οικογενειακά

Ένας νεαρός βρήκε σε κάποια παραλία ένα σκούρο μπουκάλι κλειστό, σφραγισμένο. Δίχως να δώσει σημασία το πηρέ μόνο κάτω από την ομπρέλα ήλιου που ξάπλωνε. Όταν τον πηρέ ο ύπνος βλέπει ένα όνειρο σαν όραμα κάποιον γέροντα να του λέει:
"Το μπουκάλι που βρήκες να το ανοίξεις μονό όταν φτάσει ο καιρός να πεθάνεις".
Ο νεαρός φοβισμένος το πηρέ και το έκρυψε. Τα χρόνια πέρασαν, παντρεύτηκε, έκανε παΐδια και μετά 30 χρόνια το βρίσκει η γυναίκα του τυχαία. Αυτός όταν είδε να το κρατά στα χέρια της τρόμαξε μήπως το ανοίξει, σε παρακαλώ της λέει αυτό το μπουκάλι έχει μεγάλη ιστορία μη το ανοίξεις, φεύγω για μια δουλεία κι όταν επιστρέψω θα σου την διηγηθώ.
Η γυναίκα όμως που δεν είχε υπομονή να περιμένει άνοιξε το φελό που ειχε. Ένας μαύρος καπνός βγήκε από μέσα και τσακ εμφανίζετε ο διάβολος και της λέει: O άντρα σου 30 χρόνια δεν το άνοιξε κι εσύ δεν είχες υπομονή ούτε 5 λεπτά.
Γιατί ρωτά αυτή εσύ ποιος είσαι; διάβολος απαντά. Σιγά μην είσαι διάβολος, ο διάβολος δεν μπορεί να είναι κλειστός σε ένα μπουκάλι κυκλοφορεί ανάμεσα μας ούτε και χωρά σε ένα μπουκάλι.
Ο διάβολος για να της αποδείξει το αντίθετο ξαναμπαίνει στο μπουκάλι, όταν αυτή γρήγορα γρήγορα το κλείνει. Σηκώνει τότε τα χεριά ο διάβολος προς το θεό και του λέει: Θεέ μου απορώ αφού έπλασες τη γυναίκα εμένα γιατί με έπλασες;

Κάποτε, ήταν ένα ηλικιωμένο ζευγάρι και ο παππούς ήταν στα τελευταία του. Ρωτάει τη γιαγιά:
- Γυναίκα, τώρα που πεθαίνω, θα ήθελα να ξέρω κάτι.
- Ότι θες άντρα μου!
- Πες μου σε παρακαλώ, πόσες φορές με έχεις απατήσει;
- Τι λες τώρα άντρα μου, πότε!
Ο παππούς όμως επέμενε κι έτσι την πείθει να απαντήσει.
- Σε έχω απατήσει τρεις φορές όλες κι όλες.
- Με ποιους;
- Θυμάσαι τότε που ήταν να μπεις στο δημόσιο και σε έβαλε ο Γιάννης;
- Ναι.
- Ε, εγώ τον έπεισα να μας βοηθήσει.
Ο παππούς τα χάνει!
- Για πες μου για τη δεύτερη φορά...
- Θυμάσαι τότε που είχες πάρει προαγωγή και είχες γίνει υποδιευθυντής;
- Ναι.
- Ε, εγώ είχα μιλήσει με το διευθυντή.
Ο παππούς τρελένεται!
- Για πες μου και την τρίτη να τελειώνουμε...
- Θυμάσαι που είχες βάλει υποψηφιότητα για δήμαρχος και σου έλειπαν πεντακόσιοι ψήφοι;

Ένας άντρας πέθαινε και η γυναίκα του ήταν πάνω από το κρεβάτι του και του κρατούσε τρυφερά στο χέρι στις τελευταίες του στιγμές. Κάποια στιγμή αυτός ψυθιρίζει.
- Μαρία...
- Τι είναι Σωτήρη μου...
- Πρέπει να σου εξομολογηθώ κάτι...
- Όχι! Σωτήρη μου δεν θέλω να μου εξομολογηθείς!
- Μα είναι σημαντικό Μαρία μου!
- Τι Σωτήρη μου;
- Να! Σε απατούσα Μαρία μου και με την γειτόνισσα και με την κουμπάρα μας και με την ξαδέλφη σου την
Ευτέρπη.
- Το ξέρω Σωτήρη μου το ξέρω! Για αυτό κι εγώ σε δηλητηρίασα!
Μια μέρα ένας ξυλοκόπος εκεί που πελεκούσε ένα κορμό δίπλα σ’ ένα ποτάμι, του φεύγει το τσεκούρι και πέφτει μέσα στο θολό νερό. Μεγάλη η ζημιά και τον είχαν πάρει σχεδόν τα κλάματα, όταν εμφανίζεται ο Κύριος και τον ρωτάει:
- Γιατί κλαις;
Ο ξυλοκόπος του λέει για το τσεκούρι! Ο Κύριος βυθίζεται στο ποτάμι και, όταν ξαναεμφανίζεται, κρατάει
Ένα χρυσό τσεκούρι:
- Αυτό είναι το τσεκούρι σου; τον ρωτάει.
Ο ξυλοκόπος απαντάει:
- Όχι!
Ο Κύριος ξαναβυθίζεται και εμφανίζεται με ένα ασημένιο τσεκούρι:
- Αυτό είναι το τσεκούρι σου; ρωτάει.
Ο ξυλοκόπος:
- Όχι!
Τρίτη βουτιά ο Κύριος και βγαίνει με ένα σιδερένιο τσεκούρι:
- Μήπως, αυτό είναι το τσεκούρι σου;
- Ναι!
Ο Κύριος χάρηκε για την τιμιότητα του ξυλοκόπου
Και του χάρισε ΚΑΙ τα άλλα δυο πολύτιμα τσεκούρια.
Ο ξυλοκόπος γύρισε σπίτι του πασιχαρέστατος…
Μετά από καιρό, καθώς έκαναν βόλτα με τη γυναίκα του άκρη - άκρη στο ποτάμι, τρώει αυτή μια γλίστρα και
Παρ’ την μέσα. Ο ξυλοκόπος, που δεν ήξερε μπάνιο,
Το ‘ριξε στο κλάμα, οπότε να σου πάλι ο Κύριος:
- Γιατί κλαις;
- Κύριε, η γυναίκα μου έπεσε μέσα στο ποτάμι!
Ο Κύριος ρίχνει μια βουτιά και βγαίνει με την Angelina Jolie!
- Αυτή είναι η γυναίκα σου;
- Ναι! φώναξε ο ξυλοκόπος.
Ο Κύριος έγινε έξαλλος:
- Τι λες, ρε ψεύτη!
Ο ξυλοκόπος:
- Συγχώρεσέ με, Κύριε… πρόκειται για παρανόηση…
Αν έλεγα “όχι” στην Angelina Jolie, μετά θα μου έβγαζες
Τη Monica Bellucci… και αν έλεγα “όχι” και
Σ’ αυτήν, μετά θα μου έβγαζες τη γυναίκα μου…
Εγώ θα έλεγα ναι… και θα μου τις έδινες και τις τρεις…
Αλλά, Κύριε, εγώ είμαι ένας φτωχός ξυλοκόπος,
Πώς να τις συντηρώ ΤΡΕΙΣ γυναίκες;….. γι’ αυτό είπα “ναι”!