Μπαίνει ένας άνθρωπος σε ένα λεωφορείο. Κοιτάει από εδώ κοιτάει από εκεί στο τέλος βλέπει δυο άδειες θέσεις και κάθεται στη μία.
Στην επόμενη στάση μπαίνει κάποιος άλλος στο λεωφορείο και κάθεται δίπλα του. Έλα όμως που σε λίγο αρχίζει να φτύνει. Φτόυ από εδώ φτού από εκεί τον κοιτάει διακριτικά ο πρώτος τίποτα αυτός. Συνεχίζει φτού από εδώ φτου από κει.
Τέλος αγανακτεί ο διπλανός του και του λέει:
- Συγνώμη κύριε αλλά μας έχετε καταφτύσει. Τέλος πάντων υπάρχουν και μικρά παιδιά εδώ μέσα αν μη τι άλλο σεβαστείτε αυτά.
- Έχεις δίκιο άνθρωπε μου, του λέει ο άλλος, αλλά να πολέμησα στο Βιετνάμ και από τα τοξικά απόβλητα πάθανε ζημιά οι λεμφαδένες μου, ορίστε και το χαρτί του γιατρού.
- Άμα είναι παθολογικό το πρόβλημα, εντάξει.
Μετά από λίγο κατεβαίνει αυτός και ανεβαίνει ένας άλλος. Σε λίγο αρχίζει να ρεύεται. Ρεύεται από εδώ ρεύεται από εκεί τον κοιτάει ο άνθρωπος διακριτικά τίποτα αυτός συνεχίζει απτόητος.
Τέλος μην αντέχοντας άλλο ο διπλανός του, του λέει:
- Συγνώμη κύριε αλλά η κατάσταση αυτή είναι αφόρητη σταματήστε επιτέλους να ρεύεστε, σεβαστείτε τους συνανθρώπους σας.
- Φιλαράκο μου έχεις δίκιο, του λέει εκείνος ντροπιασμένος, αλλά να πολέμησα στο Βιετνάμ και από τα τοξικά απόβλητα έχω πρόβλημα στο στομάχι, ορίστε και το χαρτί του γιατρού.
- Με συγχωρείτε, του λέει, άμα είναι παθολογικό το ζήτημα δεν πειράζει.
Μετά από λίγο κατεβαίνει αυτός και μπαίνει ένας άλλος κάθεται δίπλα του κρατώντας μια τρίχα αυτή τη φορά. Την τραβάει από εδώ την τραβάει από εκεί την κάνει έτσι την κάνει αλλιώς τον κοιτάει διακριτικά ο διπλανός του τίποτα αυτός συνεχίζει ακάθεκτος.
Τέλος ο πρώτος του λέει:
- Από το Βιετνάμ;
Και του απαντάει εκείνος:
Όχι απταρχίδια μου.
Ήταν ένας τύπος που έψαχνε για δουλειά. Βλέπει μια πινακίδα που λέει "γίνε μάντης". Μπαίνει μέσα βλέπει μια γυναίκα και της λέει ότι θέλει να γίνει μάντης. Η γυναίκα τον ρωτάει ποιόν τρόπο θέλει να ακολουθήσει, τον γρήγορο ή τον αργό;
Tο γρήγορο απαντά εκείνος. Η γυναίκα του λέει να προχωρήσει μπροστά και θα δεί μια όμορφη γυναίκα και αυτή θα του πει τι να κάνει.
Προχωράει μπροστά και βλέπει την γυναίκα. Αυτή του λέει να βγάλει το παντελόνι του και να προχωρήσει ίσια.
Μετά από λίγο συναντά πάλι μια γυναίκα και του λέει:
- "Βγάλε την μπλούζα σου και προχώρα ίσια".
Βλέπει ξανά μια γυναίκα και του λέει:
- "Βγάλε το φανελάκι σου και προχώρα ίσια".
Προχωρά και βλέπει έναν μαύρο άντρα. Αυτός του λέει:
- "Βγάλε το βρακί σου, ξάπλωσε στο κρεβάτι και θα έρθει.
- Ο τύπος, τότε, σκέφτεται για λίγο και λέει:
- "Κάτσε ρε φίλε, σε λίγο θα με γα... Τε κι όλας;"
- "Μάντης είσαι;", του απαντά ο μαύρος.

Μια κοπέλα, μετά από πολύ και αποτυχημένο ψάξιμο για άντρα, αποφασίζει να καταφύγει στην παλιά καλή μέθοδο του δονητή.
Αγοράζει λοιπόν τα απαραίτητα σύνεργα και κατόπιν κλείνετε στο δωμάτιο της για να βρει την πολυπόθητη ικανοποίηση που τόσο καιρό είχε στερηθεί.
Για κακή της τύχη όμως, πάνω στο καλύτερο σημείο, ο πατέρας της ακούει τους αναστεναγμούς και τις κραυγές και μπαίνει στο δωμάτιο της.
Ξαφνιασμένος από την σκηνή που έβλεπε ο άνθρωπος, ρωτάει την κόρη του τι κάνει εκεί με τον δονητή.
Η μικρή σκέφτεται λίγο και μετά με φυσικότατο ύφος λέει στον πατέρα της:
"Καλά ρε πατέρα, με όλες αυτές τις ασθένειες που κυκλοφορούν τι θες να κάνω; Να πάω με κανέναν και να κολλήσω ένα σωρό αρρώστιες;"
Ο πατέρας το σκέφτεται για λίγο και φεύγει αμίλητος.
Την δεύτερη μέρα πάλι το ίδιο σκηνικό."Μα καλά κόρη μου, πάλι τα ίδια;" ρωτά απορημένος ο πατέρας.
Η κόρη, με πιο τσαμπουκαλίστικο ύφος αυτή την φορά, γυρνά στον πατέρα της και του λέει ότι του είχε πει και την προηγούμενη φορά.
Ο πατέρας το σκέφτεται για λίγο και φεύγει και πάλι αμίλητος.
Την τρίτη μέρα, για να μην τα πολυλογώ, εκτυλίσσεται η ίδια ιστορία.
Την τέταρτη μέρα, η κόρη ψάχνει για τον δονητή της αλλά μάταια. Έχει αναστατώσει όλο το δωμάτιο χωρίς αποτέλεσμα. Τελικά αποφασίζει να ρωτήσει τον πατέρα της.
Πάει στο σαλόνι για να τον βρει και τότε βλέπει τον πατέρα της καθισμένο σε μιά καρέκλα, από την άλλη μεριά του τραπεζιού τον δονητή της και επάνω στο τραπέζι δύο ποτήρια κρασί.
Απορημένη γυρίζει στον πατέρα της και τον ρωτάει:
"Μα καλά βρε πατέρα, Τι κάνεις εκεί;"
Και ο πατέρας με φυσικότατο ύφος:
"Δεν βλέπεις κόρη μου; ΤΑ ΠΙΝΩ ΜΕ ΤΟΝ ΓΑΜΠΡΟ ΜΟΥ"
Ένας παππούς κερδίζει σε ένα διαγωνισμό δύο εβδομάδες δωρεάν διαμονή σε ένα εξωτικό μέρος σε ξενοδοχείο πέντε αστέρων όλα πληρωμένα. Αφού τακτοποιήθηκε αποφάσισε να πάει να απολαύσει τον ήλιο και τη θάλασσα. Έτσι λοιπόν πηγαίνει σε μια παραλία γυμνιστών και αφού απλώνει την πετσετούλα του γδύνεται εντελώς μια και κανείς δεν τον γνώριζε σε εκείνα τα μέρη. Κάθεται ανάσκελα την πρώτη μέρα για να μαυρίσει από μπροστά. Ξάφνου βλέπει μια γυμνή θεογκόμενα να τον κοιτάζει με νόημα στο επίμαχο σημείο. Τι να κάνει κι ο παππούς του σηκώθηκε.
Η γκόμενα τον πλησιάζει και του λέει με φωνή γεμάτη πάθος και υπονοούμενα:
" με φώναξες παππού?"
"Όχι" της απαντά εκείνος σαστισμένος και ντροπιασμένος με την κατάσταση του.
"¨Εσύ μπορεί όχι αλλά με κάλεσε η "φύση" σου. Και μια και δύο καβαλάει τον παππού και του πετάει τα μάτια έξω.
Την επόμενη μέρα κατεβαίνει ξανά στην παραλία ο παππούς , γδύνεται τελείως και ξαπλώνει μπρούμυτα για να μαυρίσει από την πίσω μεριά και που ξέρεις...
Εκεί που απολάμβανε τον ήλιο του ξεφεύγει μια πορδή.
Ξάφνου τον πλησιάζει ένας αράπης και του λέει
"Με φώναξες παππού?"
"Όχι παιδί μου", του λέει ο παππούς.
"Εσύ όχι αλλά με φώναξε η "φύση" σου.
Και τότε γυρίζει ο παππούς και του λέει.
"Κοίταξε να δεις παιδί μου εμένα μου σηκώνεται μια φορά το χρόνο αλλά κλάνω τουλάχιστον δέκα φορές τη μέρα"
Ήταν δυο ψείρες οι οποίες συναντήθηκαν στον αφαλό μιας ψηλής γυναίκας. Η μία ήταν αρσενική και η άλλη ήταν θηλυκή. Τότε αποφάσισαν η θηλυκιά να πάει προς τα πάνω και η αρσενική προς τα κάτω και να συναντηθούν στο ίδιο μέρος μετά από ένα μήνα.
Αφού πέρασε ένας μήνας οι ψείρες ξανασυναντήθηκαν και άρχισε η μία να διηγείται στην άλλη τι τους συνέβη τον τελευταίο μήνα.
Η θηλυκια λέει:
- Το ταξίδι μου δεν είχε πολύ ενδιαφέρον, ανέβαινα, ανέβαινα ώσπου ξαφνικά μπροστά μου βλέπω ένα βουνό. Ανεβαίνω το βουνό και ακριβώς στο κέντρο του βουνού υπήρχε μια κερασιά. Μιας και το ταξίδι μου δεν είχε ενδιαφέρον ξαναγύρισα πίσω.
Η αρσενική λέει:
- Εμένα το ταξίδι μου είχε πολύ ενδιαφέρον. Κατέβαινα, κατέβαινα ώσπου μπροστά μου βλέπω ένα μαύρο πυκνό δάσος. Προχώραγα, προχώραγα ώσπου μπροστά μου βλέπω μια τρύπα. Μπαίνω μέσα στην τρύπα, η οποία έμοιαζε με σπηλιά να ξεκουραστώ λίγο.
Αφού ξεκουράστηκα είπα να γυρίσω πίσω. Τη στιγμή που πήγα να βγω ξαναμπήκα μέσα. Πήγαινα να βγω εγώ, έμπαινε ο δράκος. Πήγαινα να βγω, έμπαινε ο δράκος ώσπου για μια στιγμή μπαίνει μέσα και μου λέει:
- Φτου σου ρε!