O γιόs μου το καμάρι μου.
Συναντιούνται 4 φίλοι από το Στράτο μετά από 30 χρόνια. Αφού είπαν για τα παλιά η συζήτηση μεταφέρεται στο πόσο πετυχημένα έγιναν τα παιδιά τους. Στον 4ο τις παρέας δεν του άρεσε αυτό και πήγε στη τουαλέτα για να αποφύγει τα δυσάρεστα.
- Ο δικός μου γιος έγινε μεγάλος αρχιτέκτονας, βγάζει εκατομμύρια. Αφού να σκεφτείτε έκανε δώρο σε ένα φίλο του μια βίλα που κόστισε 100.000.000, λέει ο 1ος κοιτάζοντας τους άλλους γεμάτος καμάρι.
- Ο δικός μου έκανε δώρο σε ένα φίλο του ένα 20μετρο σκάφος άξιας 150.000.000, λέει ο 2ος γεμίζοντας υπερηφάνεια για το παιδί του.
- Σιγά τα έξοδα, λέει ο 3ος. Ο δικός μου που είναι μεγάλος χρηματιστής δώρισε στο φίλο του μετοχές που σήμερα αξίζουν πάνω από 500 εκ.
Τότε βλέπουν όλοι τον 4ο της παρέας που έρχεται χωρίς να έχει ακούσει τίποτα και μετά από πολλή πίεση αναγκάζεται να πει και αυτός τα δικά του.
- Ο δικός μου γιος είναι ένα κοπρόσκυλο όλη την ημέρα ξάπλα, ύπνο και καλό φαΐ, απαντά αυτός.
- Και πως ζει; τον ρωτούν οι φίλοι του. Δεν πιστεύουμε να τον ταΐζεις ακόμη;
- Αστα να πάνε! Εχει βρει 3 παλιοαδερφές, τις πηδάει και αυτές τον συντηρούν και του κάνουν και καλά δώρα. Ο ένας του αγόρασε μια ΒΙΛΛΑ, ο άλλος ένα σκάφος και ο τρίτος του έδωσε 500 εκ σε μετοχές. Κοντεύω να τρελαθώ από τη ντροπή μου!
Η κυρία είναι στο κρεβάτι με τον εραστή της. Ξαφνικά ακούν το αυτοκίνητο του συζύγου να παρκάρει έξω απ το σπίτι. Ο εραστής τρέχει πανικόβλητος να κρυφτεί. Η κυρία, πιο ψύχραιμη, του λέει:
- Πήγαινε στη γωνία και κάτσε ακίνητος!
- Μα...
- Δεν έχει μα! Κάτσε εκεί που σου λέω!
Πηγαίνει στο μπάνιο και φέρνει baby-oil και ταλκ. Τον πασαλείβει με το λάδι, τον πασπαλίζει ολόκληρο με ταλκ και του λέει:
- Κάτσε ακίνητος και κάνε το άγαλμα!
- Μα...
- Κάνε το άγαλμα, που σου λέω, αλλιώς μας έσφαξε και τους δυο!
Μπαίνει ο σύζυγος και βλέπει το "άγαλμα".
- Τι είναι αυτό Μαρία;
- Α, τίποτε! Είχα πάει στους Παπαδοπουλαίους το Σαββατοκύριακο κι είχαν ένα τέτοιο άγαλμα και το ζήλεψα. Δεν σε πειράζει που πήρα κι εγώ ε;
- Α μπα, τι να με πειράξει;
Έκατσαν, έφαγαν, είδαν τηλεόραση και κάποια στιγμή έπεσαν για ύπνο. Κατά τις τρεις τα ξημερώματα, ο σύζυγος σηκώνεται, πάει στην κουζίνα, ανοίγει το ψυγείο, φτιάχνει ένα σάντουιτς, παίρνει και μια μπύρα και πάει στο "άγαλμα".
- Έλα ρε, φάε, πιες!
Ο εραστής παγώνει απ το φόβο του.
- Έλα ρε, φάε κάτι! Εγώ τρεις μέρες έκανα το άγαλμα στους Παπαδοπουλαίους κι ούτε ένα ποτήρι νερό δεν μου δωσαν!

Μια γυναίκα τινάζοντας ένα χαλί από τον 15ο όροφο της πολυκατοικίας της, παρασύρθηκε από ένα ξαφνικό φύσημα του ανέμου και άρχισε να πέφτει.
Θεέ μου σκέφτεται, μην με αφήσεις να πεθάνω τόσο άδοξα.
Πραγματικά στο 12ο όροφο στεκόταν κάποιος στο μπαλκόνι του και την πιάνει στα χέρια του. Όπως τον κοίταζε κι αυτή έκπληκτη με την ξαφνική της τύχη, της λέει:
- Τον ρουφάς;
- Όχι, του φωνάζει εξαγριωμένη η καλή αυτή κυρία, οπότε κι αυτός την πετάει.
Την ξαναπιάνει όμως κάποιος στον 9ο όροφο. Την κοιτάει κι αυτός διερευνητικά και ρωτάει:
- Πηδιέσαι;
- Παλιοανώμαλε, φωνάζει η κυρία οπότε ξανααπογειώνεται. Ενώ πλησίαζε λοιπόν το μοιραίο και είχε απελπιστεί, κάποιος την πιάνει στον 5ο. Την κοιτάει, αλλά πριν πει οτιδήποτε αρχίζει να φωνάζει αυτή:
- Πηδιέμαι, ρουφάω, τα κάνω όλα.
- Παλιοπουτάνα, της λέει κι αυτός και την πετάει.
Καλημέρα σας κυρίες μου, είπε ο Σέρλοκ Χολμς όταν συνάντησε στο δρόμο τρεις κυρίες να τρώνε απολαυστικά από μια μπανάνα η κάθε μια.
- Είναι γνωστές σου; τον ρώτησε ο Dr. Watson.
- Όχι, απάντησε ο Χολμς, ποτέ δεν έχω ξανασυναντήσει την καλόγρια, την πουτάνα και την νιόπαντρη που μόλις πέρασαν.
- Θεέ και κύριε, απόρησε ο Watson, πως τα κατάλαβες όλα αυτά;
- Στοιχειώδες αγαπητέ μου, απάντησε με το γνωστό του χαμόγελο ο δαιμόνιος ντεντέκτιβ. Η καλόγρια κρατούσε τη μπανάνα με το ένα χέρι και με το άλλο την έκοβε κομματάκια και την έβαζε στο στόμα. Η πουτάνα πάλι την κράταγε με τα δύο της χέρια και την έβαζε βαθιά στο στόμα της αφού πρώτα έγλυφε την κορφή με τη γλώσσα της.
- Εκπληκτικός συλλογισμός, παρατήρησε ο Watson, και η τρίτη πως κατάλαβες ότι ήταν νιόπαντρη;
- Πανεύκολο αγαπητέ μου ! τον αποστόμωσε ο Χολμς. Με το ένα χέρι κράταγε τη μπανάνα και με το άλλο έσπρωχνε το κεφάλι της προς αυτή.

Μία κοπέλα είχε μικρό στήθος κι έψαχνε λύση στο πρόβλημά της. Δοκίμασε πολλές μεθόδους ανόρθωσης, μεγέθυνσης, προσθήκης σιλικόνης, τίποτα. Κάποτε βλέπει μια σχετική αγγελία σε εφημερίδα και κλείνει ραντεβού. Ο "γιατρός" της λέει:
- "Η μέθοδός μου είναι ασυνήθιστη, αλλά αλάνθαστη. Θα σας δώσω μια αλοιφή, με την οποία θα πρέπει κάθε μέρα στις δώδεκα το μεσημέρι να αλείφετε στο στήθος σας τραγουδώντας το τραγουδάκι "μια ωραία πεταλούδα". Αλλά προσέξτε: θα πρέπει να κάνετε τη θεραπεία ανελλιπώς. Μια φορά να την παραλείψετε δε θα υπάρξει αποτέλεσμα." Η κοπέλα υποσχέθηκε να τηρήσει τις οδηγίες κι έφυγε. Την επόμενη μέρα στις δώδεκα ακριβώς μέσα στο δωμάτιό της άρχισε να αλείφει την αλοιφή και τραγουδούσε "μια ωραία πεταλούδα, μια ωραία πεταλούδα..". Στις τρείς-τέσσερις μέρες παρατήρησε σημαντική βελτίωση. Και χαρούμενη συνέχισε τη θεραπεία. Έτυχε μια απ τις επόμενες μέρες το λεωφορείο στο οποίο επέβαινε να πέσει σε μποτιλιάρισμα. Βιαζόταν να φτάσει στο σπίτι της πριν τις δώδεκα η ώρα για τη θεραπεία. Αλλά έφτασε δώδεκα η ώρα κι ακόμα ήταν μέσα στο λεωφορείο. "Δε βαριέσαι, μπροστά στο ωραίο στήθος που θ αποκτήσω, κομμάτια να γίνει", σκέφτηκε κι αμέσως γδύθηκε απ τη μέση κι επάνω, άλειψε την αλοιφή στο στήθος της κι άρχισε την εντριβή και το τραγούδι:
"Μια ωραία πεταλούδα, μια ωραία πεταλούδα..."
. Το πλήθος θορυβημένο άρχισε να γελάει, να σφυρίζει, να φωνάζει... Σε μια στιγμή ο οδηγός, έχοντας ακούσει τη φασαρία, σταματάει και πηγαίνει να δει τι συμβαίνει. Ανοίγει δρόμο μέσα απ το πλήθος και μόλις βλέπει την κοπέλα παγώνει. Έντρομος κοιτάζει το ρολόι του, κατεβάζει το παντελόνι του κι αρχίζει να παίζει τον π**τσο του τραγουδώντας:
"Ω, έλατο, ω έλατο, μ αρέσεις, πώς μ αρέσεις... ".
Έτυχε κάποιος να περνά με το αεροπλάνο του πάνω από τη Ζούγκλα του Αμαζονίου.
Για κακή του, όμως, τύχη, κατά τη διάρκεια της πτήσης, διαπίστωσε ότι το αεροπλάνο του είχε παρουσιάσει κάποια μηχανική βλάβη. Πραγματοποιώντας αναγκαστική προσγείωση, κατάφερε να το προσγειώσει με τις ελάχιστες δυνατές ζημιές, ελπίζοντας πως θα κατάφερνε να το επισκιάσει και να συνεχίσει το ταξίδι του. Καθώς όμως προσπαθούσε να το φτιάξει παρουσιάστηκε ένας γορίλλας με άγριες διαθέσεις λέγοντας του:
- Έχεις δύο επιλογές: Ή θα κάτσεις να σε πηδήξω, και μετά θα σε αφήσω ελεύθερο να φύγεις, ή θα σε σκοτώσω.
Ο καημένος πιλότος θεώρησε ότι ήταν προτιμότερο να ζήσει.
Μετά από την περιπέτειά του αυτή, επέστρεψε στην πόλη του. Σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, χρειάστηκε να επισκεφθεί ψυχολόγο.
Αφού του διηγήθηκε την πρόσφατή του περιπέτεια, αυτός του απάντησε πως δεν ήταν ανάγκη να νιώθει τύψεις ή άλλα άσχημα συναισθήματα για αυτό που έκανε, αφού το έκανε μονάχα για να γλιτώσει τη ζωή του.
Και τότε, ο ψυχολόγος εισέπραξε την απάντηση:
- Μα τόσες βδομάδες, γιατρέ, ούτε ένα γράμμα, ούτε ένα τηλέφωνο;