Πάει ο τύπος σ ένα ιερέα για να εξομολογηθεί. Του λέει ο ιερέας:
"Πες
Μου, τέκνον μου, τι αμαρτία πιστεύεις ότι έχεις κάνει;". Ο
Τύπος αρχίζει να μιλά:
"Πήγα μια μέρα στο σπίτι της αρραβωνιαστικιάς
Μου, για να πάμε βόλτα. Αυτή όμως έλειπε. Ήταν εκεί η
Μεγάλη της αδελφή. Ε, τώρα, μόνη αυτή στο σπίτι, μόνος εγώ, έγινε το
Κακό".
"Μα παιδάκι μου, με τη μεγάλη αδελφή της
Αρραβωνιαστικιάς σου πήγες να το κάνεις;".
"Δεν ήταν μόνο αυτό",
Συνεχίζει ο μεταμελημένος τύπος, που συνεχίζει ακάθεκτος,
"Την άλλη μέρα που πήγα ήταν εκεί η μικρή της αδελφή. Ε, τώρα, μόνη
Αυτή, μόνος εγώ, δεν άργησε να γίνει το... κακό". Ο
Πάτερ άκουγε και δεν πίστευε στ αυτιά του. "Τέκνον μου, είναι βαριά τα
Κρίματά σου, αμφιβάλλω αν συγχωρεθούν". Ο τύπος
Όμως δεν είχε τελειώσει:
"Ξέρετε, πάτερ, κι άλλη μια φορά πήγα σπίτι και
Βρήκα μόνη τη μητέρα της. Τι να σας πω. Μόνος εγώ,
Μόνη αυτή, έγινε το κακό...". Σε κάποια στιγμή ο τύπος σηκώνει το κεφάλι
Του, αλλά ο παπάς έχει γίνει "άφαντος". Τον αναζητεί
Και τον βλέπει πίσω από κάτι κουρτίνες. "Γιατί, πάτερ, κρυφτήκατε εκεί
Πίσω;", αναρωτιέται ο τύπος. Κι ο παπάς έντρομος:
"Δεν
Καταλαβαίνεις; Μόνος εγώ, μόνος εσύ, άσε να μη γίνει τίποτα!".
Η πόλη μας.
Ένας Κύπριος διηγείται την ιστορία της πόλης του σ` ένα φίλο του:
- Όταν ήμασταν μιτσιοί, επηέναμεν στην θάλασσαν για μπάνιον τσιε βλέπαμεν τσι κορούες να παίζουν ε και καυλώναμεν, χώναμεν τους βίλλους μας στην άμμον... τσιε ξεκαυλώναμεν!
Αμαν εμεγαλώσαμεν λίαν, επηέναμεν στην θάλασσαν για μπάνιο τσιε βλέπαμεν τσι κορούες να σούζουν τα βυζιά τους, εκαυλώναμεν, εχώναμεν τους βίλλους μας στην άμμον... τσιε ξεκαυλώναμεν!
Αμαν εμεγαλώσαμεν πολλάν, επηέναμεν στην θάλασσαν για μπάνιον τσιε βλέπαμεν τσι κορούες να σούζουν τσου κώλους τους, εκαυλώναμεν, εχώναμεν τους βίλλους μας στην άμμον... τσιε ξεκαυλώναμεν!
Αμαν εγινίκαμεν άντρες, επηέναμεν στην θάλασσαν για μπάνιον τσιε βλέπαμεν τσι κορούες να κάμνουν ηλιθεραπείαν, εκαυλώναμεν, εχώναμεν τους βίλλους μας στην άμμον... τσιε ξεκαυλώναμεν!
Έτσι εφκάλαμεν την πόλην μας Αμμόχωστον.
Μία πολύ όμορφη και αισθησιακή γυναίκα, επισκέπτεται έναν γυναικολόγο.
Αυτός με το που την βλέπει τα χάνει και ο επαγγελματισμός του βγαίνει από το Παράθυρο.
Αμέσως της λέει να γδυθεί και αρχίζει να την εξετάζει, πιάνοντας της το Μπούτι.
Καθώς το εξετάζει της λέει:
- Ξέρεις τι σου κάνω τώρα;
- Ναι, του απαντάει, εξετάζεις για γδαρσίματα ή για δερματολογικές ανωμαλίες.
- Πολύ σωστά, της λέει και αρχίζει να της χαϊδεύει τα στήθη. Και προσθέτει:
- Ξέρεις τι σου κάνω τώρα;
- Ναι, του απαντάει, εξετάζεις για την τυχον ύπαρξη όγκων καρκίνου του μαστού.
- Πολύ σωστά, της λέει και αρχίζει να έχει σεξουαλική επαφή μαζί της. Και Προσθέτει:
- Και τώρα ξέρεις τι κάνω;
- Ναι, του απαντάει, κολλάς έρπη!
Ο Βλάχος πάει στο μπουρδέλο και ζητάει "κάτι τις πιρίιργου...".
"Πόσα Πληρώνετε;", τον ρωτούν. "Ουόσα να νι!"
, λέει αυτός. Του Δίνουν, λοιπόν, μια ανωμαλιάρα χοντρή, που κάνει τα περίεργα και του Αλλάζει τα φώτα του βλάχου. Τι πισωκολλητά, τι Καρεκλάτα, τι κόντρα παξιμάδια, κόλαση! Σε κάποια φάση, του λέει λοιπόν:
"Τώρα, θα κάνουμε εξήντα εννιά. Εντάξει; Ορίστε Πως γίνεται..."
. Παίρνει θέση και αρχίζουν. Καθότι, όμως, δεν είναι Και... υπόδειγμα καθαριότητας η έτσι, του βλάχου αρχίζει και Του... βρωμάει. Αντέχει ένα λεπτό, δύο, τρία και, μετά, σηκώνει το Κεφάλι και λέει:
"Να σι πω, μάνα μ . Ιπειδή δεν βουλεύουμι, σι Πειράζ πουλύ να προχωρήσουμι στου... ιβδουμήντα;".
Τρεις εγκάρδιοι φίλοι, θέλοντας να γιορτάσουν τον 10ο χρόνο της φιλίας τους, αποφασίζουν να βγουν έξω για να το βρέξουν.
Αφού λοιπόν έχουν κατεβάσει τη μισή κάβα στο κλασσικό μπαράκι/στέκι των παιδικών τους χρόνων, αποφασίζουν να λήξουν τη βραδιά με βασιλικές ηδυπάθειες. Ο ένας όμως από τους τρεις, έχασε κάπου το μέτρημα στα ποτά, και είχε γίνει σκνίπα.
Κατεβαίνουν λοιπόν Αθήνα, σε έναν από τους διανυκτερεύοντες οίκους ανοχής, και πιάνουν την διαχειρίστρια (γνωστή και ως Τσατσά στα λαϊκά στρώματα).
- Κοίτα να δεις, εγώ και τα φιλαράκια μου σήμερα γιορτάζουμε.. θέλω λοιπόν να μας δώσεις λοιπόν κάτι σπέσιαλ.
- Τι να σας πώ παιδιά, λέει η Τσατσά, τέτοια ώρα που ήρθατε δεν έχω και μεγάλη ποικιλία.. έχω μόνο δύο κοπέλες διαθέσιμες.. και εκτός αυτού, το παλικάρι από εκεί είναι τύφλα στο μεθύσι..
- Ααα, σε παρακαλώ.. παρεμβαίνει ο δεύτερος ημιξεμέθυστος φίλος.. το παλικάρι είναι καλός φίλος και θέλω να το βολέψεις και αυτό..
- Ρε παιδιά.. τι να κάνουμε.. μόνο αυτή την πλαστική κούκλα έχω .. μέσα στο μεθύσι του δεν πρόκειται να καταλάβει και τίποτα..
- Κομμάτια να γίνει, λέει πάλι ο πρώτος.. δώστου την κούκλα..
Πραγματικά, οι 3 φίλοι μπαίνουν στα ιδιαίτερα δωμάτια της επιχείρησης και βγάζουν τα μάτια τους μέχρι πρωϊας. Το επόμενο μεσημέρι, αφού συνήλθανε από τις κρεπάλες, μαζεύονται στο σπίτι του πρώτου φίλου για καφέ.. πάνω στην κουβέντα, αρχίζουν να συζητάνε για τα "κομμάτια" που πετύχανε το προηγούμενο βράδυ..
- Καλά παιδιά, μιλάμε εγώ πέτυχα μια γαλλιδούλα άλλο πράγμα..
- Και που το κατάλαβες ρε συ ότι ήταν γαλλίδα;..
- Ε να, όταν την είχα στα τέσσερα και τις πέταγα τα μάτια έξω, μου φώναζε oui, oui, και τέτοια..
- Καλή ξήγα, λέει ο δεύτερος, εγώ πέτυχα μια Ισπανιδούλα φωτιά και λαύρα..
- Και εσύ που το κατάλαβες ρε ότι ήταν Ισπανίδα;..
- Ε, εκτός από το ότι είχε κάτι βυζάρες σαν καρπούζια, πάνω στα Ισπανικά μου φώναζε Ολέ Ολέ...
- Δεν ξέρω τι λέτε εσείς, πετάγεται ο τρίτος, αλλά εμένα η κοπελιά ήταν μάγισσα...
- Μάγισα; τι λες ρε μεγάλε;.. και που το κατάλαβες ότι είναι μάγισσα..;
- Ε να, με το που της δάγκωσα το κωλαράκι, κάνει μία ΦΣΣΣΣΣΣΣΣΣΣ.. και φεύγει από το παράθυρο!