Ο πλανητάρχης καθόταν στο γραφείο του κι ετοίμαζε το διάγγελμα του προς το λαό της FYROM όταν χτύπησε το τηλέφωνο.
- Εμπρός;
- Κύριε Μπους, εσείς; ακούστηκε στην άλλη άκρη της γραμμής μια φωνή με περίεργη προφορά. Εγώ είμαι ο Γιωρίκας και σας παίρνω να σας πω ότι σας κηρύσσουμε τον πόλεμο!
- Και πολύ καλά κάνεις που τηλεφώνησες να μου το πεις, απαντά ο Μπους.
- Για πες μου, Γιωρίκα, πόσο μεγάλος είναι ο στρατός σου;
- Αυτή τη στιγμή, λέει ο Γιωρίκας καθώς κάνει τη σούμα στο μυαλό του, εγώ, ο ξάδερφός μου ο Κωστίκας, ο κουμπάρος μου, ο γείτονάς μου ο Αλεξίκας και η ομάδα του ταβλιού από το καφενείο - οκτώ, συνολικά.
Ο George αναστενάζει.
- Οφείλω, Γιωρίκα, να σου πω ότι έχω δέκα εκατομμύρια ετοιμοπόλεμους άνδρες που με μια κουβέντα μου είναι διατεθειμένοι να δώσουν τη ζωή τους.
- Αλήθεια; Θα σας ξαναπάρω, λέει ο Γιωρίκας και κλείνει.
Δεν πέρασαν 24 ώρες και ο Γιωρίκας ξανατηλεφωνά.
- Κύριε Μπους, λέει, η κήρυξη πολέμου εξακολουθεί να ισχύει. Τώρα μαζέψαμε και κάποιον εξοπλισμό...
- Τι εξοπλισμό μαζέψατε, Γιωρίκα;
- Δύο αλωνιστικές, μια μπουλντόζα και το τρακτέρ του μπατζανάκη μου.
Για άλλη μια φορά, ο Μπους δεν αντέχει να μην αναστενάξει.
- Γιωρίκα, θα πρέπει να σου πω ότι έχω 160.000 τανκς, 140.000 τεθωρακισμένα οχήματα μεταφοράς προσωπικού και από χτες που μιλήσαμε ο στρατός μου αυξήθηκε στο 10,5 εκατομμύρια.
- Διάβολε, λέει ο Γιωρίκας, τι να πω τώρα; Θα σας ξαναπάρω. Και κλείνει τοτηλέφωνο αλλά δυο μέρες αργότερα, να τον πάλι.
- Κύριε Μπους, παραμένει η κήρυξη πολέμου. Αυτή τη φορά αποκτήσαμε εναέριες δυνάμεις. Έχουμε τώρα και το ψεκαστικό του κοινοτάρχη, του βάλαμε και καραμπίνες επάνω. Α, ναι, μαζί μας είναι τώρα και η ποδοσφαιρική ομάδα του χωριού.
- Εντυπωσιασμένος από την κλιμάκωση, ο Μπους μένει σκεπτικός για δευτερόλεπτα, βγάζει άλλον ένα στεναγμό και λέει:
- Γιωρίκα, δεν μπορώ να σου κρύψω ότι έχω 100.000 βομβαρδιστικά, 200.000 Στελθ, και οι βάσεις μας προστατεύονται από βλήματα εδάφους-αέρος. Και κάτι άλλο: από προχθές που μιλήσαμε, ο στρατός μου αυξήθηκε κατά άλλα δύο εκατομμύρια.
- Βρε ..., βρίζει ο Γιωρίκας. Θα ξαναπάρω, λέει και κλείνει το τηλέφωνο.
Δεν πέρασε πολλή ώρα και ξαναπαίρνει τηλέφωνο.
- Κύριε Μπους, δυστυχώς πρέπει να σας ανακοινώσω ότι αποσύραμε την κήρυξη πολέμου.
- Τι λες, Γιωρίκα, πολύ με στεναχωρείς. Γιατί, βρε παιδί μου; Τι έγινε; Αλλάξατε γνώμη;
- Να σας πω, απαντά ο Γιωρίκας, κάτσαμε και το κουβεντιάσαμε και είδαμε ότι δεν μπορούμε να θρέψουμε τόσα εκατομμύρια αιχμάλωτους.
Μία μέρα σε ένα στρατόπεδο κάπου στο πουθενά ο διοικητής της Μονάδας ειδοποιείται από το ΥΠΕΘ ότι ο υπουργός Κος Aκης Τσοχατζόπουλος θα περάσει για έλεγχο την επόμενη μέρα Σάββατο αιφνιδίως!
Πανικόβλητος ο διοικητής βγαίνει έξω και καλεί προσκλητήριο να δει ποιος έχει μείνει μέσα για το Σαββατοκύριακο για να βάλει κάνα φαντάρο της προκοπής σωματαρά στην Πύλη να υποδεχθεί τον κ. Τσοχατζόπουλο...
Τι να δει... όλοι χάλια, άρρωστοι, άπλυτοι, ξερακιανοί, μαστουρωμένοι εκτός ενός γίγαντα που είναι στην εντέλεια!
- Έλα δω παιδί, μου πως λέγεσαι;
- Στρατιώτης Πεζικού Γιωρίκας Τζιτζιρίδης κύριε διοικητά!
- Εύγε νέε μου... Αύριο πρωί πρωί εσύ θα πάς στην πύλη να την φυλάς και να με ειδοποιήσεις όταν φτάσει ο Τσοχατζόπουλος...
- Μάλιστα κύριε διοικητά!... Την άλλη μέρα 7 το πρωί ο Γιωρίκας στην εντέλεια στην πύλη άγρυπνος σκοπός! Κατά τις 7.30 χτυπάει το τηλέφωνο.
- Πυλη - μαλιστα;
- Έλα Γιωρίκα παιδί μου ο διοικητής είμαι! Ήρθε ο Τσοχατζόπουλος;
- Οχι κυριε διοικητα!
- Καλά θα σε ξαναπάρω...
Κατά τις 8.30 ξαναχτυπαει το τηλέφωνο...
- Μαλιστα;
- Έλα Γιωρίκα παιδί μου ο διοικητής είμαι πάλι! Ήρθε ο Τσοχατζόπουλος;
- Όχι ακόμα κυριε διοικητά!
- Καλά θα σε ξαναπάρω...
Κατά τις 10.30 χτυπάει πάλι το τηλέφωνο...
- Ναι ποιος είναι;
- Έλα Γιωρίκα παιδί μου ο διοικητής είμαι και πάλι. Τι γίνεται; Ήρθε ο Τσοχατζόπουλος;
- Τίποτα ακόμα κύριε διοικητά!
- Καλά θα σε ξαναπάρω...
Κατά τις 12.30 για μια ακόμα φορά χτυπαει το τηλέφωνο... Ο Γιωρίκας ψιλοζαλισμένος από τον ήλιο απαντάει...
- Εμπρός;
- Έλα ρε Γιωρίκα ο Διοικητής είμαι το κέρατό μου! Ήρθε ο Τσοχατζόπουλος;
- Μπααααααα όχι... κυριε Διοικητά!
- Καλά...
Κατά τις 3.30 o διοικητής ξαναπαίρνει τηλέφωνο. Ο Γιωρίκας κομμάτια τον έχει ψιλοπάρει τον υπνάκο...
- Ζζζζζζζζ... ναιιιιιιι;
- Έλα ! Ηρθε αυτός ο Τσοχατζόπουλος;
- Eμμμμμ μπαααααααα κύριε Διοικητά!
- Καλά θα σε ξαναπάρω...
Πάνω που κοιμότανε όρθιος ξαφνικά κατά τις 4 το μεσημέρι σκάει μια αυτοκινητάρα και σταματάει μπροστά στην πόρτα...
- ΖΖζζζζ παρακαλώ τι θέλετε; λέει ο Γιωρίκας στον οδηγό...
- Έλα νέος ήρθε ο Τσοχατζόπουλος, του λέει ο οδηγός...
- Που είναι ρε; λέει ο Γιωρίκας...
- Πίσω ρε μεγάλε, του λέει ο οδηγός.
Πάει ο Γιωρίκας χτυπάει το τζάμι, ανοίγει ο Τσοχατζόπουλος...
- Δε μου λες, λέει ο Γιωρίκας, εσύ είσαι ο Τσοχατζόπουλος;
- Ναι, λέει ο Τσοχατζόπουλος, εγώ είμαι, θέλεις κάτι;
- Βγές ρε μαλ*** από το αυτοκίνητο και πήγαινε άλλαξε γιατί σε ψάχνει ο διοικητής από το πρωί και θα σε γαμ*** !
Ο Παπαδόπουλος ήταν ένας πολύ άτυχος στρατιώτης, αφού εν μέσω της θητείας του, του ήλθε η απρόσμενη είδηση του θανάτου του αδελφού του.
Ο Λοχαγός αναθέτει το σκληρό καθήκον της αναγγελίας του θανάτου στον Λοχία...
Ο Λοχίας μια και δυο, παίρνει τα μικρόφωνα του στρατοπέδου και ανακοινώνει:
- Καλείται ο στρατιώτης Παπαδόπλος, να παρουσιασθεί στον Λόχο του, διότι πέθανε ο αδελφός του!...
Περιττό να πούμε ότι από το σοκ της αναγγελίας ο Παπαδόπουλος λιποθύμησε και χρειάσθηκε να μεταφερθεί στο αναρρωτήριο για τις πρώτες βοήθειες ... Ο Λοχαγός αγρίεψε τον Λοχία για τον απότομο τρόπο που το είπε, αλλά το κακό είχε γίνει...
Μετά από ένα μήνα, πεθαίνει και η αδελφή του Παπαδόπουλου, ο Λοχαγός αναθέτει το άγγελμα του θανάτου πάλι στον Λοχία, ο οποίος πρωί-πρωί, μετά το "ημιανάσ"και "προϊσοχίου" καταλήγει:
- Α! ... και να μην το ξεχάσω Παπαδόπλε, πέθανε η αδελφή σου!...
Πάλι λιποθυμίες ο Παπαδόπουλος και πάλι παρατηρήσεις ο Λοχαγός, αλλά βεβαίως το κακό είχε γίνει και ο Λοχαγός έριξε νερό στο κρασί του και δεν τιμώρησε τον Λοχία...
Μετά από ένα μήνα το κακό τριτώνει και πεθαίνει και η μητέρα του στρατιώτη Παπαδόπουλου. Και αυτή τη φορά ο Λοχίας αναλαμβάνει το πικρό καθήκον, αφού όμως έχει δεχθεί και τις νουθεσίες του Λοχαγού.
Αυτή τη φορά βγάζει αναφορά τον Παπαδόπουλο για να πάρει άδεια. Σαλταρισμένος ο Παπαδόπουλος από τα χτυπήματα της μοίρας, βλέπει ως βάλσαμο στον πόνο του τις μέρες άδειας που κανόνισε ο Λοχίας, αλλά, μετά τα καθιερωμένα "Στρατιώτης Παπαδόπουλος, λαμβάνω την τιμή να σας αναφέρω ότι αιτούμαι πενθημέρου αδείας", ο Λοχαγός αυτή τη φορά του λέει:
- Και έπρεπε να βγείς στην αναφορά παιδί μου Παπαδόπουλε για να πας στην κηδεία της αδελφής σου;...
Ξερός ο Παπαδόπουλος και αυτή τη φορά, ενώ ο Λοχαγός από την τσαντίλα του που τον εξέθεσε ο Λοχίας, ρίχνει και του Λοχία πέντε μέρες φυλακή! ...
Φαίνεται ότι ο νόμος του Μέρφυ είχε προσβάλει τον Παπαδόπουλο, αφού μετά από ένα μήνα και ο Πατέρας του Παπαδόπουλου, εκπνέει...
Το συνταρακτικό νέο το μαθαίνει πρώτος ο Λοχαγός, αισθάνεται απαίσια και καλεί τον Λοχία να του αναθέσει το θλιβερό καθήκον ...
- Αυτή τη φορά Λοχία δεν θέλω κανένα λάθος, γιατί θα σε χώσω στο κρατητήριο για όλη την θητεία σου!...
- Μη φοβάστε κ. Λοχαγέ και το έχω μάθει το μάθημά μου! ... Τον διαβεβαιώνει ο Λοχίας, και πράγματι καλεί συγκέντρωση Λόχου:
Αφού όλος ο Λόχος συντάσσεται, ο Λοχίας τους λέει:
- Προσέξτε τι θα σας πω μην κάνετε λάθος! ... Όσοι έχετε Πατέρα, να κάνετε ένα βήμα μπροστά!...
Πράγματι όλοι οι στρατιώτες κάνουν μπροστά ένα βήμα, οπότε ο Λοχίας μπήζει μια φωνή:
- Που πα ρε Παπαδόπουλεεεε!...