Τρεις τύποι δουλεύουν όλοι μαζί σε ένα εργοστάσιο. Κάθε μέρα, διαπιστώνουν ότι το αφεντικό τους φεύγει νωρίς από το εργοστάσιο, αφήνοντάς τους μόνους να συνεχίσουν την δουλειά.
Μια μέρα, αποφασίζουν να φύγουν κι αυτοί πιο νωρίς απο τη δουλειά, αν το αφεντικό τους παρατήσει τόσο νωρίς. Έτσι, κι έγινε... Ο πρώτος πάει στο σπίτι του και πέφτει νωρίς νωρίς για ύπνο, έτσι ώστε να είναι ξεκούραστος το πρωί που θα ξυπνήσει. Ο δεύτερος εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία και μαγείρεψε φαγητό για την γυναίκα και τα παιδιά του που θα γύριζαν αργότερα και έτσι θα τους έκανε και έκπληξη. Ο τρίτος πηγαίνει σπίτι του και προχωράει προς την κρεβατοκάμαρα. Ανοίγει σιγά την πόρτα και βλέπει την γυναίκα του στο κρεβάτι μαζί με το αφεντικό του. Κλείνει την πόρτα ακόμη πιό προσεκτικά και φεύγει. Την επόμενη μέρα, οι άλλοι δύο σχεδιάζουν να ξαναφύγουν νωρίς αν το αφεντικό αποχωρήσει νωρίτερα. Ρωτάνε τον τρίτο τύπο, αν θα γίνει η δουλειά όπως την προηγούμενη, και εκείνος απαντά:
- ΟΧΙ, ΟΧΙ... Με τίποτα. Απορημένοι εκείνοι, τον ρώτησαν:
- Γιατί όχι βρε σύ; - Επειδή εχτές που έφυγα, παραλίγο να με πιάσει...
Ένας τσοπάνης αποφάσισε να κατέβει στην Αθήνα να δει πως είναι επιτέλους η μεγαλούπολη. Πάει σε ένα ξενοδοχείο και νοικιάζει ένα δωμάτιο. Το βράδυ που κοιμόταν, ξαφνικά εμφανίζονται δυο γκόμενες από το σκοτάδι και αρχίζουν να τον χαϊδολογούν, χωρίς να έχει άλλη επιλογή ο τσοπάνης, τι να κάνει, τις πηδάει.
Την άλλη μέρα πάει στη ρεσεψιόν να πληρώσει για το δωμάτιο.
- "Τι χρωστάω;" λέει ο Βλάχος.
- "Χρωστάς;", λέει ο υπάλληλος, "πάρε και 30 χιλιάρικα!". Ξαφνιασμένος ο τσοπάνης πηγαίνει στο χωριό για να πει τι του έτυχε στην πρωτεύουσα. Πηγαίνει στο καφενείο και λέει με υπερηφάνεια τι του είχε συμβεί, όμως κανείς δεν τον πίστευε. Λέει ο Βλάχος αφού δε με πιστεύετε στείλτε το δήμαρχο στην Αθήνα στο ίδιο ξενοδοχείο να διαπιστώσει αν είναι αλήθεια τα λεγόμενα μου.
Πράγματι πάει ο Δήμαρχος στο ίδιο μέρος. Το βράδυ που κοιμόταν πετάγονται μέσα απο το σκοτάδι δύο γκομενάρες και τον χαϊδολογάνε. Τι να κάνει ο άμοιρος (αν και παντρεμένος) τις πηδάει. Πάει να πληρώσει την άλλη μέρα:
Δήμαρχος:
"Τι χρωστάω;"
Υπάλληλος:
"Χρωστάς;", "Πάρε και 30 χιλιάρικα".
Ενθουσιασμένος ο δήμαρχος πάει και λέει τα νέα στο καφενείο του χωριού, μα και πάλι κανείς δεν τον πίστευε. Αγανακτισμένος ο δήμαρχος λέει:
- "Αφού δε με πιστεύετε στείλτε τον παπά του χωριού".
Με τα χίλια ζόρια τον ψήνουν τον παπά και πάει (σίγουρος για το αντίθετο απο τα λεγόμενα) πάει στο ίδιο ξενοδοχείο. Το βράδυ που κοιμάται πετάγονται δύο γυναικάρες τον χαϊδολογάνε. Τι να κάνει ο παπάς υποκύπτει ενώπιον του Κυρίου. Την άλλη μέρα πάει να πληρώσει:
Παπάς:
"Τι χρωστάω τέκνον μου;
Υπάλληλος:
"Χρωστάς;", "Πάρε και 100 χιλιάρικα."
Παπάς:
"Μα γιατί τέκνον μου εμένα μου έδωσες 100 χιλιάρικα και στους άλλους δύο που ήρθαν 30;"
Και απαντάει ο υπάλληλος:
- "Τι να κάνουμε πάτερ, πρώτη φορά γυρνάμε τσόντα με παπά".
- Μια φορά κάποιος οδηγός επέστρεφε στην Αθήνα, οδηγώντας στην Εθνική Οδό Αθηνών - Κορίνθου. Ξαφνικά εκεί που οδηγούσε αμέριμνος, βλέπει μια κότα να τον προσπερνά. Κοιτάζει το κοντέρ, 120 χιλιόμετρα. Μπα λέει, οφθαλμαπάτη θα είναι.
- Επιταχύνει λίγο και εκεί κοντά στα 150, νάσου η κότα. Έλα Χριστέ και Παναγιά, τώρα θα σου δείξω, πατάει το γκάζι, 180, η κότα τον ξαναπροσπερνά. Έλα Χριστέ και Απόστολε, τι πράμα είναι τούτο, 200 το κοντέρ, η κότα συνεχώς πήγαινε μπροστά. Κοντά στα Μέγαρα, η κότα ελαττώνει ταχύτητα και στρίβει αριστερά.
- Ο οδηγός, όλο περιέργεια την ακολουθεί. Βλέπει την κότα να μπαίνει σε ένα ορνιθοτροφείο και ενώ είναι έτοιμη να παρκάρει παρατηρεί ότι η κότα έχει τρία πόδια. Μπαίνει κι αυτός στο ορνιθοτροφείο, γεμάτος περιέργεια.
- Μόλις περνά την πύλη τον σταματά ένας υπάλληλος, που πάτε κύριε του λέει. Ρε συ φίλε, αυτό κι αυτό, με προσπέρασε με 200, το καταλαβαίνεις;Aκου να δεις φιλαράκο, είναι ένα νέο είδος κότας αυτό, τα αφεντικά το έφεραν από την Αμερική, τώρα εδώ κάνουν εκτροφή μόνο σ΄αυτό το είδος.-Είναι τουλάχιστον καλό προϊόν, είναι νόστιμες αυτές η κότες που φτιάχνετε, ρωτά ο οδηγός. Ξέρω γω ρε φίλε, μήπως μπορέσαμε ποτέ να πιάσουμε καμία να την φάμε;
Ένας Έλληνας μπαίνει σε μια τράπεζα της Νέας Υόρκης και ζητάει πληροφορίες για ένα δάνειο.
Λέει στον υπάλληλο των δανείων ότι θέλει να ταξιδέψει στην Ελλάδα λόγω των εορτών των Χριστουγέννων για 2 εβδομάδες και χρειάζεται οπωσδήποτε να πάρει ένα δάνειο των $5.000. Ο υπάλληλος του εξηγεί ότι η τράπεζα θα χρειαστεί ένα είδος εξασφάλισης για να του χορηγήσει το δάνειο.
Έτσι ο Έλληνας βγάζει από την τσέπη του και αφήνει πάνω στο γραφείο τα κλειδιά από μία ολοκαίνουρια Ferrari, που είναι παρκαρισμένη στην είσοδο της Τράπεζας. Αφού πραγματοποιείται ο έλεγχος από την Τράπεζα ότι το αυτοκίνητο είναι όντως στο όνομά του, μέσα σε 20 λεπτά εγκρίνεται το δάνειο, ο Έλληνας παίρνει τα χρήματα και φεύγει. Μόλις φεύγει, ο διευθυντής της Τράπεζας και οι υπάλληλοί του ξεκαρδίζονται στα γέλια που ο Έλληνας έβαλε υποθήκη μία Ferrari των $200.000 για να πάρει δάνειο $5000!
Ένας υπάλληλος παίρνει το αυτοκίνητο και το αφήνει στο υπόγειο γκαραζ της τράπεζας. Δύο βδομάδες αργότερα, ο Έλληνας επιστρέφει, πληρώνει $5000 και τον τόκο, που ανέρχεται στα $15.41. Ο υπάλληλος του λέει:
- Κύριε, είμαστε ευτυχείς που συνεργαστήκατε με την τράπεζά μας, όλα έγιναν σωστά μόνο που έχουμε μία απορία. Όσο εσείς λείπατε, ελέγξαμε στον υπολογιστή και βρήκαμε ότι είσαστε δισεκατομμυριούχος! Το περίεργο είναι ποιος ήταν ο λόγος που πήρατε το δάνειο!
Και ο Έλληνας απαντά:
- Πες μου ένα άλλο σημείο στη Νέα Υόρκη που θα μπορούσε να αφήσει κανείς μια Ferrari με ασφάλεια για δύο εβδομάδες, πληρώνοντας για πάρκινγκ μόνο 15.41 δολάρια!
Ήταν ένας τύπος κακομοίρης , μικροκαμωμένος , που είχε μία γυναίκα νταρντάνα που τον καταπίεζε ! Κάθε μέρα πήγαινε στη δουλειά , μετά γύριζε , μαγείρευε , έπλενε τα πιάτα , σκούπιζε , σφουγγάριζε , και έτρωγε και μερικές σφαλιάρες έτσι για να περνάει η ώρα της γυναίκας του .
Αυτή πάντα με τα καλλυντικά στο χέρι , αραγμένη στη τηλεόραση κλπ κλπ ...
Πήγαινε λοιπόν ο άμοιρος σε έναν ψυχολόγο , μήπως και καταφέρει να κάνει τίποτα , γιατί δεν πήγαινε άλλο ...
Μετά από έναν μήνα λοιπόν ψυχολογικής υποστήριξης , του λέει ο ψυχολόγος " λοιπόν φίλε μου , είσαι έτοιμος ! Να πας σπίτι σου , και να δείξεις ποιο είναι το αφεντικό ! Να την σκίσεις τη γάτα ! ".
Αναπτερωμένος λοιπόν ο φίλος μας , πάει σπίτι του όλο τσαμπουκά ! Μπαίνει μέσα , και βλέπει τη γυναίκα του αραγμένη όπως πάντα στη τηλεόραση . Παίρνει βαθιά ανάσα , και αρχίζει να της φωνάζει !
" Κοίταξε να σου πω ! Πρέπει να καταλάβεις ποιο είναι το αφεντικό εδώ μέσα ! Πάω να κάνω ένα μπανάκι ! Μόλις βγω , έξω το φαΐ ζεστό στο τραπέζι ! Θα ρίξω και έναν ύπνο , και μετά θα φορέσω το καλό μου κουστούμι και θα βγω έξω ΜΟΝΟΣ μου ! Το καταλαβαίνεις αυτό ; Και μάντεψε ποιος θα μου βάλει το κουστούμι ! ".
Απαθής η τύπισσα , γυρίζει , τον κοιτάζει και του λέει ...
" Ο νεκροθάφτης μωρό μου ; "
Ένας νεαρός φοιτητής της ιατρικής , γιος γιατρού κι αυτός , αποφοιτεί προς μεγάλη χαρά του πατέρα του . Μετά την ορκωμοσία λέει στον πατέρα του να τον πάρει στη δουλειά να εξασκήσει τις γνώσεις του .
Πατέρας : Στάσου παιδί μου . Αυτά που έμαθες είναι άχρηστη θεωρία . Την πραγματική ιατρική τη μαθαίνει κανείς στην πράξη . Αύριο θα πάμε να επισκεφτούμε μαζί ασθενείς και θα καταλάβεις τι σου λέω .
Πηγαίνουν , λοιπόν , οι δυο τους στην πρώτη ασθενή , μια παντρεμένη νοικοκυρά γύρω στα σαράντα κατάκοιτη από τους πόνους στη μέση . Ο πατέρας γιατρός πάει να της γράψει τη συνταγή , του πέφτει ο στύλος στο πάτωμα , τον μαζεύει και λέει στη γυναίκα :
Πατέρας : Κυρία μου , θα πρέπει να κουράζεστε λιγότερο . Δουλεύετε πάρα πολύ μέσα στο σπίτι και δεν κάνει . Λίγη ανάπαυση δεν βλάπτει .
Γυναίκα : Έχετε δίκιο γιατρέ μου κι ο άνδρας μου μου το λέει αλλά δεν τον ακούω . Θέλω να είναι όλα στην εντέλεια μέσα στο σπίτι , το χω πάρει απ τη μάνα μου .
Όταν βγήκαν από το διαμέρισμα λέει ο γιατρός junior στο μεγάλο :
Γιος : Πώς κατάλαβες ότι κάνει πολλές δουλειές ;
Πατέρας : Να , παιδί μου . άφησα το στυλό να πέσει χάμω , επίτηδες . Όταν έσκυψα να τον μαζέψω είδα ότι το πάτωμα έλαμπε από καθαριότητα . Δεν υπήρχε σκόνη ούτε για δείγμα . Έτσι κατάλαβα ότι η γυναίκα σκοτώνεται στη δουλειά . Την επόμενη ασθενή θα την εξετάσεις εσύ να δούμε τι έμαθες .
Φτάνουν στην επόμενη ασθενή και την βρίσκουν κατάκοιτη στο κρεβάτι . Πάει ο μικρός γιατρός να γράψει τη συνταγή , αφήνει το στυλό να πέσει στο πάτωμα , τον μαζεύει και λέει :
Γιος : Κυρία μου , κουράζεστε πολύ . Κάνετε πάρα πολλές δουλειές για την ενορία αλλά θα πρέπει να τις μετριάσετε λίγο , γιατί θα σας τρέχουμε στο νοσοκομείο . Δεν λέω , ευλογία Κυρίου είναι να εργάζεστε για την ενορία αλλά " παν μέτρον άριστον ".
Γυναίκα : Αχ , ναι γιατρέ μου έχετε απόλυτο δίκιο . Θα πρέπει να δουλεύω λιγότερο για την ενορία .
Όταν βγήκαν λέει ο πατέρας γεμάτος απορία :
Πατέρας : Πώς κατάλαβες ότι εργάζεται για την ενορία ;
Γιος : Να , όταν έσκυψα να μαζέψω τον στυλό , είδα τον παπά κάτω απ το κρεβάτι .
Είναι δύο φυλακισμένοι και ρωτάει ο ένας τον άλλο.
Α: Τι έκανες κι είσαι στη φυλακή;
Β: Ήμουν στη δουλειά και δεν αισθανόμουν καλά. Μια και δεν είχε πολύ δουλειά
Μου λέει αφεντικό "άντε πήγαινε σπίτι σου να συνέλθεις". Πάω κι εγώ σπίτι
Μου και βρίσκω τη γυναίκα μου στο κρεβάτι με τον καλύτερό μου φίλο. Ε,
Άρπαξα τη κυνηγητική μου καραμπίνα και την άδειασα πάνω τους και βρέθηκα
Εδώ. Εσύ τι έκανες;
Α: Πού να σου τα λέω. Σφαγή.
Β: Αντε ρε και φαίνεσαι καλό παιδί.
Α: Γυρίζω σπίτι μου και λέω στη γυναίκα μου:
"Αγάπη μου, άκουσα ένα
Καταπληκτικό ανέκδοτο. Ακου να πεθάνεις απ τα γέλια". Της λέω το ανέκδοτο
Και την πιάνει ένα νευρικό γέλιο, γέλαγε ασταμάτητα επί δύο ώρες μέχρι που
Της ήρθε ανακοπή και πέθανε. Ο εισαγγελέας δε με πίστεψε και μου απήγγειλε
Κατηγορία ανθρωποκτονίας. Ήμουν στην πρώτη σελίδα όλων των εφημερίδων. Στη
Δίκη όταν έφτασε η ώρα της απολογίας μου, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου μου
Είπε ειρωνικά:
"Ώστε ισχυρίζεστε πως η σύζυγός απεβίωσε από το πολύ γέλιο.
Για πέστε το και σ εμάς αυτό το τόοοοσο καταπληκτικό ανέκδοτο που λέτε πως
Της είπατε". Τους διηγήθηκα το ανέκδοτο κι άρχισαν όλοι να γελάνε
Ασταμάτητα. Ο Πρόεδρος, ο Εισαγγελέας, οι Δικαστές, οι Ένορκοι, οι
Δικηγόροι, οι αστυνομικοί, το ακροατήριο. Μόνο δυο Πόντιοι που κάθονταν στην
Άλλη άκρη της αίθουσας δεν γελούσαν. Πέρασαν δυο ώρες τρεις ώρες κι όλοι
Γελούσαν μέχρι που ξεψύχησαν ένας ένας. Μετά από δύο εβδομάδες πέθαναν και
Οι δύο Πόντιοι