Ο τύπος ψάχνει απεγνωσμένα για δουλειά, αλλά είναι ανειδίκευτος. Πάει, λοιπόν, σ ένα εργοστάσιο και του λέει ο ιδιοκτήτης:
"Δεν χρειάζεται να ξέρεις τίποτε. Ορίστε. Θα παίρνεις από εδώ κάθε μια βίδα όπως θα περνάει από μπροστά σου και θα την πετάς στο κουτί εδώ. Εντάξει;".
"Εντάξει"
. Την άλλη μέρα, τον ρωτάει ο ιδιοκτήτης:
"Όλα εύκολα;".
"Περίπατος", λέει ο εργάτης.
"Ε, τότε", του λέει το αφεντικό, "δεν θα σου κάνει κόπο να παίρνεις και κάθε παξιμάδι, έτσι;".
"Όχι"
, λέει ο εργάτης. Την άλλη μέρα, τον ξαναρωτάει ο ιδιοκτήτης:
"Εύκολο;".
"Εύκολο".
"Ε, τότε, όπως κάθεσαι που κάθεσαι, δεν ρίχνεις και μια κλοτσιά στο κουτί με τις βίδες, μόλις γεμίζει να το στέλνεις στον ιμάντα, πιο κάτω;". Τι να πει ο εργάτης, λέει ναι. Ο ιδιοκτήτης, όμως, είναι...
Αδίστακτος. Την άλλη μέρα, πάει και λέει στον εργάτη:
"Εύκολο δεν είναι;
Οπότε τώρα που πήρες το κολάι , δεν ρίχνεις και μια κλοτσιά στο κουτί με τα παξιμάδια, όταν θα γεμίζει;". Ο εργάτης συμφωνεί μεν, αλλά... τα χει πάρει στο κρανίο. Οπότε καθώς φεύγει ο ιδιοκτήτης, του φωνάζει:
"Να σας πω. Μια και κάθομαι και δεν κάνω και τίποτε δύσκολο, δεν μου βάζετε και ένα...
Πινέλο στον κώλο, να βάφω και τα κάγκελα συγχρόνως;"!
Ένας νεαρός προσλαμβάνεται υπάλληλος σε μια εταιρία μια Παρασκευή. Την επόμενη Δευτέρα παίρνει τηλέφωνο τον προϊστάμενό του και του λέει ότι είναι άρρωστος και δεν θα μπορέσει να έλθει. Ο προϊστάμενος του εύχεται περαστικά και το ξεχνάει.
Την παραπάνω Δευτέρα πάλι τα ίδια:
- Είμαι άρρωστος κύριε προϊστάμενε και δεν θα μπορέσω να έλθω στη δουλειά.
- «Θα έτυχε» σκέφτηκε ο προϊστάμενος και δεν του ξαναδίνει ιδιαίτερη σημασία.
Το φαινόμενο όμως συνεχίζεται και αρχίζουν να τον ζώνουν τα φίδια. «Βρε το πούστη μας περνάει για γκαγκά !» λέει από μέσα του ο τμηματάρχης και αρχίζει να ρωτάει τους συναδέλφους του νεαρού για το ποιόν του:
- Δε μου λέτε ρε παιδιά, τι σόι φρούτο είναι αυτός ο καινούργιος; Δουλεύει ή μας τη παίζει και δεν μας τη σκουπίζει;
- Πολύ πρόθυμος και εργατικός, του λένε όλοι ομόφωνα.
Ο προϊστάμενος παραξενεύεται και αποφασίζει να του μιλήσει. Την επόμενη λοιπόν μέρα το πρωί τον φωνάζει στο γραφείο του και του λέει:
- Κοίτα παιδί μου, τι σου συμβαίνει και μας τη κοπανάς κάθε Δευτέρα; Όπως καταλαβαίνεις αυτά τα περί άρρωστου δεν τα χάβω. Θα σε σχόλαγα, αλλά επειδή δεν είσαι κακός υπάλληλος αποφάσισα να σου μιλήσω. Λοιπόν τι τρέχει και κάθε Δευτέρα μας το παίζεις τους ζυγούς λύσατε;
- Κοιτάχτε να δείτε κύριε προϊστάμενε, του λέει με απολογητικό ύφος ο νεαρός, έχω μια μικρότερη αδελφή παντρεμένη και ο άντρας της τα Σαββατοκύριακα γίνεται φέσι και όταν γυρίζει στο σπίτι τη τουλουμιάζει στο ξύλο. Έτσι κάθε Δευτέρα πρωί πηγαίνω στο σπίτι της όταν φεύγει αυτός για τη δουλειά του και την παρηγορώ. Καταλαβαίνετε τώρα, χάδι στο χάδι, φιλί στο φιλί, καβλώνουμε και οι δύο και τελικά ξεσκιζόμαστε.
- Καλά, δεν το πιστεύω ! αντιδρά έξαλλος ο τμηματάρχης, γαμάς την αδελφή σου ρε; Είσαι τελείως άρρωστος !
- Εγώ σας το λέω κύριε προϊστάμενε, αλλά εσείς δεν με πιστεύετε !, απαντά αγανακτισμένος ο νεαρός.
Ο μικρός Κωστάκης παίζει στο δωμάτιό του και ο πατέρας του μπαίνει και του ανακοινώνει ότι ό μπαμπάς κι η μαμά χωρίζουν.
- Γιατί, μπαμπά; ρωτάει, μπερδεμένος, ο Κωστάκης.
- Ε, να, η μαμά κι εγώ δεν αγαπιόμαστε πια, εξηγεί ο πατέρας.
- Τι εννοείς ακριβώς; ξαναρωτάει ο Κωστάκης.
- Ασε με να σου δώσω ένα παράδειγμα, για να καταλάβεις. Όταν γυρίζω απ τη δουλειά, η μαμά δεν αισθάνεται αυτή τη γλυκιά έξαψη και αναστάτωση, που έρχεται ο άντρας της στο σπίτι, ούτε έρχεται να με υποδεχτεί στην εξώπορτα.
- Μα, μπαμπά, εγώ βλέπω τη μαμά σε έξαψη, τελείως αναστατωμένη, καμιά φορά, όταν γυρίζεις στο σπίτι. Αρα πρέπει να σε αγαπάει ακόμη.
- Πότε δηλαδή; απόρησε ο πατέρας.
- Να, είναι κάτι φορές, που η μαμά κοιμάται ακόμη, με το γείτονα στο κρεβάτι κι όταν ακούει το αυτοκίνητο, που παρκάρεις στο γκαράζ, βάζει τις φωνές έξαλλη:
- «Ήρθε ο άντρας μου! Ήρθε ο άντρας μου!»
Σκηνικό: Ένα εξωτερικό ιατρείο. Στο δωμάτιο αναμονής, που φαίνεται από την ανοιχτή πόρτα, υπάρχει το κλασσικό τραπεζάκι με περιοδικά του περασμένου χρόνου και μια σειρά από νέα ζευγάρια που περιμένουν υπομονετικά τη σειρά τους. Η Πόρτα του γιατρού έχει πάνω της μια πινακίδα που διαβάζει:
"Dr Νικόλαος ΜουνοΕξεταστής, Γυναικολόγος". Μαζί με το Γιατρό βρίσκεται ένα ζευγάρι. Η Γυναίκα είναι ξαπλωμένη στο κλασσικό τραπέζι των γυναικολόγων, η κοιλιά της γυμνή και ο Γιατρός της κάνει επάλειψη με κάποιο gel. Ο σύζυγος περπατάει ανήσυχα πάνω κάτω.
- Λοιπόν, είστε έτοιμη; Μια στιγμή να φορέσω τα ακουστικά. Φοράει τα ακουστικά, τα monitor στην αίθουσα παίρνουν ζωή, και ο Γιατρός αφουγκράζεται το μωρό. Μετά από δύο δευτερόλεπτα, πετάγεται όρθιος πανικόβλητος.
- Ωχ, ωχ, ωχωχωχ, αμάν, αμάν! Το ζευγάρι τρομάζει, πάει το παιδί, θα βγει ελαττωματικό, πάσχει από κάποια ανίατη ασθένεια, πάει καταστράφηκε η ζωή μας ...
- Τι συμβαίνει Γιατρέ; βρίσκει το θάρρος να ρωτήσει ο άντρας. Υπάρχει κάποιο πρόβλημα με το παιδί;
Ο Γιατρός σκέφτεται λιγουλάκι, και μετά αμολάει τα νέα:
- Εντάξει, είναι αγοράκι και υγιέστατο μάλιστα. Αλλά ...
- Ναι; κάνουν και οι δύο σε συμφωνία και με αγωνία.
- Αλλά, να, (γιατί συμβαίνουν σε εμένα όλα αυτά), βρίζει.
- Βρίζει;
- Μα ναι. Ακούστε και μόνοι σας (τους δίνει τα ακουστικά):
- Αρχιδ****μένοι, τσανακογλείφτες, κατραμόκωλοι, βγάλτε αμέσως αυτές τις βελόνες που χώσατε εδώ, θα σας πάρει ο διάολος . . . .
Χρόνος: Τρεις μήνες μετά.
Σκηνικό: Η αίθουσα τοκετών, μάλλον μία από τις αίθουσες τοκετών κάποιου μαιευτηρίου. Το ίδιο ζευγάρι, η γυναίκα στην ίδια στάση, και ο Dr ΜουνοΕξεταστής με τουλάχιστον τρεις ακόμη μαιευτήρες να προσπαθούν να ξεγεννήσουν τη γυναίκα. Έχουν πιάσει τον μπόμπιρα από τα πόδια και τον τραβάνε. Η Γυναίκα ουρλιάζει από τους πόνους. Ο μικρός απλούστατα δεν θέλει να βγει.
- Ψωλ*****χτρες, αφήστε με κάτω. Είναι ωραία εδώ μέσα. Παρατήστε τα και πάτε σπίτια σας.
Οι γιατροί δεν εγκαταλείπουν. Καταφέρνουν και βγάζουν έξω το μικρό μέχρι το τσουτσούνι του.
- Καταραμένοι Πορνόγεροι, απαίσιοι Σάτυροι, αφήστε κάτω τα πόδια μου και σπρώξτε με ξανά μέσα. Μην τυχόν και βγω θα γίνεται ένα με τα περσινά χιόνια.
Οι γιατροί δεν εγκαταλείπουν. Καταφέρνουν και βγάζουν έξω το μικρό μέχρι λίγο πιο πάνω από τη μέση του.
- Κλαπαρχιδογκαστρομουνίθρες, παλιοΜουντρούχοι, Πνιξοκουνελιάρηδες, σταματήστε αμέσως σας λέω. Δεν θέλω να έρθω στον κόσμο σας. Παρατήστε τα και ράψτε μια για πάντα αυτή τη τρύπα.
Οι γιατροί δεν εγκαταλείπουν. Καταφέρνουν και βγάζουν έξω το μικρό μέχρι το λαιμό (αλλά με πολύ ζόρι) - ΑΑρργκγκγ, καργιόληδες, θα σας φάω όλους. Τι διάολο συμβαίνει με εσάς; Δεν καταλαβαίνεται τίποτα; Οι γυναίκες σας δεν σας κάνουν πια τσιμ***κια και ξεσπάτε σε ανυπεράσπιστα μωρά; Δεν σας έμαθαν να μην μπλέκετε την προσωπική σας ζωή με τη δουλειά σας; Αφήστε αυτό το μωρό κάτω. Αλήτες, που ρουφάτε τον ιδρώτα από τα αρχ***α των αρρώστων ...
Οι γιατροί δεν εγκαταλείπουν. Καταφέρνουν και βγάζουν έξω το μικρό μέχρι περίπου τη μέση του μετώπου του. Ο μικρός τώρα έχει καταλάβει ότι έχει χάσει το παιχνίδι οπότε φωνάζει όσο δυνατά μπορεί:
- STOP, ΣΤΑΜΑΤΗΣΤΕ. Τουλάχιστον φέρτε μου ένα καθρέφτη να δω αν μου πάει το Μο**ί-Καπέλο.
Πάει κάποιος στη δουλειά του ύστερα από δύο μήνες και τον ρωτάει το αφεντικό του:
- Που ήσουν ρε τόσες μέρες και έχουμε πνιγεί στη δουλειά;
- Ασε ρε αφεντικό, πέθανε η μάνα μου.
- Έλα ρε, και πώς πέθανε;
- Ασε, είναι μεγάλη ιστορία.
- Για πες μου.
- Είναι μεγάλη ιστορία σου λέω.
- Δεν πειράζει, πες μου.
- Ακου, πήγε να απλώσει τα ρούχα στην ταράτσα, γλιστράει και πέφτει.
- Και τι έγινε, σκοτώθηκε;
- Όχι. Είχαμε το τραμπολίνο για τα παιδιά και πιάστηκε από τα παράθυρα.
- Και τι έγινε, σκοτώθηκε;
- Όχι. Είχαμε το τρομπολίνο για τα παιδιά και πιάστηκε από τη ζγόρνα.
- Και τι έγινε, σκοτώθηκε;
- Όχι. Είχαμε το τραμπολίνο για τα παιδιά και πιάστηκε από το καλώδιο της κεραίας.
- Και τι έγινε, σκοτώθηκε;
- Όχι. Είχαμε το τραμπολίνο για τα παιδιά και βγαίνει ο πατέρας μου έξω με την καραμπίνα Μπαμ! Μπαμ!Μπαμ! Γαμώ το κέρατο σου θα μου διαλύσεις όλο το σπίτι!