Κατεβαίνει ένας Κρητικός στον Πειραιά, παίρνει ένα ταξί και λέει του ταξιτζή να τον πάει στην Ομόνοια. Μόλις μπαίνουν στην Πειραιώς, βγάζει ένα κουμπούρι ο Κρητικός και λέει του ταξιτζή:
- "Τράβα μια μαλατσία."
"Μα τι λες άνθρωπε μου είσαι σοβαρός;"
"Είπα τράβα μια μαλατσία."
Τι να κάνει κι ο ταξιτζής τραβάει μια μαλακία. Στα 1000 μέτρα του λέει πάλι ο Κρητικός:
"Τράβα μια μαλατσία."
"Μα τι λες τώρα πάλι; Δεν μπορώ."
"Είπα τράβα μιά μαλατσία γιατί θα σου παίξω μια."
Τι να κάνει κι ο ταξιτζής τραβάει κι άλλη μια μαλακία. Στα 1000 μέτρα του λέει πάλι ο Κρητικός:
- "Τράβα μια μαλατσία."
- "Πάλι; Δεν μπορώ άλλη ρε μεγάλε δεν μπορώ."
- "Είπα τράβα μιά μαλατσία." Ζορίζεται ο ταξιτζής, πιέζεται τραβάει άλλη μια με πολύ ζόρι. Φτάνουν στην Ομόνοια οπότε λέει ο Κρητικός:
- "Πάμε πίσω στον Πειραιά." Λίγο πριν τον Πειραιά λέει ο Κρητικός:
- Τράβα μια μαλατσία."
- "Μα τι λες ανθρωπέ μου, δεν μπορώ άλλο, σκότωσε με άμα θέλεις ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ."
"Καλά αφού δεν μπορείς άλλο μπορείς να πάρεις την κόρη μου και να την πας στην Θεσσαλονίκη."

Kαλό παιδί αλλά κομμάτι χαζούλης ήτανε ο φίλος μας ο Ιβάν.
Ζούσε στη μακρινή Ρωσία την εποχή του Τσάρου και όπως όλα τα παιδιά αυτής της κατηγορίας μοστράριζε και για περιζήτητος γαμπρός. Κούκλα ήτανε η αρραβωνιαστικιά του και φυσικά παρθένα. Αυτά βέβαια γινόντουσαν την εποχή του Τσάρου. Τώρα που Τσάρος πια; Ορίσανε και το γάμο τους και ήτανε όλο γέλια και χαρές.
Την ευτυχία τους ήλθε να χαλάσει ο κακός δράκος που λυμαινότανε την περιοχή τη μακρινή εκείνη εποχή. Κάτι σαν τη ΣΔΟΕ τη σημερινή ήτανε ο φόβος και ο τρόμος. Ξέρετε από εκείνα τα τέρατα με τρία κεφάλια και μεγάλα φτερά. Την παραμονή του γάμου βρίσκει τον Ιβάν και του λέει σταράτα:
- Τι μαθαίνω Ιβάν; Παντρεύεσαι ε; Όπως θα ξέρεις όλες τις παρθένες πρώτα τις δοκιμάζω εγώ για να τις εγκρίνω και μετά ο γαμπρός. Λοιπόν κι εσύ σαν πιστός και καλός υπήκοος θα μου φέρεις το βράδυ την αρραβωνιαστικιά σου στο χαμάμ να την εγκρίνω. Και μη την βρω ξεπαρθενεμένη, σ έφαγα κακομοίρη μου.
Αυτά είπε ο δράκος και ο άμοιρος ο Ιβάν έπεσε σε βαθιά μελαγχολία. Δε μιλιότανε όλη μέρα. Πως θα το έλεγε στην καλή του; Θα του την πή***γε ο δράκος και αυτός θα την έπαιρνε δεύτερο χέρι; Ήτανε να πέσει να πεθάνει. Πάνω στην απελπισία του και για καλή του τύχη, να σου τρία χτισμένα παλικάρια ντερέκια μέχρι εκεί πάνω.
- Τι έχεις βρε Ιβάν και είσαι σα θλιμμένη Μεγάλη Παρασκευή; του λέει το ένα παλικάρι. (Ως γνωστόν στη Ρωσία την εποχή του Τσάρου ήτανε όλοι Χριστιανοί Ορθόδοξοι)
- Τι να έχω μωρέ παιδιά; Να έτσι κι έτσι. Ο δράκος με τα τρία κεφάλια θέλει να του πάω την αρραβωνιαστικιά μου στο χαμάμ το βράδυ για τα περαιτέρω και είμαι να σκάσω.
- Και γι αυτό στεναχωριέσαι βρε χαζέ; Aστο πάνω μας το θέμα. Εσύ κάτσε σπιτάκι σου με την αρραβωνιαστικιά σου και εμείς θα το τακτοποιήσουμε το ζήτημα, του είπανε τα παλικάρια με ένα χαμόγελο γεμάτο αυτοπεποίθηση, σαν υποψήφιου πολιτικού σε προεκλογικό talk show.
Ανακουφισμένος ο Ιβάν την έστησε από νωρίς έξω από το χαμάμ κρυμμένος πίσω από κάτι θάμνους και είδε το δράκο να μπαίνει σηκώνοντας κουρνιαχτό με τις φτερούγες του και μετά από λίγο καπάκι και τα τρία παλικάρια. Περίμενε κι αυτός με αγωνία να δει τι θα γίνει.
Οι ώρες όμως περνάγανε και ούτε φωνή ούτε ακρόαση από το χαμάμ. Τον Ιβάν τον είχανε ζώσει τα φίδια και είχε αρχίσει να μουδιάζει άσχημα ζαρωμένος πίσω από το θάμνο όπως ήτανε. Πάνω στο τρίωρο λοιπόν πήρε τη θαρραλέα απόφαση και ξετσούμισε. Aνοιξε την πόρτα του χαμάμ δειλά δειλά και βρέθηκε μπροστά στο εξής θέαμα:
Το ένα το παλικάρι είχε ακινητοποιήσει το δράκο και του κράταγε τα τρία κεφάλια, το δεύτερο κάτω από τις μασχάλες και το τρίτο ανάμεσα στα σκέλια του. Το δεύτερο παλικάρι τον πηδ**σε από πίσω και το τρίτο είχε σκύψει πίσω από το πρώτο, χάιδευε το μεσαίο κεφάλι του δράκου και του έλεγε με συμπονετική φωνή:
- Είδες μαλ*κα μου; Ενώ αν είχες ένα κεφάλι και τρεις κ*λους θα είχαμε τελειώσει προ πολλού και τώρα θα ήσουνα σπιτάκι σου.
Χειμώνας, νύχτα, κρύο και μια κυρία μεσήλικη καθώς πρέπει ταξιδεύει μόνη στον Ψηλορείτη.
Ξαφνικά μένει από βενζίνη και γύρω σκοτάδι χωρίς να περνάνε αυτοκίνητα, μέχρι που εμφανίζονται 2 βοσκοί πρόθυμοι να βοηθήσουν και η κυρία τους ζητάει βενζίνη...
- "Θα σου φέρουμε βενζίνη αρκεί να κάτσεις να σε γαμ**σουμε..."
- "Μα σας παρακαλώ είμαι σοβαρή κυρία, παντρεμένη με παιδιά δεν είναι σωστό αυτό που μου ζητάτε..."
- "Αν δεν θες να κάτσεις όλη νύχτα στο κρύο κάτσε να τον φας..."
- "Εντάξει αλλά θα φορέσετε προφυλακτικό για να μην πιάσω παιδί"
Τη γαμ***νε καλά καλά και οι 2 της φέρνουν βενζίνη και φεύγει...
Το επόμενο πρωί ξυπνάνε οι βοσκοί, ο ένας με χαμόγελο ευτυχίας και ο άλλος κατακίτρινος.
- "Πως σου φάνηκε το γα**σι Μανολιό;"
- "Καλό αλλά άσε με γιατί είμαι χάλια..."
- "Ηντά χεις Μανολιό κι είσαι κατακίτρινος;"
- "Εγώ θα βγάλω την καπότα να κατουρήσω, κι ας πιάσει παιδί...!"
Ήταν μια φορά ο Μάριος, ο Δημήτρης και ο Νίκος.
Ήταν φοιτητές στη Θεσσαλονίκη και έμεναν μαζί σε ένα διαμέρισμα. Μια μέρα λέει ο Μάριος στους άλλους δύο:
- Σήμερα θα φέρω ένα γκομενάκι και μάγκες πρέπει να την κάνετε. Φεύγουν αυτοί και όταν γυρίζουν βρίσκουν το διαμέρισμα διαλυμένο λες και είχε γίνει σεισμός. Κατάπληκτοι ρωτάνε τον Μάριο:
- Τι έγινε ρε μεγάλε; Πόσες φορές; - Δεκαπέντε.
- Και αυτή;
- Δεκαοχτώ.
- Καλά, είσαι ο άρχοντας του σεξ! Την επόμενη εβδομάδα λέει ο Δημήτρης:
- Κοιτάχτε παιδιά απόψε θα `ρθει εδώ ένα μωράκι που σαν κι αυτό δεν έχετε ξαναδεί. Κανονίστε να φύγετε από νωρίς. Έφυγαν λοιπόν αυτοί από νωρίς και όταν γύρισαν το διαμέρισμα ήταν λες και είχε περάσει τυφώνας.
- Πω πω ρε! Πόσες φορές;
- 22.
- Και αυτή;
- 25.
- Καλά, μιλάμε, είσαι δάσκαλος του σεξ. Θ` αρχίσουμε μαθήματα μαζί σου. Μετά από μια βδομάδα λέει και ο Νίκος:
- Απόψε είναι η σειρά μου να φέρω γκόμενα εδώ. Φύγετε όσο πιο νωρίς γίνεται. Οι άλλοι φύγανε και όταν γύρισαν το δωμάτιο ήταν σαν είχε πέσει ατομική βόμβα.
- Ρε τι έγινε εδώ; Πόσες φορές;
- 45 - Και αυτή; - Δεν ήρθε!
Πος σε ένα bar, κατά τις 11:00 το βράδυ, κάθεται και λέει στον barman:
- "Ένα ουίσκι με πάγο παρακαλώ"
- "Μάλιστα κύριε -ορίστε- το ποτό σας κάνει 50 δρχ!"
Τρελαμένος ο τύπος του λέει:
- "Μόνο 50 δρχ;"
- "Μάλιστα κύριε!" Μετά από κανένα 10λεπτο ξαναλέει ο πελάτης:
- "Μεγάλε πιάσε άλλο ένα ουίσκι."
- "Ορίστε κύριε -50 δρχ. έχει το ποτό σας" Ξανατρελαίνεται ο φίλος της ιστορίας μας αλλά -χωρίς να μπορεί να κάνει τίποτα- συνέχισε κανονικά το ποτό του. Το ίδιο σκηνικό συνεχίστηκε γύρω στις 10 φορές μέχρι που άρχισε να τρελαίνεται με τη συμπεριφορά το barman και έτσι τον ρωτά:
- Που είναι το αφεντικό σου; Θέλω να δω το αφεντικό σου! Πολύ ψύχραιμα ο barman του απαντάει:
- "Δεν γίνεται να το δείτε αυτή τη στιγμή, γιατί είναι "μέσα" και γαμάει τη γυναίκα μου!" Στα όρια της αυτοκτονίας ο πελάτης ρωτάει:
- "Καλά ρε, και σύ τι στο διάολο κάνεις εδώ;"
- "Του γαμάω την επιχείρηση, κύριε!"

Υλαρίσια σε ένα μαγαζί κατοικίδιων ζώων και βρίσκει τον τύπο που είναι ο ιδιοκτήτης :
- Γεια σας είμαι ζωντοχήρα και θα ήθελα ένα σκυλάκι για συντροφιά . - Α , αυτό το μαγαζί είναι για πολύ περίεργα και εξωτικά ζώα , και όχι κοινότυπα όπως σκύλους , γάτες και καναρίνια . Περάστε στο βάθος να σας δείξω κάτι καλό για την περίπτωσή σας . Πάνε λοιπόν σε κάτι πίσω απόμερα δωμάτια και :
- Να βλέπετε αυτός εδώ ο βάτραχος, είναι εκπαιδευμένος για στοματικό σεξ σε γυναίκες , θα σας ενθουσιάσει . - Μμμμμ , με σοκάρετε βέβαια , αλλά θα τον πάρω ! Τον παίρνει λοιπόν τον βάτραχο υπό μάλης η κυρία και βουρ στο σπίτι , κάνει αφρόλουτρα , ανάβει κεριά βγάζει σαμπάνια , ξαπλώνει , ανοίγει τα πόδια και τον βάζει εκεί ( γκούχου ) και περιμένει . Τίποτα , περνάει λίγη ώρα , τίποτα πάλι . Τον φέρνει πιο κοντά ( γκούχου ) απαλά . Ριάν ντε ριάν , νιέντε , μηδέν εις το πηλίκο . - Α , θα πάρω τηλέφωνο στο μαγαζί να διαμαρτυρηθώ ! Τηλεφωνεί και απαντά ο τύπος του μαγαζιού :
- Περικαλώ ; - Από σας πήρα πριν λίγο ένα βατραχάκι για χμμμμ . - Ναι σας θυμάμαι , τι πρόβλημα υπάρχει ; - Με κοροϊδέψατε , δεν κάνει τίποτα το παλιόζωο . - Καλά , έρχομαι αμέσως να δω . Μετά από λίγο ντριιιιιιιιιιιιιιιν το κουδούνι . Φορά ένα νυχτικό η κυρία και ανοίγει την πόρτα :
- Να ο βάτραχος δεν κάνει τίποτα . - Για δείξτε μου παρακαλώ . Γδύνεται αυτή , ξαπλώνει , τα ανοίγει και τον βάζει πάλι εκεί ( γκούχου γκούχου ) ο δε βάτραχος παντελώς άπραγος χάζευε . Ο τύπος βγάζει την γραβάτα και το πουκάμισο και λέει στον βάτραχο :
- Λοιπόν , θα στο δείξω πάλι , αλλά για τελευταία φορά !
Υπήρχε κάποτε μια γυναίκα που την ήθελε υπερβολικά ο Μπόμπος αλλά αυτή δεν του έδινε καμία καθόλου σημασία...
Εκείνη έφυγε και πήγε να γίνει καλογριά. Τότε ο Μπομπος απελπισμένος όπως ήταν την ακολούθησε. Μετά από πολλές αποτυχημένες προσπάθειες αποφάσισε να φύγει και τηλεφώνησε σε ταξί να έρθει να τον παραλάβει. Την στιγμή που πάει να μπει στο ταξί του λέει ο ταξιτζής. "Την γυναίκα που θέλεις μπορώ να σου πω πως να την κανείς δική σου. Κάθε νύκτα πηγαίνει στο νεκροταφείο κ ανάβει τα καντήλια... Να ντυθείς παπάς καινά πας να την αποκτήσεις"... Και έτσι και έγινε. Πήγε την νύκτα ντυμένος σαν παπάς, βρίσκει την γυναίκα και της λέει "σκύψε ευλογημένη" τότε η γυναίκα έσκυψε και ο Μπομπος της κάνει άγριο ερωτά. Όταν τελείωσε ο Μπομπος, βγάζει την ενδυμασία του παπα και της λέει "ΚΟΥΚΟΥ... ΜΠΟΜΠΟΣ" τότε ξαφνικά βγάζει και εκείνη τα ρούχα και του λέει... ..."ΚΟΥΚΟΥ Ο ΤΑΞΙΤΖΗΣ"