Κάποτε ήταν ένας κυνηγός και συζητούσε μ' έναν φίλο του:
- "Που λες, Αναστάσιε, μου 'τύχε μια φορά μια αρκούδα... πως να σου το πω, τέρας ολοζώντανο!
- "ʼντε ρε, εσύ τι έκανες τότε;"
- "Αρχικά, προσπάθησα να την πυροβολήσω, αλλά μου τελείωσαν οι σφαίρες!"
- "Σοβαρά! Και μετά τι έκανες;"
- "ʼΑρχισα και έτρεχα!"
- "Και η αρκούδα;"
- "Η αρκούδα με πήρε στο κυνήγι. Από μπροστά έτρεχα εγώ και από πίσω η αρκούδα. Και εκεί που τρέχαμε πάει η αρκούδα να με πιάσει και πλατς! Γλίστρησε... Εγώ, όπου φύγει- φύγει! Αλλά η αρκούδα ξανασηκώθηκε και άρχισε πάλι το κυνήγι, μέχρι που πλατς... εκεί που ετοιμαζόταν να με γραπώσει, έπεσε πάλι! Για να μη στα πολυλογώ το ίδιο συνέβαινε ξανά και ξανά μέχρι που τελικά κατόρθωσα να ξεφύγω!"
- "Πρέπει να είσαι πολύ γενναίος! Εγώ στη θέση σου θα τα είχα κάνει πάνω μου!"
- "Και που νομίζεις ότι γλύστραγε η αρκούδα..."

Είναι μαζεμένες ένα κοπάδι πεινασμένες νυχτερίδες μέσα σε μια σπηλιά και συζητάνε για τι άλλο, για το επίμαχο θέμα της τροφής.
Ξαφνικά μπαίνει μια νέα νυχτερίδα στη σπηλιά και είναι όλο το μουσούδι της πασαλειμμένο με φρέσκο αίμα. Κοιτάει ψηλά στο ταβάνι της σπηλιάς, βρίσκει μια άδεια θέση να παρκάρει, κρεμιέται και ετοιμάζεται για ύπνο.
Δεν αργούν όμως να την πάρουν χαμπάρι οι άλλες που η γαργαλιστική μυρουδιά του αίματος τους έχει σπάσει τη μύτη.
- Που το βρήκες βρε συ το αίμα; τη πιέζουνε να τους πει.
Η τυχερή - άτυχη νυχτερίδα προσπαθεί με κάθε τρόπο να τις πείσει να την αφήσουν ήσυχη να κοιμηθεί, αλλά που αυτές. "Πες μας" και "Πες μας" οι πεινασμένες νυχτερίδες την φέρνουνε στο αμήν.
- Ακολουθείστε με!, τους λέει στο τέλος και αναγκάζεται να ξεβολευφτεί και να βγει από τη σπηλιά. Από πίσω της ακολουθούν εκατοντάδες.
Όλος αυτός ο πεινασμένος συρφετός περνάει μια μεγάλη πεδιάδα, ένα ποτάμι και φτάνει σε ένα μεγάλο και πυκνό δάσος. Εδώ η πρώτη νυχτερίδα κόβει ταχύτητα και αμέσως την περιτριγυρίζουνε όλες οι φίλες της οι οποίες κυριολεκτικά κρέμονται απ το στόμα της.
- Λοιπόν, λοιπόν, λοιπόν; τη ρωτάνε με ανυπομονησία.
- Βλέπετε εκείνο το κάστρο στο βουναλάκι; τους ρωτάει αυτή δείχνοντας ένα τεράστιο παλιό κάστρο.
- Ναι, ναι, ναι, φωνάζουνε οι άλλες.
- Ε λοιπόν εγώ ΔΕΝ ΤΟ ΕΙΔΑ!
·Ένας σκύλος μπαίνει σε ένα κρεοπωλείο, πλησιάζει τον χασάπη και του γαυγίζει.
Ο χασάπης τον ρωτάει τι θέλει. Ο σκύλος πηγαίνει εκεί που ήταν το χοιρινό και γαυγίζει. Ο χασάπης πάλι με την σειρά του τον ρωτάει πόσες χοιρινές μπριζόλες θέλει. Ο σκύλος γαυγίζει τέσσερις φορές, και αμέσως πηγαίνει δίπλα στο ταμείο για να πάρει το ανάλογο ποσό ο χασάπης από το πορτοφόλι που είχε
Στο περιλαίμιο του. Ο χασάπης παίρνει τα χρήματα και φορτώνει το σκύλο με το κρέας.
Παραξενευμένος ένας πελάτης αποφασίζει να παρακολουθήσει το σκύλο. Μετά από μερικά τετράγωνα, ο σκύλος πηγαίνει σε κάποιο σπίτι και γρατζουνά την πόρτα.
Και μετά από λίγο το αφεντικό του, του ανοίγει την πόρτα.
Ενθουσιασμένος ο παρατηρητής φωνάζει στο αφεντικό του σκύλου:
- Κύριε μου έχετε ένα πολύ έξυπνο σκύλο!
- Μπα, δεν είναι και τόσο έξυπνο... πάλι ξέχασε τα κλειδιά του...