Ήταν ένας ελέφαντας και ένα μυρμήγκι και είχαν μόνο ένα εισητήριο για το σινεμά.
- Μην σε νοιάζει, λέει ο ελέφαντας, θα σε κρύψω πίσω από το αυτί μου για να μην σε δουν.
Πάει ο ελέφαντας να μπει στο σινεμά:
- Γειά σας, λέει ο τύπος που ελέγχει τα εισητήρια.
- Γειά σας, λέει ο ελέφαντας.
- Μόνος σας είστε;
- Ναι, είμαι μόνος μου.
- Και αυτός πίσω από το αυτί σας ποιός είναι;
Πάνε πάλι πίσω.
- Θα σε κρύψω στην προβοσκίδα μου, λέει ο ελέφαντας.
Ξαναπηγαίνουν στο σινεμά:
- Γειά σας, λέει ο τύπος που ελέγχει τα εισητήρια.
- Γειά σας, λέει ο ελέφαντας.
- Μόνος σας είστε;
- Ναι, είμαι μόνος μου.
- Και αυτός στην προβοσκίδα σας ποιός είναι;
Πάνε πάλι πίσω.
- Να δοκιμάσουμε να σε κρύψω εγώ κάπου; ρωτάει ο μυρμήγκι.
- Ναι, αλλά δεν νομίζω να πετύχει, λέει ο ελέφαντας.
Πιάνει το μυρμήγκι και τυλίγει τον ελέφαντα με αλουμινόχαρτο.
Πάνε πάλι στο σινεμά:
- Γειά σας, λέει ο τύπος που ελέγχει τα εισητήρια.
- Γειά σας, λέει το μυρμήγκι.
- Μόνος σας είστε;
- Ναι, είμαι μόνος μου.
- Και αυτό εδώ τί είναι;
- Μυστήριος είσαι, ρε φίλε! λέει το μυρμήγκι. Να μην φέρω και ένα σαντουιτσάκι για το διάλειμμα;
Περί Γυμναστικής:
Η γιαγιά μου άρχισε να περπατά 5χλμ την μέρα όταν ήταν 60. Σήμερα είναι 97 χρονών, και δεν έχουμε ιδέα που στο καλό είναι!
Ο μόνος λόγος που θα μπορούσα να ξεκινήσω τζόκινγκ είναι για να ξανακούσω λαχάνιασμα.
Γράφτηκα σε ένα γυμναστήριο πέρσι, έσκασα 400 ευρώ, και δεν έχω χάσει γραμμάριο. Δηλαδή πρέπει να πηγαίνω κιόλας;
Εγώ ξεκινάω την γυμναστική πολύ νωρίς το πρωί, γιατί αλλιώς ο εγκέφαλος μου συνειδητοποιεί τι κάνω.
Δεν γυμνάζομαι καθόλου. Αν ο Θεός ήθελε να αγγίζουμε τα δάχτυλα των ποδιών μας, θα τα έβαζε κάπου πιο κοντά στα χέρια μας.
Μου αρέσουν οι μακρινοί περίπατοι, ειδικά όταν τους κάνουν τα άτομα που με ενοχλούν.
Έχω αγύμναστους μηρούς, αλλά ευτυχώς το στομάχι μου τους καλύπτει.
Το πλεονέκτημα του να γυμνάζεσαι καθημερινά είναι ότι πεθαίνεις υγιέστερος.
Δεν κάνω ποτέ τζόκινγκ. Κάνει τον πάγο να αναπηδά στο ποτήρι μου.

Καλοκαίρι. Ζέστα. Μεσημέρι.
Ο μέρμηγκας, με ένα φανελάκι εργασίας, μούσκεμα στον ιδρώτα, σέρνει ένα τεράστιο στάχυ.
Ησυχία.
Έξαφνα, από τη γωνία εμφανίζεται ένα раjеrо turbo intercooler.
Στρίβει με χειρόφρενο και σταματάει απότομα μπροστά στον σαστισμένο μέρμηγκα.
Μέσα στο раjеrо, ο τζίτζικας με γυαλικά ηλίου, βερμούδα με φοινικόδεντρα, δύο πληθωρικές γκόμενες στο πλάι και τις σανίδες του surf στην οροφή.
- Μέρμηγκα, άντε άστα και φύγαμε για windsurfing. ʼντε, παράτα τα, τα κάνεις αύριο.
Ο μέρμηγκας ρίχνει ένα κουρασμένο βλέμμα στον τζίτζικα. Κάπου την έχει ξανακούσει αυτή την ατάκα, ίσως λίγο παραλλαγμένη.
- Δεν μπορώ, μάστορα, έχω δουλειά να κάνω. Πρέπει να προετοιμαστώ για το χειμώνα. Πήγαινε εσύ.
Ο τζίτζικας σηκώνει τους ώμους, το раjеrо σπινάρει και χάνεται στον ορίζοντα.
Μεσημέρι της επομένης. Ο μέρμηγκας, και πάλι ιδρωμένος σέρνει ένα τεράστιο λοβό μπιζελιού.
Νέκρα. Από τη στροφή πετάγεται το γνωστό раjеrо.
- Μάστορα, παράτα τα, πήδα μέσα, από δω η Σούζη και η Μαίρη, έλα πάμε για jet-ski ...
Χειμώνας. Παγωνιά. Χιόνι. Ο μέρμηγκας, στη ζέστα του τζακιού του, μαζί με τη γυναίκα του και τα παιδιά του, απολαμβάνουν τη θαλπωρή.
Τα ξύλα τριζοβολούν πάνω από τη θράκα. Έξαφνα, το κουδούνι της πόρτας κτυπάει.
- Ασε, θα ανοίξω εγώ, λέει η γυναίκα του μέρμηγκα. Κάθε χρόνο η ίδια ιστορία. Μόνο αυτός μπορεί να είναι...
Η πόρτα ανοίγει. Ο τζίτζικας, με τη στολή και τα γυαλιά του σκι, κασκόλ, και στο υπόβαθρο το раjеrо με αλυσίδες στους τροχούς.
- Που είναι ο φίλος μου ο μέρμηγκας, φωνάζει. Θέλω το μέρμηγκα.
Ο μέρμηγκας πλησιάζει την πόρτα.
- Έλα, ντύσου, πάμε για σκι, άντε τι κάθεσαι, άντε.
- Δεν μπορώ μάστορα, πρέπει να μείνω με την οικογένεια, έχω υποχρεώσεις, δεν μπορώ ...
Ο τζίτζικας σηκώνει τους ώμους, και γυρνάει να φύγει.
Ο μέρμηγκας κάνει να γυρίσει προς τα μέσα, κοντοστέκεται, ξαναγυρνά προς το раjеrо και λέει του τζίτζικα:
- Και αν τυχόν συναντήσεις τον Αίσωπο, πες του ΝΑ ΠΑΕΙ ΝΑ ΓΑΜΗΘΕΙ!
Στην κεντρική πλατεία ενός χωριού ήταν δύο αγάλματα. Ένα αντρικό και ένα γυναικείο.
Επειδή λοιπόν τα αγάλματα αυτά ήταν πολύ αγαθά και θεοσεβούμενα, μια μέρα ο Θεός έστειλε έναν άγγελο να τους πραγματοποιήσει μια ευχή. Αυτά απο κοινού αποφασίσαν ότι θα ήθελαν μισή ώρα μόνα τους, ύστερα από αιώνες απόλυτης ακινησίας.
Κοιτάχτηκαν ντροπαλά στα μάτια και προχωρήσαν προς κάτι θάμνους.
Μέσα σε δευτερόλεπτα οι θάμνοι εκεί άρχισαν να σείονται στο ρυθμό τους.
Μετά από δεκαπέντε λεπτά, τα αγάλματα επέστρεψαν μπροστά στον άγγελο.
"Εχετε ακόμη δεκαπέντε λεπτά", τους είπε ευγενικά.
Και τότε γυρνάει ο άντρας στη γυναίκα και λέει:
"Ωραία, σειρά σου να κρατάς το περιστέρι ενώ εγώ θα χέζω πάνω του."

Κάποια ηλιόλουστη μέρα, η Κοκκινοσκουφίτσα αποφάσισε (σύμφωνα με το λαϊκό μύθο) να επισκεφτεί τη γιαγιά της.
Ο δρόμος ο οποίος περνούσε μέσα από το δάσος, ήταν γεμάτος αγριολούλουδα, και ήταν φυσικό να προσελκύσει το ενδιαφέρον της μικρής Κοκκινοσκουφίτσας. Έτσι, ενώ πέρναγε μέσα από το δάσος, έψαχνε πίσω από δέντρα και θάμνους για να βρει αγριολούλουδα να πάει στη γιαγιά της.
Σε κάποια στιγμή, στρίβει πίσω από μία οξιά και αντικρίζει τον κακό λύκο. Με αφελές ύφος, τον ρωτάει...
- Λύκε λύκε, γιατί έχεις τόσο μεγάλα μάτια;
- Για να σε βλέπω καλύτερα, απαντάει βιαστικά ο λύκος και την κοιτάει αγριεμένα.
Η Κοκκινοσκουφίτσα διστάζει λίγο, αλλά γρήγορα φεύγει προς την αντίθετη κατεύθυνση, για να ξαναρχίσει την συλλογή αγριολούλουδων. 20 μέτρα πιο κάτω, και ενώ ακολουθεί μια συστάδα αγριολούλουδων πίσω από ένα πουρνάρι, ξαναπέφτει πάνω στον κακό λύκο. Και πάλι με αφελέστατο ύφος, η Κοκκινοσκουφίτσα ρωτάει...
- Λύκε λύκε, γιατί έχεις τόσο μεγάλα αυτιά;
- Για να σε ακούω καλύτερα, λέει με ακόμα πιο αγριεμένο ύφος ο κακός λύκος.
Η ιστορία επαναλαμβάνεται, και η Κοκκινοσκουφίτσα επιστρέφει στο μάζεμα. Λίγο πιο κάτω, πίσω από κάτι βράχους, η Κοκκινοσκουφίτσα συναντάει για ακόμα μία φορά τον κακό λύκο. Έχει αρχίσει να ψυλλιάζεται τη δουλειά, και μπαίνει γρήγορα στο νόημα...
- Λύκε λύκε, γιατί έχεις τόσο μεγάλη μύτη;
- Για να σε μυρίζω καλύτερα, απαντάει ο λύκος που με δυσκολία πλέον κρατούσε την οργή του!
Η Κοκκινοσκουφίτσα, συνηθισμένη πλέον, φεύγει αδιάφορη για να ασχοληθεί και πάλι με τα αγριολούλουδα. Σε κάποια στιγμή, και ενώ το καλάθι της είχε σχεδόν γεμίσει, βλέπει μία σπηλιά και μπαίνει μέσα. Εκεί, (για φαντάσου) συναντά και πάλι τον κακό το λύκο, ο οποίος έδειχνε προκλητικά τα δόντια του. Η Κοκκινοσκουφίτσα αμέσως ρωτάει...
- Λύκε λύκε, γιατί έχεις τόσο μεγάλα δόντια;
Και ο λύκος...
- Θα με αφήσεις, γα** το φελέκι μου, να χέσω με την ησυχία μου επιτέλους;
Ειναι ένας άνθρωπος ο οποίος πηγαίνει στη δουλειά του και περνά με τα πόδια έξω από ένα μαγαζί πτηνών.
Έξω από το μαγαζί είναι ένας παπαγάλος ο οποίος βλέπει τον άνθρωπο και λέει:
- Γειά σου, βλάκα.
"Μπα, δεν θα το είπε σε εμένα", λέει από μέσα του και φεύγει.
Την άλλη μέρα το ίδιο.
Την άλλη μέρα πάλι το ίδιο ώσπου μπαίνει στο μαγαζί και λέει ότι αν τον ξαναπεί ο παπαγάλος έτσι, θα κάνει μήνυση.
Την άλλη μέρα τον ξανάλέει ο παπαγάλος "βλάκα" εκείνος μπαίνει στο μαγαζί και τον αγοράζει.
Τον βάζει σε ένα σακί και τον κλείνει στο πορτμπαγκάζ.
Αρχίζει να τρέχει κάνοντας μανούβρες και απότομα φρεναρίσματα.
Φτάνει σε μία ερημιά, βγάζει το σακί και αρχίζει να κοπανάει τον παπαγάλο στα βράχια.
Κοπανάει μέχρι να κουραστεί, μετά ανοίγει το σακί και βγαίνει ο παπαγάλος ξεπουπουλιασμένος και λέει:
- Για δες μετά από τέτοιο σεισμό μόνο εγώ και ο βλάκας μείναμε!
Είναι τώρα ο λαγός στο δάσος και πάει με το μηχανάκι στη δουλειά του, στο δρόμο συναντάει τον τροχονόμο του δάσους την αλεπού που τον έχει άχτι, τον σταματάει και το ρωτάει:
" Λαγέ γιατί δεν φοράς κράνος; Μα δεν έχεις;" του λέει και τον αρχίζει στης καρπαζιές. Την επόμενη φορά το ίδιο, το ίδιο και το ίδιο, τον είχε ταράξει στη φάπα το λαγό. Μια και δυο ο λαγός πάει και το λέει στο λιοντάρι... "
Λιοντάρι μου το και το η αλεπού, όπου με βλέπει χωρίς κράνος με βαράει και το κάνει μόνο σε μένα, όλα τα άλλα ζώα τα αφήνει ελεύθερα να τριγυρνούν μες στο δάσος, κάνε κάτι να με βοηθήσεις. Πιάνει το λιοντάρι την αλεπού και της λέει:
"Αλεπού αν θες να βαράς το λαγό κάνε το πιο διακριτικά..."
"Δηλαδή;" λέει η αλεπού. "Να την επόμενη φορά που θα σταματήσεις το λαγό στείλ’ τον για τσιγάρα αυτός θα σου φέρει σκληρό τότε βάρεσε τον γιατί ήθελες μαλακό..."
"Εντάξει"
Λέει η αλεπού. Την άλλη μέρα σταματάει η αλεπού το λαγό και του λέει:
"Λαγέ πήγαινε και πάρε μου τσιγάρα"
"Σκληρό η μαλακό;"
Λέει ο λαγός και του λέει η αλεπού:
"Ρε πούστη γιατί δε φοράς κράνος; άρπατες..."