Μια μέρα στη ζούγκλα τα ζώα παίζανε ποδόσφαιρο με τα έντομα.
Το πρώτο ημίχρονο έληξε με σκορ 39-0 με σκόρερ τον ελέφαντα. Το δεύτερο ημίχρονο άρχισε με μια αλλαγή για την ομάδα των εντόμων. Βγήκε η σφήκα και μπήκε η σαρανταποδαρούσα. Από τα πρώτα λεπτά του δεύτερου ημιχρόνου η ομάδα των εντόμων άρχισε να σκοράρει. Η σαρανταποδαρούσα έκανε καλή δουλειά, τρέχοντας πάνω κάτω. Τέλεια στην άμυνα, Περίφημη στην οργάνωση. Και πολύ καλή στην επίθεση σαν κεντρικός κυνηγός. Σκόραρε όλα τα γκολ για την ομάδα της. Τελικά ο αγώνας έληξε με 39-41 με νικητή την ομάδα των εντόμων. Όταν αποσύρονταν στα αποδυτήρια ο αρχηγός της ομάδας των ζώων, συζητούσε με τον αρχηγό της ομάδας των εντόμων.
- Η σαρανταποδαρούσα είναι τέλειος παίκτης, γιατί δεν την χρησιμοποίησες από το πρώτο ημίχρονο; -Καλή αλλά, χρειάζεται πάνω από μίση ώρα να φορέσει τα παπούτσια της!?

Βαρβάτος κόκορας εισέρχεται σε κοτέτσι και αρχίζει ασταμάτητα να πηδάει τις κότες. Σε μερικές ώρες όλες τις κότες τρεκλίζουν, λιποθυμούν και μερικέςαποδημούν. Την άλλη μέρα τα αφεντικά του κοτετσιού βλέποντας την κατάσταση τον χαρίζουν σε άλλο κοτέτσι όπου επαναλαμβάνονται τα ίδια. Αγανακτισμένοι και οι νέοι ιδιοκτήτες του συμβουλεύονται ειδικούς οι οποίοι τον παίρνουν μαζί τους στην ζούγκλα. Ο βαρβάτος κόκορας συνεχίζει και εκεί τα ίδια:
Πηδάει ασταμάτητα τίγρεις, ελέφαντες, λιοντάρια, ύαινες κλπ. Δεν πηδάει μόνο μια ζέμπρα που ανεβαίνει επάνω της, κάτι της λέει στο αυτί και φεύγει.
Περίεργοι οι ειδικοί, αφού είδαν αυτό να επαναλαμβάνεται 2-3 φορές, τοποθετούν ένα κοριό (μικρόφωνο) στο αυτί της ζέμπρας και την επόμενη φορά που ο κόκορας ανεβαίνει επάνω της, ακούν:
- Που θα πάει βρε πούστη γάιδαρε, δεν θα βγάλεις τις πιτζάμες να σε πηδήξω;

Μια φορά που λέτε ξυπνάει ένας Χριστιανός και βλέπει από το παράθυρό του έναν άγριο γορίλα να έχει ανεβεί σε ένα πεύκο που είχε στο κήπο του και να γρυλλίζει απειλητικά. Ο τύπος τα χρειάστηκε και άνοιξε το Χρυσό Οδηγό μπας και βρει κάποιον ειδικό να τον απαλλάξει από το αναπάντεχο πρόβλημα.
Ανέλπιστα, κοιτάζοντας στον πρώτο τόμο στο Γ , βλέπει ένα επάγγελμα ΄Γοριλο - εξολοθρευτής - ταχύτητα, αποτελεσματικότητα, οικονομία . Αμέσως παίρνει τηλέφωνο, δίνει τα αναγκαία στοιχεία και σε ένα τέταρτο χτυπάει την πόρτα του ένας τύπος, ντυμένος με στολή της λεγεώνας των ξένων και εξοπλισμένος με ένα ντουφέκι, ένα δίχτυ και κουβαλώντας και έναν άγριο σκύλο.
- Εσείς με καλέσατε; τον ρωτάει και όταν του απαντάει καταφατικά και του δείχνει τον γορίλα στο δέντρο, ο παράξενος εξολοθρευτής του λέει αργά και παραστατικά:
- Λοιπόν ακούστε πως θα γίνει η δουλειά. Θα ανεβώ στο δέντρο και θα αρχίσω να το τραντάζω δυνατά. Κάποια στιγμή θα χάσει την ισορροπία του ο γορίλας και θα πέσει κάτω. Αμεσα ο καλά εκπαιδευμένος σκύλος θα χιμήξει και θα τον δαγκώσει σε ευαίσθητο σημείο. Τότε εσείς θα ρίξετε το δίκτυ πάνω στον παραλυμένο γορίλα και εγώ θα κατέβω και θα τον δέσω.
Και λέγοντας αυτά τα λόγια αρχίζει να σκαρφαλώνει στο δένδρο. Ο άνθρωπός μας, παραξενευμένος του φωνάζει από μακριά:
- Καλά και το ντουφέκι που χρειάζεται;
Ο εξολοθρευτής, χωρίς να σταματήσει να σκαρφαλώνει, του λέει:
- Κοίτα καμμιά φορά, όπως κουνάω το δένδρο, θυμώνει ο γορίλας και κουνάει κι αυτός πιο δυνατά, οπότε είμαι ΕΓΩ που πέφτω. Σ αυτή την περίπτωση πυροβολάς τον σκύλο !
Μια μέρα ξεκίνησε ο μπαμπάς χελώνα, η μαμά χελώνα και το χελωνάκι να πάνε για πικνίκ σε απόσταση ενός χιλιομέτρου.
Αφού λοιπόν, για να φτάσουν στον προορισμό τους, πέρασαν δέκα χρόνια, κάθισαν να φάνε. Εκεί που άνοιξε η μαμά χελώνα το μπόλ με τα κεφτεδάκια διαπίστωσε ότι ξέχασε να πάρει μαζί της το νερό, το λέει στον μπαμπά χελώνα και αποφασίζουν να στείλουν το μικρό χελωνάκι να πάει να φέρει απο το σπίτι το νερό. Προτού ξεκινήσει το μικρό χελωνάκι να πάει να φέρει το νερό, τους λέει:
- Εγώ θα πάω, αλλά αν βάλει κανένας χέρι στα κεφτεδάκια, δέν πάω!
Μετά απο είκοσι δύο χρόνια δέ φάνηκε το μικρό χελωνάκι και ο πατέρας χελώνα λέει:
- Εγώ αρχίζω να τρώω γιατί με έχει κόψει η πείνα.
Τότε η μαμά χελώνα άρχισε να φέρνει αντιρρήσεις, αλλά με λίγη δυσκολία εκείνος κατάφερε να την πείσει.
Κάποια στιγμή αφου είχαν φάει απο πέντε κεφτεδάκια ο καθένας, πετάγεται πίσω απο τους θάμνους το μικρό χελωνάκι και τους λέει:
- Έτσι είστε έ; Τρώτε τα κεφτεδάκια! Δέν πάω για νερό!
Ένας διαρρήκτης μπουκάρει τις μικρές ώρες σε μια βίλα κάπου στην Εκάλη. Μόλις είχε αρχίσει να κάνει τα πρώτα δειλά βήματα στα σκοτεινά, ακούει μια φωνή να λέει "Ο ΘΕΟΣ ΣΕ ΒΛΕΠΕΙ!" και μένει κάγκελο.
Μουδιασμένος και ακουμπώντας σε ένα τοίχο, μένει ακίνητος κρατώντας ακόμα και την αναπνοή του για 2 λεπτά, αλλά δεν ακούει κανένα θόρυβο. Δειλά, δειλά κάνει ένα μικρό βηματάκι.
- Ο ΘΕΟΣ ΣΕ ΒΛΕΠΕΙ ΤΩΡΑ! ακούει πάλι τη φωνή, αυτή τη φορά πιο δυνατά και αυστηρά από πριν.
Χεσμένος από το φόβο του, ανάβει το φακό του και αρχίζει να ψάχνει από που έρχεται αυτή η φωνή. Δεν αργεί να εντοπίσει ένα μεγάλο παπαγάλο σε ένα κλουβί που κρεμόταν στο τοίχο και γυάλιζε το μάτι του στο δυνατό φως του φακού.
Διαρρήκτης: Εσύ μίλησες;
Παπαγάλος: Ναι εγώ και είπα ότι ο Θεός σε βλέπει τώρα που μπήκες να κλέψεις.
Δια: Α να χαθείς βλάκα και με κοψοχόλιασες! Μιλάς όμως πολύ καλά και καθαρά.
Παπ: Φυσικά και μιλάω καλά. Τι στο καλό είμαι και 50 χρονών!
Δια: Εντυπωσιακό. Το είχα καταλάβει ότι κάτι παράξενο συνέβαινε εδώ μέσα. Και δεν μου λες, πώς σε λένε;
Παπ: Μήτσο με λένε και μένω εδώ.
Δια: Χα χα, Μήτσο; Καλά παρανοϊκό όνομα για παπαγάλο!
Παπ: Μπααα, μη το λες. Πιο παρανοϊκό είναι το Θεός για πάνθηρα!
Μια μέρα μπαίνει ένας γάιδαρος μέσα σε ένα μπαρ και φαινόταν πολύ στεναχωρημένος.
Ζητάει ένα ποτό το πίνει και αρχίζει να κλαίει. Έκλαιγε μια ώρα, δυο ώρες, τρεις ώρες και δεν σταματούσε. Τα παίρνει ο μπάρμαν και αρχίζει να τον παρακαλάει, βρε καλέ μου, βρε χρυσέ μου, δεν πειράζει, κάνε κουράγιο, ότι κι αν είναι θα περάσει, τίποτε αυτός. Αφού τα δοκίμασε όλα ο μπάρμαν, λέει στους πελάτες πως όποιος κάνει το γάιδαρο να σταματήσει να κλαίει θα του δώσει 50 χιλιάρικα. Σηκώνεται τότε ένας, πλησιάζει τον γάιδαρο, του ψιθυρίζει κάτι στο αυτί και αυτός ξεκαρδίζεται στα γέλια. Δίνει ο μπάρμαν τα πενήντα χιλιάρικα στον πελάτη. Ο γάιδαρος όμως συνέχισε να γελάει και δεν σταματούσε με τίποτα. Μετά από καμιά ώρα και αφού τα είχε πάρει άγρια ο μπάρμαν, ξαναφωνάζει στους πελάτες πως όποιος κάνει το γάιδαρο να σταματήσει να γελάει θα έχει άλλα πενήντα. Ξανασηκώνεται ο ίδιος πελάτης, ψιθυρίζει κάτι στο αυτί του γαιδάρου και βγαίνουν έξω από το μπαρ. Μετά από λίγα λεπτά μπαίνουν μέσα και ο γάιδαρος ξαναρχίζει να κλαίει. Αγανακτισμένος ο μπάρμαν δίνει τα λεφτά στον πελάτη αλλά τον ρωτάει τι είπε στο γάιδαρο και τον έκανε στην αρχή να γελάει και μετά να κλαίει. Οπότε του λέει ο πελάτης:
Στην αρχή του είπα πως τον έχω μεγαλύτερο από τον δικό του. Και μετά; ρωτάει ο μπάρμαν. Και μετά του τον έδειξα.