Έκανε τη βόλτα του ο τύπος στον ήσυχο αγροτικό δρόμο κι εκεί που πήγαινε, τσουπ, του ξεπετάγεται ένα κοτοπουλάκι.
Δεν πρόλαβε να το αποφύγει, το χτυπάει και το κοτοπουλάκι εξαφανίζεται μέσα σ ένα σύννεφο από πούπουλα και φτερά.
Σταματάει, πάει στο παρακείμενο αγρόκτημα, χτυπάει την πόρτα, βγαίνει ο αγρότης.
- Λυπάμαι πολύ, λέει ο οδηγός, αλλά σκότωσα ένα κοτοπουλάκι σας και θέλω να σας το αντικαταστήσω.
- Κάνε ό,τι καταλαβαίνεις, λέει ο αγρότης. Οι κλώσσες είναι στο κοτέτσι, πίσω απ το σπίτι.
Τα δύο περιστέρια είναι φίλοι , αλλά εντελώς αντίθετοι χαρακτήρες . Ο ένας , είναι αληταράς , πότης , γυναικάς και ξενύχτης και ο άλλος ήσυχος , μετρημένος και σοβαρός .
Όπως είναι φυσικό , όταν το πρώτο πεθαίνει , πάει στην κόλαση . Μετά από χρόνια , όπως κάνει βόλτα , ξαφνικά , βλέπει τον φίλο του.
Τρελαίνεται!
" Ρε συ " του λέει , " εσύ εδώ ; Μα πώς είναι δυνατόν ; Καλά εγώ . Δεν είχα αφήσει μπαρ για μπαρ και περιστέρα για περιστέρα . Αλλά εσύ , που ήσουν υπόδειγμα ; "
" Ε , " απαντά το άλλο περιστέρι , " τι να κάνω ; Μια φορά στη ζωή μου ήπια κι εγώ ένα ουζάκι , ζαλίστηκα , πήγα να διπλαρώσω μία και αποδείχθηκε ότι ήταν ... το Aγιο Πνεύμα !
Μια φορά που λέτε ξυπνάει ένας Χριστιανός και βλέπει από το παράθυρό του έναν άγριο γορίλα να έχει ανεβεί σε ένα πεύκο που είχε στο κήπο του και να γρυλλίζει απειλητικά. Ο τύπος τα χρειάστηκε και άνοιξε το Χρυσό Οδηγό μπας και βρει κάποιον ειδικό να τον απαλλάξει από το αναπάντεχο πρόβλημα.
Ανέλπιστα, κοιτάζοντας στον πρώτο τόμο στο Γ , βλέπει ένα επάγγελμα ΄Γοριλο - εξολοθρευτής - ταχύτητα, αποτελεσματικότητα, οικονομία . Αμέσως παίρνει τηλέφωνο, δίνει τα αναγκαία στοιχεία και σε ένα τέταρτο χτυπάει την πόρτα του ένας τύπος, ντυμένος με στολή της λεγεώνας των ξένων και εξοπλισμένος με ένα ντουφέκι, ένα δίχτυ και κουβαλώντας και έναν άγριο σκύλο.
- Εσείς με καλέσατε; τον ρωτάει και όταν του απαντάει καταφατικά και του δείχνει τον γορίλα στο δέντρο, ο παράξενος εξολοθρευτής του λέει αργά και παραστατικά:
- Λοιπόν ακούστε πως θα γίνει η δουλειά. Θα ανεβώ στο δέντρο και θα αρχίσω να το τραντάζω δυνατά. Κάποια στιγμή θα χάσει την ισορροπία του ο γορίλας και θα πέσει κάτω. Αμεσα ο καλά εκπαιδευμένος σκύλος θα χιμήξει και θα τον δαγκώσει σε ευαίσθητο σημείο. Τότε εσείς θα ρίξετε το δίκτυ πάνω στον παραλυμένο γορίλα και εγώ θα κατέβω και θα τον δέσω.
Και λέγοντας αυτά τα λόγια αρχίζει να σκαρφαλώνει στο δένδρο. Ο άνθρωπός μας, παραξενευμένος του φωνάζει από μακριά:
- Καλά και το ντουφέκι που χρειάζεται;
Ο εξολοθρευτής, χωρίς να σταματήσει να σκαρφαλώνει, του λέει:
- Κοίτα καμμιά φορά, όπως κουνάω το δένδρο, θυμώνει ο γορίλας και κουνάει κι αυτός πιο δυνατά, οπότε είμαι ΕΓΩ που πέφτω. Σ αυτή την περίπτωση πυροβολάς τον σκύλο !
Μια μέρα ξεκίνησε ο μπαμπάς χελώνα, η μαμά χελώνα και το χελωνάκι να πάνε για πικνίκ σε απόσταση ενός χιλιομέτρου.
Αφού λοιπόν, για να φτάσουν στον προορισμό τους, πέρασαν δέκα χρόνια, κάθισαν να φάνε. Εκεί που άνοιξε η μαμά χελώνα το μπόλ με τα κεφτεδάκια διαπίστωσε ότι ξέχασε να πάρει μαζί της το νερό, το λέει στον μπαμπά χελώνα και αποφασίζουν να στείλουν το μικρό χελωνάκι να πάει να φέρει απο το σπίτι το νερό. Προτού ξεκινήσει το μικρό χελωνάκι να πάει να φέρει το νερό, τους λέει:
- Εγώ θα πάω, αλλά αν βάλει κανένας χέρι στα κεφτεδάκια, δέν πάω!
Μετά απο είκοσι δύο χρόνια δέ φάνηκε το μικρό χελωνάκι και ο πατέρας χελώνα λέει:
- Εγώ αρχίζω να τρώω γιατί με έχει κόψει η πείνα.
Τότε η μαμά χελώνα άρχισε να φέρνει αντιρρήσεις, αλλά με λίγη δυσκολία εκείνος κατάφερε να την πείσει.
Κάποια στιγμή αφου είχαν φάει απο πέντε κεφτεδάκια ο καθένας, πετάγεται πίσω απο τους θάμνους το μικρό χελωνάκι και τους λέει:
- Έτσι είστε έ; Τρώτε τα κεφτεδάκια! Δέν πάω για νερό!
Μια μέρα μπαίνει ένας γάιδαρος μέσα σε ένα μπαρ και φαινόταν πολύ στεναχωρημένος.
Ζητάει ένα ποτό το πίνει και αρχίζει να κλαίει. Έκλαιγε μια ώρα, δυο ώρες, τρεις ώρες και δεν σταματούσε. Τα παίρνει ο μπάρμαν και αρχίζει να τον παρακαλάει, βρε καλέ μου, βρε χρυσέ μου, δεν πειράζει, κάνε κουράγιο, ότι κι αν είναι θα περάσει, τίποτε αυτός. Αφού τα δοκίμασε όλα ο μπάρμαν, λέει στους πελάτες πως όποιος κάνει το γάιδαρο να σταματήσει να κλαίει θα του δώσει 50 χιλιάρικα. Σηκώνεται τότε ένας, πλησιάζει τον γάιδαρο, του ψιθυρίζει κάτι στο αυτί και αυτός ξεκαρδίζεται στα γέλια. Δίνει ο μπάρμαν τα πενήντα χιλιάρικα στον πελάτη. Ο γάιδαρος όμως συνέχισε να γελάει και δεν σταματούσε με τίποτα. Μετά από καμιά ώρα και αφού τα είχε πάρει άγρια ο μπάρμαν, ξαναφωνάζει στους πελάτες πως όποιος κάνει το γάιδαρο να σταματήσει να γελάει θα έχει άλλα πενήντα. Ξανασηκώνεται ο ίδιος πελάτης, ψιθυρίζει κάτι στο αυτί του γαιδάρου και βγαίνουν έξω από το μπαρ. Μετά από λίγα λεπτά μπαίνουν μέσα και ο γάιδαρος ξαναρχίζει να κλαίει. Αγανακτισμένος ο μπάρμαν δίνει τα λεφτά στον πελάτη αλλά τον ρωτάει τι είπε στο γάιδαρο και τον έκανε στην αρχή να γελάει και μετά να κλαίει. Οπότε του λέει ο πελάτης:
Στην αρχή του είπα πως τον έχω μεγαλύτερο από τον δικό του. Και μετά; ρωτάει ο μπάρμαν. Και μετά του τον έδειξα.