Οικογενειακα-ανεκδοτα, Οικογενειακά

Ο Γιωρίκας και η Σουμέλα πάνε στο παζάρι να ψωνίσουν. Εκεί βλέπει ο Γιωρίκας ένα κόκορα ωραίο και φουσκωμένο και ρωτάει τον ιδιοκτήτη του πόσο κάνει.
- "20.000 δρχ." απαντά ο χωρικός.
- "Γιατί ρε μάστορα τόσο ακριβός;" Ρωτάει όλο απορία ο Γιωρίκας.
- "Γιατί πηδάει τις κότες 20 φορές την ημέρα."
- "Τα `κουσες άντρα μου;" Του λέει η Σουμέλα σπρώχνοντας τον με τον αγκώνα στα πλευρά. Πιο κάτω ένας άλλος κόκορας πιο ωραίος και πιο καμαρωτός περιμένει να πουληθεί.
- "Πόσο κάνει ο κόκορας σου;" Ρωτά πάλι ο Γιωρίκας.
- "30.000 δρχ." απαντά εκείνος.
- "Γιατί τόσα πολλά;" απορεί ξανά ο Γιωρίκας.
- "Γιατί πηδάει τις κότες 30 φορές την ημέρα."
- "Τα `κουσες άντρα μου;" Του λέει η Σουμέλα και πάλι.
Πιο κάτω ένας άλλος κόκορας μάλλον αδύνατος, και με το λυρί κατεβασμένο, τραβά την προσοχή του Γιωρίκα .
- "Αυτός ο κόκορας πόσο έχει φιλαράκι;"
- "50.000δρχ."του λέει.
- "Και γιατί;"
- "Γιατί πηδάει τις κότες 50-φορές την ημέρα."
- "Τα `κουσες άντρα μου;" του λέει η Σουμέλα ρίχνοντας ματιές όλο ζήλια στον κόκορα.
- "Δεν μου λες πατριώτη και οι 50-φορές με την ίδια κότα;"
- "Όχι φυσικά."
- "Τα `κουσες Σουμέλα;" Γυρίζει και της λέει όλο νόημα ο Γιωρίκα.

Ήταν κάποτε ένας μηχανικός αυτοκινήτων στο επάγγελμα, που είχε πρόβλημα με τα νεφρά του και αποφάσισε να πάει στο νοσοκομείο για να δει τι πρόβλημα έχει.
Πάει λοιπόν μια μέρα, περιμένει στη σειρά για να του δώσουν αριθμό προτεραιότητας. Μετά από 2 ώρες, έρχεται η σειρά του. Μπαίνει στο ιατρείο, και εξηγεί στο γιατρό το πρόβλημα του.
Βγάλε τα ρούχα σου να σε εξετάσω, του λέει ο γιατρός. Μόλις τα βγάζει και μένει με το σώβρακο, χτυπά το τηλέφωνο.
- Επείγον περιστατικό και πρέπει να πάω. Θες να περιμένεις ή να πας και να έρθεις αύριο;
- Όχι γιατρέ μου θα μείνω, εξάλλου περίμενα 2 ώρες μέχρι να με εξετάσεις.
- Εντάξει τότε, κάθισε και περίμενέ με τότε.
Βάζει και αυτός μια φόρμα του γιατρού, κάθεται στο γραφείο και περιμένει.
Σε κάποια φάση, χτυπά η πόρτα. Αυτός ντρεπόταν να πει περάστε. Χτυπά μια φορά..2 φορές... 3 φορές, ώσπου και ο ασθενής μπαίνει μόνος του μέσα.
- Καλημέρα γιατρέ.
- Δεν είμαι γιατρός, μηχανικός αυτοκινήτων είμαι και ήρθα και εγώ να εξεταστώ.
- Γιατρέ μη παίζεις με τον πόνο μου, έχω τρομερούς πόνους.
Αφού τον είχε πρήξει αρκετά, του λέει:
- Έχω αυτό το πρόβλημα: Όταν γ... Ω με καίνε τα αρχ... Α μου.
- Νερό πίνεις όταν γ... Σ;
- Όχι.
- Τα έκαψες.
Μια μέρα ο Κώστας μπαίνει μέσα στο σαλόνι του σπιτιού του και αναγγέλλει στους γονείς του ενθουσιασμένος το γάμο του με το πιο όμορφο κορίτσι της πόλης τη Μαρία.
Ο πατέρας του τον παίρνει πιο πέρα και του λέει: Αγόρι μου πρέπει να σου εξομολογηθώ κάτι. Ξέρεις η μητέρα σου κι εγώ είμαστε χρόνια παντρεμένοι, είναι εξαιρετική, την αγαπώ και τη σέβομαι αλλά δεν ήταν και ιδιαίτερα εκδηλωτική ερωτικά οπότε κατά καιρούς έκανα σχέσεις με άλλες. Σπαράζει η καρδιά μου που στο λέω αλλά η Μαιρούλα είναι ετεροθαλής αδελφή σου και δε γίνεται να την παντρευτείς.
Ο Κώστας πληγώνεται, αλλά σκέφτεται ότι η ζωή συνεχίζεται. Μετά από μήνες αρχίζει να βγαίνει με άλλα κορίτσια και τα πράγματα πηγαίνουν ομαλά μέχρι που ένα βράδυ... εισβάλει πάλι στο σαλόνι και γεμάτος χαρά λέει: Μαμά, μπαμπά, η Αννούλα κι εγώ παντρευόμαστε.
Πάλι ο πατέρας του τον παίρνει παράμερα και του λέει ότι η Αννούλα είναι αδελφή του και ...
Ο νεαρός απελπισμένος περνά άλλη μια κρίση. Μετά από μέρες ξεσπά και λέει στη μαμά του: Τον μισώ τον πατέρα, μου έχει κάνει τόσο κακό! Ποτέ δε θα παντρευτώ! Κάθε φορά που ερωτεύομαι εκείνος μου λέει ότι το κορίτσι είναι αδελφή μου! Και η μητέρα του απαντά: Καλά μωρό μου μη δίνεις και μεγάλη σημασία στο τι λέει. Έτσι κι αλλιώς δεν είναι ο πραγματικός σου πατέρας.
Τα καινούργια παπούτσια...
Ο κυρ-Κώστας και η κυρά-Φρόσω είναι παντρεμένοι εδώ και πενήντα χρόνια και τώρα είναι περασμένα 70. Όλη του τη ζωή ο κυρ-Κώστας ήθελε ένα ζευγάρι παπούτσια από δέρμα κροκοδείλου και έκρινε πως είχε φτάσει πια η ώρα να τα κάνει δώρο στον εαυτό του.
Όταν επέστρεψε σπίτι, φορώντας τα καινούργια του παπούτσια, είπε στην κυρά-Φρόσω:
- "Λοιπόν, βλέπεις κάτι διαφορετικό πάνω μου;"
- "Τι θα μπορούσε να είναι διαφορετικό; Κάθε μέρα φοράς το ίδιο πουκάμισο και το ίδιο παντελόνι. Που είναι η διαφορά;"
Ο κυρ-Κώστας δεν το έβαλε κάτω. Χωρίς να πει κουβέντα, πήγε στο υπνοδωμάτιο, γδύθηκε και βγήκε έξω μη φορώντας τίποτε άλλο παρά τα καινούργια του παπούτσια.
- "Τώρα Φρόσω, βλέπεις κάτι διαφορετικό;", τη ρώτησε.
- "Που είναι η διαφορά, Κώστα μου; Κρέμεται προς τα κάτω όπως και κάθε μέρα."
Προσβεβλημένος και θυμωμένος, ο κυρ-Κώστας φώναξε:
- "Και ξέρεις ΓΙΑΤΙ κρέμεται προς τα κάτω; Γιατί κοιτάζει τα καινούργια μου παπούτσια!"
Η κυρά-Φρόσω σήκωσε τους ώμους λέγοντας:
- "Έπρεπε να αγοράσεις καπέλο!"
Το σπίτι του μικρού Θωμά είναι γεμάτο με συγγενείς, που έχουν έρθει για τη γιορτή του μπαμπά.
Εκεί που τρώνε και κουβεντιάζουν ο παππούς παρατηρεί ότι ο Θωμάς έχει χάσει κάθε ενδιαφέρον για τη συζήτηση. Βγάζει λοιπόν απ το πορτοφόλι του ένα πεντοχίλιαρο κι ένα δεκαχίλιαρο και λέει στο μικρό Θωμά να διαλέξει ένα. και να το κρατήσει. Ο μικρός διαλέγει το πεντοχίλιαρο και ο παππούς, απορημένος απ την κακή επιλογή του εγγονού του, βγάζει άλλο ένα πεντοχίλιαρο απ το πορτοφόλι του και το ακουμπάει πάνω στο τραπέζι. Πάλι ο μικρός Θωμάς διαλέγει το πεντοχίλιαρο και αγνοεί το δεκαχίλιαρο.
Η σκηνή επαναλαμβάνεται κάμποσες φορές. Μετά ο παππούς τον πάει σ έναν απ τους θείους και του λέει πόσο βλαξ είναι ο μικρός Θωμάς, που πάντα διαλέγει το πεντοχίλιαρο και κάνει και μια επίδειξη, αλλά πάλι ο Θωμάς διαλέγει το μικρότερο χαρτονόμισμα. Συνεχίζει και κάνει το γύρω του τραπεζιού, δείχνοντας σε όλους την
Προτίμηση του εγγονού του στα πεντοχίλιαρα. Τελικά φτάνουν και στον πατέρα του Θωμά..
Ο πατέρας, πιασμένος σε μια συζήτηση μ ένα απ τ αδέλφια του, δε δίνει και μεγάλη σημασία.
Όταν τα φαγητό τελείωσε, παίρνει ο πατέρας το γιο του παράμερα και τον ρωτάει αν ξέρει τη διαφορά ανάμεσα σ ένα πεντοχίλιαρο κι ένα δεκαχίλιαρο.
- Φυσικά και την ξέρω, απαντάει ο μικρός Θωμάς.
- Τότε γιατί διαλέγεις πάντα το πεντοχίλιαρο; ρωτάει απορημένος ο πατέρας.
- Μήπως νομίζεις ότι, αν είχα διαλέξει το δεκαχίλιαρο, ο παππούς θα επαναλάμβανε το ίδιο πράμα 15 φορές; αποκρίνεται ο μικρός Θωμάς.