Ένας τύπος πεθ αίνει και πάει έξω από τον Παράδεισο, όπου περιμένει τον Αγιο Πέτρο να ελέγξει το βιβλίο του για να δει αν αξίζει να τον βάλει μέσα.
Μετά από λίγο, του λέει: Κοίτα, εδώ δεν βλέπω να έχεις κάνει τίποτα κακό στη ζωή σου, αλλά από την άλλη δεν βλέπω και τίποτα καλό. Αν μου πεις έστω μια καλή πράξη που έχεις κάνει, θα σε βάλω μέσα Ο μακαρίτης σκέφτεται λίγο, και του λέει Να, μια νύχτα γύρναγα σπίτι μου αργά, και πέρναγα από μια κακόφημη γειτονιά. Ξαφνικά, είδα μια συμμορία να έχει στριμώξει μια όμορφη γυναίκα σε ένα σοκάκι, με άγριες διαθέσεις. Αμέσως σταμάτησα το αμάξι μου και βγηκα έξω, οπλισμένος με τον λεβιέ που κλειδώνω το τιμόνι. Αφήστε ήσυχη την γυναίκα, αλλιώς θα σας μάθω την έννοια του πόνου τους φώναξα, και έτρεξα προς το μέρος τους κραδαίνοντας τον λεβιέ. Η συμμορία-περίπου 10 άτομα-ανοίξανε και με περικυκλώσανε. Εγώ προχώρησα με τσαμπουκά ίσια στον αρχηγό τους.
- Έναν γορίλλα πάνω από 2 μέτρα, τριχωτό και γεμάτο μυς με ένα σκουλαρίκι στο αυτί, και ένα στην μύτη, ενωμένα με μια αλυσίδα-άπλωσα το χέρι μου, και τράβηξα την αλυσίδα και την έκοψα. Αλήθεια;
Ρωτά ο άγιος. Και πότε έγινε αυτό;
Α, πριν 10 λεπτά...

Ήταν ένας Γιατρός που έκανε διαγνώσεις των ασθενειών μόνο με ένα μπουκαλάκι ούρα.
Όταν πήγε ο πρώτος ασθενής το μπουκαλάκι με τα ούρα, ο γιατρός το πήρε στα χέρια του, το κούνησε λίγο, το κοίταξε στο φως και του είπε:
- Έχεις φυματίωση και πρέπει να πάρεις αντιβίωση
Ο ασθενής πράγματι πήρε αντιβίωση και έγινε καλά. Η φήμη του γιατρού εξαπλώθηκε παντού, διότι έβρισκε όλες τις αρρώστιες. Ένας άλλος πονηρός γιατρός που δεν τον πίστευε, πήγε μια μέρα στο ιατρείο του θαυματουργού γιατρού και του πήγε ένα μπουκαλάκι με ούρα, αφού προηγουμένως είχε τραβήξει μια μαλακία μέσα στο μπουκάλι με τα ούρα και στην συνέχεια πρόσθεσε λίγο λάδι μηχανής. Ο θαυματουργός γιατρός πήρε το μπουκαλάκι με τα ούρα, το κούνησε λίγο στο φως και του είπε:
- Κε συνάδελφε ... είναι περίεργο ... εκ πρώτης όψεως, το ότι είσαι μαλάκας φαίνεται πολύ καλά ... αλλά ότι χάνεις και λάδια ... δεν το
Περίμενα ...
Ο τύπος φωνάζει το σπιτονοικοκύρη του για να του κάνει παράπονα.
"Ορίστε", του λέει. Θα δεις τώρα τι χαμός γίνεται με τα ποντίκια!". Αφήνει κάτω ένα κομμάτι τυρί και ύστερα από πέντε λεπτά, τσουπ, σκάνε από το πουθενά τρία ποντίκια και το κάνουν "να".
"Ε, καλά", λέει ο ιδιοκτήτης.
"Τρία ποντικάκια τώρα και κάνειςέτσι;".
"Τρία; Επειδή ήταν λίγο το τυρί", λέει ο νοικάρης.
Βάζει κάτω ένα πιο μεγάλο κομμάτι και ύστερα από λίγο, τσουπ, σκάνε οκτώ ποντίκια και το τσακίζουν το τυρί! "Καλά, καλά", επιμένει ο σπιτονοικοκύρης. "Εντάξει, αλλά δεν είναι και τόσο φοβερό. Βάλε λίγο φάρμακο και κάνα δυο φάκες και θα σαι εντάξει...".
"Μεγάλε", επιμένει ο νοικάρης, "δεν ξέρεις τι λες. Κάτσε να βάλω ένα κεφάλι τυρί και θα δεις". Βάζει πράγματι ένα κεφάλι ολόκληρο κάτω, περνάνε πέντε λεπτά, δέκα και στο τέταρτο επάνω σκάνε... διακόσια ποντίκια και τρεις πέστροφες και το
Εξαφανίζουν! Ο ιδιοκτήτης τρελαίνεται!
"Καλά τα ποντίκια", λέει, "αλλά πήρε το μάτι μου και... πέστροφες ή έκανα λάθος;".
Και ο νοικάρης:
"Όχι, δεν κάνεις λάθος. Αλλά για την... υγρασία, θα τα πούμε μετά"!
Ήταν 2 κουμπάροι, ο ένας από το χωριό, και ο άλλος από την πόλη. Ο κουμπάρος από το χωριό πήγε να επισκεφτεί τον κουμπάρο από την πόλη. Ο κουμπάρος από την πόλη λέει:
- "Κοίτα κουμπάρε, εμείς εδώ χέζουμε και κάνουμε τις ανάγκες μας στις τουαλέτες. Έλα να σου δείξω!", και του δείχνει.
Το βράδυ που κοιμούνται, του κουμπάρου από το χωριό, του έρχεται να φτύσει. Λέει:
- "Πρέπει να βρω την τουαλέτα!", ψάχνει ψάχνει ψάχνει, πουθενά η τουαλέτα. Λέει:
- "Θα φτύσω στο τασάκι και το πρωί θα το καθαρίσω", φτύνει στο τασάκι και κοιμάται. Μετά του έρχεται να κατουρήσει. Λέει:
- "Πρέπει να βρω την τουαλέτα", ψάχνει ψάχνει ψάχνει, πουθενά η τουαλέτα, Λέει:
- "Θα κατουρίσω στο χάλι. Ως το πρωί θα έχει εξατμιστεί", κατουράει στο χάλι και κοιμάται.
Μετά από λίγο του έρχεται να χέσει και λέει:
- "Τώρα πρέπει οπωσδήποτε να βρω την τουαλέτα", ανοίγει πόρτες κλείνει πόρτες, πουθενά η τουαλέτα. Κατεβαίνει στο σαλόνι, βγάζει ένα φυτό από τη γλάστρα του, χέζει και το ξαναβγάζει. Το άλλο πρωί σηκώνεται και φεύγει. Μετά από 3 μήνες παίρνει τηλέφωνο ο κουμπάρος από την πόλη και λέει:
- "Ρε κουμπάρε, το τασάκι μας έφτυσες το βρήκαμε, το χάλι μας κατούρησες το βρήκαμε, πού στο διάολο έχεσες; Δύο σπίτια αλλάξαμε και ακόμα βρομάει."
Δυο πιτσιρικάδες γυρνάνε σπίτια τους ένα βραδάκι και για να γελάσουν λίγο.. είπαν να περάσουν μέσα από το νεκροταφείο της πόλης.
Καθώς λοιπόν, προχωράνε ανάμεσα στα μνήματα, ακούνε ξαφνικά ένα τακ-τακ-τακ κάπου κοντά τους και πετάγονται από τον φόβο τους φωνάζοντας!
Ο ήχος ακουγόταν ολοένα και πιο καθαρά αλλά η ομίχλη που είχε εκείνη βραδιά, τους εμπόδιζε να δουν τι ήταν αυτό που έκανε αυτόν τον ήχο. Περπατώντας λοιπόν, δειλά δειλά προς τη μεριά που ακουγόταν το τακ-τακ... διακρίνουν έναν γέρο δίπλα σε ένα μνήμα, να κρατά ένα σφυρί και ένα καλέμι και να σκαλίζει κάτι σε έναν μαρμάρινο σταυρό.
Οι πιτσιρικάδες ξεφύσησαν μια ανάσα ανακούφισης μόλις είδαν τον παππού να σκαλίζει.
- Μας τρόμαξες ρε μπάρμπα. Νομίζαμε ότι ήταν κάποιο φάντασμα και μας κόπηκαν τα αίματα. Τί σου ρθε βραδιάτικα και σκαλίζεις στον σταυρό;
- Οι άχρηστοι ! Έγραψαν το όνομά μου λάθος !

Τη θεία λειτουργία να πιει λιγάκι από το νάμα, (ξέρετε, το κρασί από το οποίο φτιάχνεται η θεία κοινωνία) και θα είναι εντάξει. Πράγματι, ο νέος το δοκιμάζει αλλά επειδή είναι γλυκόπιοτο κατεβάζει ολόκληρο το απόθεμα. Αφού τελειώνει τη λειτουργία, ρωτάει τον παλιό:
- Πώς τα πήγα;
- Κοίτα, αν εξαιρέσεις μερικά λαθάκια, τα πήγες πολύ καλά.
- Δηλαδή τι λαθάκια;
- Να, πρώτα πρώτα ο Αρχάγγελος είπε στην Παρθένο "Χαίρε κεχαριτωμένη", όχι "Γειά σου πιπίνι". Το Χριστό μας Τον σταυρώσανε, δεν Τον σφάξανε μπαμπέσικα μια νύχτα χωρίς φεγγάρι. Ο Ιούδας ήταν προδότης, όχι "σκατορουφιάνος του κερατά" που είπες εσύ στους χριστιανούς. Ο Χριστός μας είπε στον Πέτρο ότι "πριν αλέκτωρ λαλήσει τρις, θα με αρνηθείς", δεν του είπε "Μέχρι να λαλήσουν τα κοκόρια θα μ έχεις γράψει στ αρχίδια σου". Τις σκάλες του άμβωνα τις κατεβαίνουμε κανονικά, όχι τσουλήθρα στο κάγγελο. Και τέλος, την λειτουργία την τελειώνουμε με "Αμήν", όχι με "Ολέ!"
Είχε κανονισθεί φιλικός αγώνας μικτή κόσμου ? Αργεντινή . Ήταν λοιπόν στο αεροπλάνο η μικτή κόσμου και ταξίδευε για Argentina . Κάποια στιγμή , μπαμ μπουμ , γκρατς γκρουτς κ. Τ. Λ. παθαίνουν την κλασσική βλάβη και προσγειώνονται στο κλασσικό χωριό των κλασσικών ζουλού Αφρικανών . Τους πιάνουν όλους και τους οδηγούν στον φύλαρχο. Πρώτος μιλάει ο Ζιντάν. Του λέει:
" Εγώ είμαι το πρώτο όνομα , έχω παίξει στις κορυφαίες ομάδες του κόσμου , Γιουβέντους κ. Τ. Λ., στην εθνική Γαλλίας , έχω λεφτά , δις , τρις , σου τα δίνω όλα για να με αφήσεις ελεύθερο . "
Τίποτα ο φύλαρχος , δε μπανίζει . " Δε με ενδιαφέρει , του λέει , δε σε ξέρω , άπαρτε τον για το καζάνι "
Πάει μετά o Rivaldo :
" Εγώ είμαι το πρώτο όνομα , έχω παίξει στις καλύτερες ομάδες του κόσμου , εκεί εδώ αλλού κ. Τ. Λ. , στην εθνική Βραζιλίας , σίγουρα με ξέρεις και έχω τόσα τρις , στα δίνω για να με αφήσεις . "
" Δε σε ξέρω , δε με ενδιαφέρει τι κάνεις , στο καζάνι "
Μετά η σειρά του Del Piero . " Εγώ , εγώ, μεγάλε , ο πρώτος , ο καλύτερος στην Ιταλία και στον κόσμο όλο , Γιουβέντους μπλα μπλα κ. Τ. Λ. εθνική Ιταλίας, δε με ξέρεις εμένα ; Πολλά λεφτά, τρις , στα δίνω όλα για να με αφήσεις . "
" Αντε ρε , ποιος είσαι εσύ ; Δε σε ξέρω . Στο καζάνι "
Μετά μιλάνε και άλλα τρανταχτά ονόματα , παιχταράδες , αλλά ο φύλαρχος , τίποτα . Δεν ήξερε , κανένα , όλους στο καζάνι . Τελευταίος από όλους ο
Καραταϊδης που τυχαία ήταν στην αποστολή (πουστιά του Κόκκαλη , ως συνήθως ) ( ίσως για τα νερά τον είχαν πάρει ) και χωρίς να πει τίποτα περνάει μπροστά από τον φύλαρχο και πάει κατευθείαν στο καζάνι . Τον σταματάει ο φύλαρχος και τον ρωτάει που πάει χωρίς να πει κάτι , μια κουβέντα .
" Ασε ρε άνθρωπε μου , εδώ δεν ήξερες τόσα και τόσα ονόματα , εμένα θα ξέρεις ; " και συνέχισε. " Κάτσε ρε , σταμάτα . Ποιος είσαι εσύ ; πες "
" Τον χρόνο σου χάνεις . Εγώ είμαι ο Καραταϊδης "
" Ο Καραταίίίίίδηηηςςς , ρε μεγάλε . Εσύ είσαι ; "
Αγκαλιές , φιλιά , χαιρετούρες , ξανά αγκαλιές , ματς μουτς , σλουρπ κ. Τ. Λ.
" Καλά ρε , που με ξέρεις ; " του λέει ο Καραταϊδης που τα είχε παίξει .
Και ο φύλαρχος :
" Εγώ μπαμπά , Oφορίκουε . "