Ήταν 2 κουμπάροι, ο ένας από το χωριό, και ο άλλος από την πόλη. Ο κουμπάρος από το χωριό πήγε να επισκεφτεί τον κουμπάρο από την πόλη. Ο κουμπάρος από την πόλη λέει:
- "Κοίτα κουμπάρε, εμείς εδώ χέζουμε και κάνουμε τις ανάγκες μας στις τουαλέτες. Έλα να σου δείξω!", και του δείχνει.
Το βράδυ που κοιμούνται, του κουμπάρου από το χωριό, του έρχεται να φτύσει. Λέει:
- "Πρέπει να βρω την τουαλέτα!", ψάχνει ψάχνει ψάχνει, πουθενά η τουαλέτα. Λέει:
- "Θα φτύσω στο τασάκι και το πρωί θα το καθαρίσω", φτύνει στο τασάκι και κοιμάται. Μετά του έρχεται να κατουρήσει. Λέει:
- "Πρέπει να βρω την τουαλέτα", ψάχνει ψάχνει ψάχνει, πουθενά η τουαλέτα, Λέει:
- "Θα κατουρίσω στο χάλι. Ως το πρωί θα έχει εξατμιστεί", κατουράει στο χάλι και κοιμάται.
Μετά από λίγο του έρχεται να χέσει και λέει:
- "Τώρα πρέπει οπωσδήποτε να βρω την τουαλέτα", ανοίγει πόρτες κλείνει πόρτες, πουθενά η τουαλέτα. Κατεβαίνει στο σαλόνι, βγάζει ένα φυτό από τη γλάστρα του, χέζει και το ξαναβγάζει. Το άλλο πρωί σηκώνεται και φεύγει. Μετά από 3 μήνες παίρνει τηλέφωνο ο κουμπάρος από την πόλη και λέει:
- "Ρε κουμπάρε, το τασάκι μας έφτυσες το βρήκαμε, το χάλι μας κατούρησες το βρήκαμε, πού στο διάολο έχεσες; Δύο σπίτια αλλάξαμε και ακόμα βρομάει."
Ήταν κάποτε ένα παιδί και ήθελε να πάρει ένα παπαγάλο, και μάζευε λεφτά. Kάποια στιγμή ανοίγει τον κουμπάρα του, βρίσκει τριάντα ευρώ. Πάει στο κατάστημα με τα κατοικίδια και λέει:
- "Θέλω ένα παπαγάλο μεγάλο και να μιλάει."
Απαντάει λοιπόν η πωλήτρια του καταστήματος:
- "Έχουμε ένα και κάνει εξήντα ευρώ."
Το παιδί δεν είχε και άρχισε να κλαίει. Το λυπήθηκε η πωλήτρια και του λέει:
- "Πήγαινε στο μπουρδέλο δίπλα και θα του δώσουν τσάμπα τον παπαγάλο τους."
Έτσι λοιπόν πάει τον παίρνει. Τον πάει σπίτι και βλέπει ο παπαγάλος το σπίτι και λέει:
- "Aλλάξαμε μπουρδέλο."
Mετά περνάει η μητέρα του παιδιού και λέει ο παπαγάλος:
- "Aλλάξαμε μπουρδέλο αλλάξαμε και τσατσά."
Mετά περνάνε οι αδερφές του και λέει ο παπαγάλος:
- "Aλλάξαμε μπουρδέλο, αλλάξαμε τσατσά, αλλάξαμε και πουτάνες." Kαι μετά περνάει ο πατέρας του και ο παπαγάλος λέει:
- "Aλλάξαμε μπουρδέλο, αλλάξαμε τσατσά, αλλάξαμε πουτάνες, μα ο κυρ Σταμάτης τακτικός πελάτης."

Παρασκευή, 16 Φεβρουαρίου, 1996, Μάνα και πατέρα, ο γιος σας χαιρετά!
Είναι τώρα ένα εξάμηνο που έφυγα στη Σάμο για να σπουδάσω και σας ζητώ συγγνώμη που καθυστέρησα τόσο να επικοινωνήσω μαζί σας. Θα σας ενημερώσω τώρα, μόνο που πριν σας παρακαλώ να καθίσετε κάπου.
Λοιπόν, είμαι αρκετά καλύτερα τώρα. Το βαρύ κρανιοεγκεφαλικό κάταγμα και η αμνησία που έπαθα όταν έπεσα από την ταράτσα του σπιτιού μου προσπαθώντας να γλιτώσω από τη φωτιά που ξέσπασε στο κτίριο, αμέσως με το που έφτασα, είναι πια σχεδόν παρελθόν. Παρότι πέρασα ένα μήνα στην εντατική, μπορώ τώρα να δω αρκετά καλά και κάνω μόλις δύο μικροεπεμβάσεις την ημέρα, έτσι ώστε η ανάπλαση των οστών του προσώπου μου να επιτρέψει την προσέγγιση της αρχικής μου μορφής.
Οι γιατροί πιστεύουν ότι-το πολύ-σε δύο μήνες θα είμαι και πάλι σε θέση να τρώω μόνος μου. Πάω δε στοίχημα ότι, παρά το ότι σας γράφω με το νέο μηχανικό μου χέρι, ούτε που καταλάβατε τη διαφορά στον γραφικό μου χαρακτήρα.
Ευτυχώς, την ώρα του ατυχήματος με είδε κάποιος από το απέναντι κτίριο και ειδοποίησε την πυροσβεστική και το ασθενοφόρο. Με επισκεπτόταν καθημερινά στο νοσοκομείο και, εφόσον δεν είχα πού να μείνω μετά τη φωτιά, προσφέρθηκε να με φιλοξενήσει σπίτι του. Πρόκειται για ένα ημιυπόγειο μικρό αλλά χαριτωμένο. Ο ίδιος είναι πολύ καλό αγόρι και ερωτευτήκαμε αμέσως κεραυνοβόλα.
Έκανα αλλαγή γεννητικών οργάνων και σχεδιάζουμε να παντρευτούμε, πριν αρχίσει να φαίνεται η εγκυμοσύνη μου. Ναι, αγαπητοί μου γονείς, είμαι έγκυος. Ξέρω πόσο ανυπομονείτε να αποκτήσετε ένα εγγονάκι και ξέρω πως θα καλοδεχτείτε το παιδί και θα του δώσετε την ίδια αγάπη όπως με μένα όταν ήμουν παιδί.
Ο λόγος που καθυστερούμε το γάμο είναι επειδή το αγόρι μου έχει μια μικρή μόλυνση στο αίμα και καθυστερούν τα αποτελέσματα από το τεστ για AIDS που έχει κάνει. Προσπαθώ κι εγώ να καταπολεμήσω τη σύφιλη που έχω με καθημερινές ενέσεις.
Ξέρω ότι, όταν αποφυλακιστεί, θα τον καλοδεχτείτε στην οικογένειά μας με ανοιχτές αγκάλες. Μπορεί εκ πρώτης όψεως να δείχνει απότομος και ευέξαπτος, αλλά κατά βάθος είναι ευγενικός, αν και δεν είναι πολύ μορφωμένος ούτε και τόσο φιλόδοξος. Παρόλο που δεν έχει την ίδια Θρησκεία με μας, ούτε το ίδιο ανοιχτό χρώμα δέρματος, είμαι σίγουρος ότι η ανωτερότητά σας και η ηθική σας καλλιέργεια δε θα σας επιτρέψει να κρίνετε τόσο επιφανειακά. Αλλωστε, αν μπορούσατε να συνεννοηθείτε μαζί του (γιατί δεν μιλάει καθόλου Ελληνικά), θα τον αγαπούσατε αμέσως όσο τον λατρεύω κι εγώ. Προέρχεται από πολύ πλούσια και αριστοκρατική οικογένεια-όπως έμαθα, ο θείος του είναι αρχηγός της φυλής στο χωριό της Αφρικής απ` όπου προέρχεται ενώ ο ίδιος ο πατέρας του είναι διεθνώς ένας πολύ σημαντικός έμπορος αναισθητικών ουσιών σε μορφή σκόνης για ενδοφλέβια έξω-νοσοκομειακή χρήση.
Τώρα που σας είπα τα νέα πρέπει να σας ομολογήσω ότι δεν έπιασε ποτέ φωτιά το σπίτι μου, δεν έπεσα από καμία ταράτσα, δεν έπαθα ποτέ κρανιακό κάταγμα και αμνησία, δεν έκανα αλλαγή φύλλου, δεν είμαι τραβεστί, δεν τα έχω με κανέναν αράπη, δεν πρόκειται να παντρευτώ, δεν είμαι έγκυος και δεν έχω σύφιλη.
Παρ` όλα αυτά, πέρασα μόνο ένα μάθημα στην εξεταστική και θα ήθελα αυτό να το δείτε από τη σωστή του οπτική γωνία και να (μη)δώσετε την δέουσα σημασία.
Ο γιος σας
Υ. Γ. Στείλτε λεφτά
Δυο πιτσιρικάδες γυρνάνε σπίτια τους ένα βραδάκι και για να γελάσουν λίγο.. είπαν να περάσουν μέσα από το νεκροταφείο της πόλης.
Καθώς λοιπόν, προχωράνε ανάμεσα στα μνήματα, ακούνε ξαφνικά ένα τακ-τακ-τακ κάπου κοντά τους και πετάγονται από τον φόβο τους φωνάζοντας!
Ο ήχος ακουγόταν ολοένα και πιο καθαρά αλλά η ομίχλη που είχε εκείνη βραδιά, τους εμπόδιζε να δουν τι ήταν αυτό που έκανε αυτόν τον ήχο. Περπατώντας λοιπόν, δειλά δειλά προς τη μεριά που ακουγόταν το τακ-τακ... διακρίνουν έναν γέρο δίπλα σε ένα μνήμα, να κρατά ένα σφυρί και ένα καλέμι και να σκαλίζει κάτι σε έναν μαρμάρινο σταυρό.
Οι πιτσιρικάδες ξεφύσησαν μια ανάσα ανακούφισης μόλις είδαν τον παππού να σκαλίζει.
- Μας τρόμαξες ρε μπάρμπα. Νομίζαμε ότι ήταν κάποιο φάντασμα και μας κόπηκαν τα αίματα. Τί σου ρθε βραδιάτικα και σκαλίζεις στον σταυρό;
- Οι άχρηστοι ! Έγραψαν το όνομά μου λάθος !
Έχουν περάσει τα μεσάνυκτα και 2 τύποι μιλάνε μεγαλόφωνα έξω από κάποιο σπίτι σε μια φτωχογειτονιά.
Οι φωνές τους όμως ενοχλούνε τον ένοικο του σπιτιού, ο οποίος βγαίνει στο παράθυρο και τους λέει να πάνε πιο μακριά γιατί με τις φωνές τους δεν μπορεί να κοιμηθεί και το πρωί πρέπει να ξυπνήσει χαράματα για να πάει στη δουλειά του.
- Μάλιστα κύριε έχετε δίκαιο του απαντάνε!
Ο άνθρωπος κλείνει το παράθυρο αλλά αυτοί μένουν εκεί και συνεχίζουν να μιλάνε δυνατά. Το παράθυρο μετά από λίγο ξανανοίγει κι αυτή τη φορά ο ένοικος του σπιτιού τους φωνάζει αγριεμένος ότι αν δεν απομακρυνθούνε θα φωνάξει την αστυνομία.
- Μάλιστα κύριε έχετε απόλυτο δίκαιο ξαναλένε πάλι αυτοί.
Ωστόσο δεν απομακρύνονται και συνεχίζουν τη θορυβώδη συζήτηση τους έξω από το παράθυρο του ανθρώπου που αυτή τη φορά βγαίνει πάλι στο παράθυρο με μια καραμπίνα (Kalasnikof νομίζω) και τους απειλεί ότι θα τους πυροβολήσει αν συνεχίσουν να τον ενοχλούνε. Τότε ο ένας από τους δυο τύπους του λέει:
- Έχετε δίκαιο κύριε να διαμαρτύρεστε αλλά έχουμε μια σοβαρή διαφωνία με το φίλο μου από εδώ, στην οποία, ίσως εσείς θα μπορεούσατε να δώσετε τη γνώμη σας ώστε να λείξει το θέμα και να πάμε όλοι για ύπνο...
- Τί είδους διαφωνία είναι αυτή; ρωτάει με περιέργεια ο ένοικος του σπιτιού.
- Να, εγώ, παρεμβαίνει ο άλλος, ισχυρίζομαι ότι αν σε ένα άνδρα του προτείνουν ένα ποσ ο πενήντα εκατομμυρίων μπορεί να καθήσει να τον πηδήξει ενώ ο φίλος μου λέει ότι αυτό είναι αδύνατο. Εσείς τί λέτε; Θα καθόσασταν να σας πηδήξουν μια φορά για να πάρετε πενήντα εκατομμύρια;
Ο ένοικος του σπιτιού ξαφνιάζετε μπροστά στο ερώτημα που του θέτουν... Στέκεται στο παράθυρο σκεφτικός, ξύνει το κεφάλι του και ρωτάει για να βεβαιωθεί.
- Πενήντα εκατομμύρια είπατε; Ναι, βέβαια, για πενήντα εκατομμύρια βρε παιδιά σίγουρα θα καθόμουνα να με πηδήξει κάποιος.
Τότε ο ένας από τους 2 τύπους λέει στον άλλο:
- Τ ακουσες που στόλεγα και δεν με πίστευες; Κώλοι διαθέσιμοι υπάρχουνε.
Τα λεφτά δεν υπάρχουν...
Ένας Αμερικανός τουρίστας έρχεται στην Ελλάδα και μπαίνει σε ένα ταξί για να κάνει το γύρο της πόλης. Ο ταξιτζής τον πηγαίνει πρώτα στην ακρόπολη και ο Αμερικάνος την βλέπει και λέει στον ταξιτζή:
- "Τι είναι αυτό; Χαρά στο πράγμα. Εμείς στην Αμερική αυτό το χτίζουμε σε δύο μέρες." Περάσανε ακόμη από πολλά αρχαία οικοδομήματα και ο Αμερικάνος έλεγε για όλα ότι είπε για την ακρόπολη.
Περνάμε τέλος από το Παναθηναϊκό Στάδιο, οπότε ο Αμερικάνος μένοντας με ανοιχτό το στόμα λέει στον ταξιτζή:
- "Και αυτό εδώ τι είναι;"
- "Δεν ξέρω, του απαντάει ο ταξιτζής, χτες που πέρασα δεν ήταν εδώ!"

Είμαστε λοιπόν λίγο πριν τον εορτασμό του ερχομού της νέας χιλιετίας στη Γαλλία, κάτω από τον πύργο του Αιφελ, μαζί με τον Δήμαρχο του Παρισιού. Ο πύργος του Αιφελ είναι όμορφα στολισμένος με αμέτρητα λαμπάκια.
Ξαφνικά, εμφανίζεται ένας ουρακουτάγκος κοντά στον πύργο του Αιφελ, ο οποίος περιφερόταν πότε από εδώ και πότε από εκεί. Ο Δήμαρχος μόλις είδε τον ουρακουτάγκο, πανικοβλήθηκε. Ο ουρακουτάγκος, μπορούσε να σκαρφαλώσει στον Πύργο του Αιφελ και να καταστρέψει τα λαμπάκια!
Έντρομος ο Δήμαρχος, τηλεφώνησε στο επιτελείο του, για να φωνάξουν κάποιο που να πιάνει ουρακοτάγκους.
Μετά από πολλές προσπάθειες, βρήκαν μια ομάδα ουρακουταγκοπιαστών. Την ομάδα αποτελούσαν ένας μικρόσωμος τυπάκος, ένας μποντιμπιλντεράς ο οποίος κρατούσε ένα δίκανο και ένας σκύλος, κατάλληλα εκπαιδευμένος για να πιάνει τους ουρακουτάγκους. υΟ Δήμαρχος, ζήτησε από την ομάδα αυτή, να του εξηγήσουν με ποιο τρόπο, πιάνουν έναν ουρακουτάγκο. Ο μικρόσωμος άνδρας του είπε:
- "Η μέθοδος μας είναι απλή. Εγώ εντοπίζω τον ουρακοτάγκο και αν αυτός για παράδειγμα είναι σ` ένα δέντρο, τότε πλησιάζω εγώ σιγά-σιγά το δέντρο, στη συνέχεια αρχίζω να σκαρφαλώνω στο δέντρο και προσπαθώ να τον περιορίσω έτσι ώστε να μην έχει που αλλού να πάει. Τότε ο μποντιμπιλντεράς πάει ακριβώς κάτω από το δέντρο και το κουνάει με πολλή δύναμη, για να πέσει ο ουρακουτάγκος. Όταν πέσει, ο σκύλος πιάνει τον ουρακουτάγκο από τα αχαμνά και έτσι πιάνουμε τον ουρακουτάγκο."
- Δήμαρχος:
"Α! Τρομέρη η μέθοδός σας. Μόνο που δεν κατάλαβα ένα πράγμα. Ο μποντιμπιλντεράς τί το θέλει το δίκανο;"
- "Κοιτάξτε, υπάρχει και η περίπτωση εκείνη, κατά την οποία όταν κουνάει ο μποντιμπιλνταράς το δέντρο, να πέσω εγώ αντί για τον ουρακουτάγκο."
- Δήμαρχος:
"Ε και λοιπόν;"
- "Ε, σ` αυτήν την περίπτωση, ο μποντιμπιλντεράς σκοτώνει το σκύλο!"
Ήταν ένας οδηγός που έτρεχε πολύ γρήγορα. Τον είδε ένας αστυνομικός και του έκανε νόημα να σταματήσει. Σταματάει ο οδηγός και ακολουθεί ο εξής διάλογος με τον αστυνομικό:
- "Παρακαλώ το δίπλωμα σας."
- "Δεν έχω δίπλωμα. Μου το είχε κρατήσει ο αστυνομικός που με είχε σταματήσει επειδή οδηγούσα μεθυσμένος."
- "Μου δίνετε την άδεια από το ντουλαπάκι;"
- "Δεν μπορώ να ανοίξω το ντουλαπάκι γιατί έχω το όπλο μου μέσα."
- "Όπλο;"
- "Ναι, αυτό που σκότωσα την ιδιοκτήτρια του αυτοκινήτου."
- "Τι κάνατε; Και που είναι το πτώμα;"
- "Το έχω βάλει μέσα στο πορτ- μπαγκαζ του αυτοκινήτου."
Τα έχασε ο αστυνομικός και πήρε κατευθείαν τηλέφωνο το διοικητή του και του είπε ότι του είχε πει ο οδηγός. Μετά από δέκα λεπτά φτάνουν στην περιοχή ο διοικητής με ενισχύσεις για να συλλάβουν τον οδηγό και ακολουθεί ο εξής διάλογος μεταξύ του διοικητή και του οδηγού:
- "Δώστε μου το δίπλωμα σας."
- "Ορίστε."
Του το δίνει κανονικά ο οδηγός. Παραξενεύτηκε ο διοικητής.
- "Μπορείτε να ανοίξετε το ντουλαπάκι;"
- "Ανοίγει ο οδηγός το ντουλαπάκι. Τίποτα δεν ήταν μέσα."
- "Μου δίνετε την άδεια σας;"
- "Του τη δίνει ο οδηγός. Όλα είναι κανονικά."
- "Ανοίγετε το πορτ- μπαγκάζ παρακαλώ;"
- "Ανοίγει ο οδηγός το πορτ- μπαγκάζ, τίποτα μέσα."
Τα είχε χάσει ο διοικητής.
- "Καλά, πριν μας είπε ο αστυνομικός ότι του είπατε ότι δεν έχετε άδεια και δίπλωμα, ότι έχετε ένα όπλο στο ντουλαπάκι και ένα πτώμα στο πορτ- μπαγκάζ."
- "Μήπως σας είπε ο αστυνομικός ότι έτρεχα κ` όλας;"
Ήταν ένας έξυπνος και ένας βλάκας. Όπως προχωρούσαν στο δρόμο:
- "Δεν παίζουμε ένα παιχνίδι να περάσει η ώρα όπως περπατάμε;", λέει ο έξυπνος στον βλάκα.
- "Παίζουμε", λέει ο βλάκας.
- "Ωραία", απαντά ο έξυπνος και συνεχίζει. "Θα σου κάνω ερωτήσεις και όσες δεν ξέρεις να απαντάς θα μου δίνεις ένα δεκάρικο για να σου λέω την απάντηση. Μετά θα μου κάνεις εσύ ερωτήσεις και αν δεν ξέρω την απάντηση θα σου δίνω ένα χιλιάρικο, εντάξει;"
- "Εντάξει", απαντά ο βλάκας.
- "Τι είναι αυτό που κάνει νιάου νιάου στα κεραμίδια", ρωτά ο έξυπνος.
- "Δεν ξέρω, πάρε ένα δεκάρικο. Τι είναι;"
- "Η γάτα."
- "Αααα", λέει ο βλάκας.
- "Τι είναι αυτό που κάνει γαβ γαβ έξω στο δρόμο;" ρωτά πάλι ο έξυπνος.
- "Δεν ξέρω, πάρε ένα δεκάρικο. Τι είναι;"
- "Ο σκύλος, απαντά ο έξυπνος. Αντε τώρα κάνε μου εσύ ερωτήσεις."
- "Τι είναι αυτό που κάνει τσιου τσιου μπάμ;" ρωτά ο βλάκας.
Ο έξυπνος τα βρήκε σκούρα. Προχωρούσαν προχωρούσαν, σκεφτόταν ξανασκεφτόταν, ίδρωσε στο τέλος, τι να κάνει βγάζει ένα χιλιάρικο και το δίνει στον βλάκα.
- "Τι είναι ρε αυτό και δεν το ξέρω;"
- "Ούτε εγώ ξέρω πάρε ένα δεκάρικο!"
Τη θεία λειτουργία να πιει λιγάκι από το νάμα, (ξέρετε, το κρασί από το οποίο φτιάχνεται η θεία κοινωνία) και θα είναι εντάξει. Πράγματι, ο νέος το δοκιμάζει αλλά επειδή είναι γλυκόπιοτο κατεβάζει ολόκληρο το απόθεμα. Αφού τελειώνει τη λειτουργία, ρωτάει τον παλιό:
- Πώς τα πήγα;
- Κοίτα, αν εξαιρέσεις μερικά λαθάκια, τα πήγες πολύ καλά.
- Δηλαδή τι λαθάκια;
- Να, πρώτα πρώτα ο Αρχάγγελος είπε στην Παρθένο "Χαίρε κεχαριτωμένη", όχι "Γειά σου πιπίνι". Το Χριστό μας Τον σταυρώσανε, δεν Τον σφάξανε μπαμπέσικα μια νύχτα χωρίς φεγγάρι. Ο Ιούδας ήταν προδότης, όχι "σκατορουφιάνος του κερατά" που είπες εσύ στους χριστιανούς. Ο Χριστός μας είπε στον Πέτρο ότι "πριν αλέκτωρ λαλήσει τρις, θα με αρνηθείς", δεν του είπε "Μέχρι να λαλήσουν τα κοκόρια θα μ έχεις γράψει στ αρχίδια σου". Τις σκάλες του άμβωνα τις κατεβαίνουμε κανονικά, όχι τσουλήθρα στο κάγγελο. Και τέλος, την λειτουργία την τελειώνουμε με "Αμήν", όχι με "Ολέ!"
Μία μέρα ο μικρός Μπόμπος με τον μπαμπά του κάνουνε βόλτα. Ξαφνικά χαλάει ο καιρός, αρχίζει να βρέχει και σταματάνε ένα ταξί για να γυρίσουν σπίτι τους. Στο δρόμο ο Μπόμπος βλέπει ένα μπουρδέλο και ρωτάει τον μπαμπά του :
- Τι είναι μπαμπά αυτό το σπίτι και έχει κόκκινο φως από έξω;
- Τίποτε παιδί μου ένα σπίτι είναι του λέει ο πατέρας του που δεν ήθελε να τον πονηρέψει.
- Ψέμματα ! λέει ο ταξιτζής. Μπουρδέλο είναι.
Αγριοκοιτάζει τον ταξιτζή ο πατέρας, αλλά δεν λέει τίποτα.
Ο Μπόμπος όμως συνεχίζει τις ερωτήσεις.
- Και τι κάνουν σε αυτό το σπίτι μπαμπά;
- Τίποτα παιδί μου, κάθονται λέει ο πατέρας του. Πετάγεται πάλι ο ταξιτζής:
- Ψέμματα! Γαμιούνται εκεί μέσα.
Τον αγριοκοιτάζει πάλι ο πατέρας, αλλά πάλι δεν λέει τίποτα.
Ο Μπόμπος συνεχίζει:
- Και τι γίνεται από αυτό το γαμήσι μπαμπά;
- Παιδάκια γίνονται παιδί μου, λέει ο μπαμπάς του.
Και πάλι ο ταξιτζής:
- Ψέμματα μπάσταρδα γίνονται.
Και πάλι ο πατέρας του Μπόμπου δεν λέει τίποτα, αλλά από μέσα του βράζει.
Ο Μπόμπος συνεχίζει απτόητος:
- Και τι δουλειά κάνουν αυτά τα μπάσταρδα μπαμπά, όταν μεγαλώσουν;
Και ο μπαμπάς του ξεσπώντας:
- Ταξιτζήδες παιδί μου!