Μια φορά, ήταν ένας Κρητικός που έδωσε εξετάσεις και πέρασε στο πανεπιστήμιο της Αθήνας.
Ο πατέρας του, για να τον συγχαρεί, του αγόρασε ένα μεγάλο Κρητικό μαχαίρι. Το πήρε λοιπόν μαζί του, όμως μετά από κάμποσο καιρό το πούλησε.
Μια μέρα, ανέβηκε ο πατέρας του στην Αθήνα και του ζήτησε να του δώσει λίγο το μαχαίρι. Και εκείνος του εξήγησε:
- "Δεν το `χω, το πούλησα."
- "Γιάντα ωρέ;", τον ρώτησε ο πατέρας του.
- "Για να πάρω αυτό το ρολόι...", απάντησε, "έχει χρονόμετρο, ξυπνητήρι, είναι αδιάβροχο..."
- "Και αν ωρέ κοπέλι, σου πει κανένας "γαμώ της μάνας σου το μουνί", τί θα του πεις; Δύο παρά τέταρτο;"
Στην είσοδο ενός χωριού στα Χανιά ακούγονται δύο πυροβολισμοί και λέει ο Σήφης στο γιο του:
- Αμε, μωρέ Μανωλιό, εκειά που ακούγονται οι πυροβολισμοί να δεις ίντα συμβαίνει και έλα να μου πεις, μα γερά-γερά, για να έχω τα αμέντε μου.
Πάει ο Μανωλιός εκεί που του είπε ο πατέρας του και γυρνώντας του λέει:
- Πατέρα, οι πυροβολισμοί είναι μαθές γιατί ήρθε ο Κωστάκης ο Καραμανλής με τον Σημίτη.
Αφού παύουν για λίγο οι πυροβολισμοί σε μια στιγμή ακούγονται και πάλι από την κεντρική πλατεία του χωριού και ο Σήφης λέει πάλι στο γιο του:
- Αμε, μωρέ Μανωλιό, στην πλατεία να δεις ίντα συμβαίνει εκεί και έλα να μου πεις, για να έχω το νου μου.
Πάει ο Μανωλιός στην πλατεία και γυρνώντας λέει του πατέρα του:
- Πατέρα, οι πυροβολισμοί είναι γιατί, όπως σου είπα και πιο πριν, ήρθε ο Κωστάκης ο Καραμανλής με τον Σημίτη.
Και ο Σήφης νευριασμένα:
- Ε, και ίντα κάνουν αυτοί οι άχρηστοι; Ακόμη να τους πετύχουν;
Ο Κρητίκαρος σταματ άει ένα ταξί στα Σφακιά. Με το που ξεκινάνε, βγάζει ένα πιστόλι και το κολλάει στο σβέρκο του ταξιτζή.
"Μπρος", του λέει. "Κάμε στην άκρη, επαέ και... τράβα μια μαλατσία". Τρελαίνεται ο ταξιτζής, αλλά τι να κάνει; Υπακούει. "Μπρος", του λέει πάλι... αμέσως μετά ο Κρητίκαρος. "Τράβα τσι άλλη μία"... Μετά δώσ"
Του ξανά:
"Τσι άλλη μία". Και δώσ"
Του πάλι:
"Τσι άλλη μία"
... Ο ταξιτζής, όμως, έχει... ρέψει πια και δεν αντέχει:
"Άμα θες σκότωσέ με", του λέει, "αλλά ήμαρτον. Δεν αντέχω πια".
"Είσαι σίγουρος, μωρέ, πως δεν μπορείς;".
"Στ" ορκίζομαι", λέει ο ταξιτζής. "Ε, τότενες, πάμε πίσω"
, του λέει ο Κρητίκαρος. Πάνε, λοιπόν, ξανά πίσω, οπότε ο Κρητίκαρος μπαίνει στο σπίτι, βγαίνει με την κόρη του έξω και πριν τη βάλει στο ταξί, της λέει:
"Εντάξει, Μαρία. Ετούτος εδώ... θα σε πάει στο Λασίθι"!