Η βεράντα.
Κάποτε ήταν ένας μαθητής που αργούσε καθημερινά στο σχολείο και ερχόταν στην μέση της πρώτης ώρας.
Η δασκάλα δεν άντεχε άλλο, και τον ρώτησε:
- Γιατί κάνεις κάθε μέρα τόση ώρα να έρθεις σχολείο;
- Να, ξυπνάω στις 7.00, νίβομαι, ντύνομαι, βάζω ζελέ στα μαλλιά, πηδάω την βεράντα και έρχομαι σχολείο.
Την επόμενη μέρα έρχεται πάλι καθυστερημένος.
- Γιατί άργησες; ρωτά η δασκάλα.
- Να, ξύπνησα, νίφτηκα, ντύθηκα, έβαλα ζελέ στα μαλλιά, πήδηξα την βεράντα και ήρθα σχολείο.
Την επόμενη μέρα:
- Γιατί άργησες πάλι;
Πάλι η ίδια απάντηση.
Παίρνει τηλέφωνο η δασκάλα στο σπίτι του μαθητή:
- Ξέρετε, ο γιος σας κάθε μέρα έρχεται καθυστερημένος στην τάξη, και και όταν του λέει ότι καθυστέρησε επειδή πήδηξε την βεράντα. Τι θα γίνει πια με αυτήν την κατάσταση;! Δεν μπορεί να κατεβαίνει από τα σκάλιά σαν φυσιολογικός άνθρωπος;
- Ε, μάλιστα, αλλά ξέρετε η κυρία δεν είναι εδώ. Εγώ είμαι η παραδουλεύτρα.
- Α, και πως σας λένε;
- Βεράντα!
A young couple got married, and in their family, it was tradition that the best man dance with the bride for the first song.
Well, this happened... But then they danced for the second song too. And the third. By the time the fourth song came on, the groom ran up and kicked the bride between the legs. A riot broke out, and all the invited guests were hauled off to jail. In court the next week, the judge asked the best man what happened.
Your honor, we were just dancing, and the groom ran up and kicked the bride between the legs.
That must have hurt, said the judge.
No kidding, said the best man. I broke three of my fingers.
Ήταν ένας λαθρέμπορος που είχε βρει ένα σπάνιο είδος σκίουρου και ήθελε να το πάει στην Αμερική.
Έπρεπε να το περάσει από 4 σύνορα και για να το κάνει αυτό το κρύβει στο παντελόνι του, με το που περνάει από τα πρώτα σύνορα αρχίζει να πηδάει, να φωνάζει, να ουρλιάζει αλλά τελικά τα περνάει. Στα 2α σύνορα τα ίδια και στα 3α τα ίδια αλλά παρ όλα αυτά αντέχει τον πόνο και προχωράει, ώσπου στα 4α και τελευταία σύνορα φωνάζει, πηδάει, ουρλιάζει δεν αντέχει άλλο ανοίγει το φερμουάρ και ομολογεί. Στην φυλακή συναντάει έναν συνεταίρο και αυτός τον ρωτάει.
- Καλά δεν μπορούσες να κρατηθείς λίγο ακόμα ρε φίλε; τι έπαθες;
- Κοίτα, λέει ο άλλος ,το ότι πέρασε την πο**σα μου για κλαδί και κρεμιόταν το ανέχτηκα, το ότι πέρασε τα αρχ**ια μου για καρύδια και τα ροκάνιζε το ανέχτηκα, το ότι πέρασε τον κώλο μου για σπηλιά... άντε και αυτό το ανέχτηκα αλλά ότι πήγε να βάλει τα καρύδια στην σπηλιά...