Κάποτε ένας ευτραφής κύριος διάβασε μια αγγελία σ ένα περιοδικό που του κίνησε την περιέργεια .
Η αγγελία υπόσχονταν ότι σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα μπορούσε να χάσει αρκετά κιλά ενώ τα απαιτούμενα χρήματα ήταν σχετικά πολύ λίγα . Αποφάσισε λοιπόν να πάει στη διεύθυνση που ήταν το κέντρο αδυνατίσματος . Αφού το βρήκε είδε ότι υπήρχε έξω απ αυτό μία πινακίδα που εκτός από τον τίτλο της επιχείρησης έγραφε ότι και το περιοδικό . Δηλαδή ότι επισκεπτόμενος στον πρώτο όροφο έχανε σε μία εβδομάδα είκοσι κιλά , στον δεύτερο σε μία βδομάδα τριάντα κιλά , με περισσότερα χρήματα και στον τρίτο στο ίδιο διάστημα σαράντα κιλά με ακόμη περισσότερα χρήματα . Αποφάσισε να πάει αρχικά στον πρώτο όροφο . Τον υποδέχεται η ρεσεψιονίστ , μία δίμετρη θεογκόμενα , και αφού συμφώνησαν στο πρόγραμμα τον έστειλε σ ένα δωμάτιο και του είπε να γδυθεί εντελώς και να περιμένει . Αφού έκανε ότι του είπαν βλέπει να εμφανίζονται τρεις μουν**** , έπαθε την πλάκα του . Η μία απ αυτές του λέει:
" Μας πιάνεις μας γα*** , καμπανάκι σταματάς " . Αρχίζει λοιπόν το κυνήγι και κάθε φορά που ο άνθρωπος πλησίαζε κάποια , ακούγονταν ένα καμπανάκι που τον ανάγκαζε να σταματήσει . Πέρασε η ώρα ο τύπος δεν γάμ*** αλλά έχασε κάποιο βάρος .
Οπότε λέει αφού στον πρώτο έχει τέτοια μου*** , φαντάσου τι θα γίνεται στον τρίτο που είναι και ακριβότερα .
Την επομένη λοιπόν αποφασίζει να πάει στον τρίτο όροφο απευθείας . Πάει στη ρεσεψιόν και μετά από την ίδια διαδικασία περιμένει γυμνός σ ένα δωμάτιο . Οπότε εμφανίζεται ένας αράπης μ ένα παλαμάρι νααα ! και του λέει :
Σε πιάνω σε γα**ω . Εδώ καμπανάκια και μαλακ*** δεν έχει .

Ήταν ένας Γερμανός, ένας Τούρκος και ένας Έλληνας και πήγαν σε ένα ξενοδοχείο. Αλλά ήταν άφραγκοι και είπαν να πάρουν ένα μονόκλινο δωμάτιο και να κοιμούνται με βάρδιες.
- Το μοναδικό μονόκλινο δωμάτιο που έχω, λέει ο ρεσεψιονίστας, έχει ένα φάντασμα. Το διάσημο Φάντασμα Με Τα Δώδεκα Σώβρακα!
- Εντάξει, δεν μας πειράζει, λέει ο Έλληνας.
Πηγαίνει πρώτα ο Τούρκος για ύπνο.
Ξαφνικά ξυπνάει και ακούει:
- Είμαι το φάντασμα με τα 12 σώβρακα! Είμαι το φάντασμα με τα 12 σώβρακα!
Τρομάζει, πηδάει από το παράθυρο και πεθαίνει!
Μετά πάει ο Γερμανός για ύπνο:
- Είμαι το φάντασμα με τα 12 σώβρακα! Είμαι το φάντασμα με τα 12 σώβρακα!
Τρομάζει, πηδάει από το παράθυρο και πεθαίνει κι αυτός!
Ήρθε η σειρά του Έλληνα. Ξυπνάει μέσα στον ύπνο του και ακούει:
- Είμαι το φάντασμα με τα 12 σώβρακα! Είμαι το φάντασμα με τα 12 σώβρακα!
Γυρνάει πλευρό ο Έλληνας και ξανακοιμάται.
Μετά από λίγο:
- Είμαι το φάντασμα με τα 12 σώβρακα! Είμαι το φάντασμα με τα 12 σώβρακα!
Λέει ο Έλληνας αγανακτισμένος:
- Μου δίνεις το ένα γιατί χέστηκα;
Η βεράντα.
Κάποτε ήταν ένας μαθητής που αργούσε καθημερινά στο σχολείο και ερχόταν στην μέση της πρώτης ώρας.
Η δασκάλα δεν άντεχε άλλο, και τον ρώτησε:
- Γιατί κάνεις κάθε μέρα τόση ώρα να έρθεις σχολείο;
- Να, ξυπνάω στις 7.00, νίβομαι, ντύνομαι, βάζω ζελέ στα μαλλιά, πηδάω την βεράντα και έρχομαι σχολείο.
Την επόμενη μέρα έρχεται πάλι καθυστερημένος.
- Γιατί άργησες; ρωτά η δασκάλα.
- Να, ξύπνησα, νίφτηκα, ντύθηκα, έβαλα ζελέ στα μαλλιά, πήδηξα την βεράντα και ήρθα σχολείο.
Την επόμενη μέρα:
- Γιατί άργησες πάλι;
Πάλι η ίδια απάντηση.
Παίρνει τηλέφωνο η δασκάλα στο σπίτι του μαθητή:
- Ξέρετε, ο γιος σας κάθε μέρα έρχεται καθυστερημένος στην τάξη, και και όταν του λέει ότι καθυστέρησε επειδή πήδηξε την βεράντα. Τι θα γίνει πια με αυτήν την κατάσταση;! Δεν μπορεί να κατεβαίνει από τα σκάλιά σαν φυσιολογικός άνθρωπος;
- Ε, μάλιστα, αλλά ξέρετε η κυρία δεν είναι εδώ. Εγώ είμαι η παραδουλεύτρα.
- Α, και πως σας λένε;
- Βεράντα!

Ήταν ένας λαθρέμπορος που είχε βρει ένα σπάνιο είδος σκίουρου και ήθελε να το πάει στην Αμερική.
Έπρεπε να το περάσει από 4 σύνορα και για να το κάνει αυτό το κρύβει στο παντελόνι του, με το που περνάει από τα πρώτα σύνορα αρχίζει να πηδάει, να φωνάζει, να ουρλιάζει αλλά τελικά τα περνάει. Στα 2α σύνορα τα ίδια και στα 3α τα ίδια αλλά παρ’ όλα αυτά αντέχει τον πόνο και προχωράει, ώσπου στα 4α και τελευταία σύνορα φωνάζει, πηδάει, ουρλιάζει δεν αντέχει άλλο ανοίγει το φερμουάρ και ομολογεί. Στην φυλακή συναντάει έναν συνεταίρο και αυτός τον ρωτάει.
- Καλά δεν μπορούσες να κρατηθείς λίγο ακόμα ρε φίλε; τι έπαθες;
- Κοίτα, λέει ο άλλος ,το ότι πέρασε την πο**σα μου για κλαδί και κρεμιόταν το ανέχτηκα, το ότι πέρασε τα αρχ**ια μου για καρύδια και τα ροκάνιζε το ανέχτηκα, το ότι πέρασε τον κώλο μου για σπηλιά... άντε και αυτό το ανέχτηκα αλλά ότι πήγε να βάλει τα καρύδια στην σπηλιά...