Στο στρατόπεδο της Αυλώνας μοιραζόταν άδειες για τους φαντάρους. Ο Κώστας, ο Τάσος και ο Γιώργος πήραν άδεια για μια μέρα.
Λέει ο Τάσος: Μάγκες, θα πάμε στο μπου***λο για να βγάλουμε το άχτι μας.
- Έγινε λένε και οι άλλοι.
Πήγαν πρώτα σε ένα μπαράκι και πλακώθηκαν στα ουίσκι. Οι δύο δε μέθυσαν πολύ αλλά ο τρίτος έγινε τύφλα.
Πήγαν λοιπόν στο μπο***λο και ζητούν από τη τσατσά να τους βρει τρείς ωραίες γκόμενες.
Εντάξει απαντάει εκείνη.
Πηγαίνει να φωνάξει τις που**νες αλλά ήταν μόνο δύο. Κάθισε και σκέφτηκε ότι αφού ο ένας είναι μεθυσμένος να του βάλουνε μια κούκλα και ίσως να μην καταλάβει τίποτα. Έφτασε η ώρα και γά**σαν όλοι τους. Την άλλη μέρα συζητούσαν για τις γκόμενες και το νυχτερινό όργιο.
Ο Κώστας λέει: Καλά εγώ είχα μια ξανθιά σαν βασίλισσα και κάναμε τα πάντα.
Ο Τάσος: Σιγά τ αυγά, η δικιά μου ήταν μαύρη αράχνη και μου έκανε κάτι κόλπα που με τρελάνανε.
Ο Γιώργος: Τι λέτε ρε μα**κες; Εγώ μόνο δεν γά**σα δηλαδή;
- Γιατί ρε; ρωτάνε απορημένοι οι φίλοι του.
Ο Γιώργος: Ξέρω εγώ; Μάλλον πρέπει ρε παιδιά η δικιά μου να ήταν μάγισσα!
- Μάγισσα; Τι μάγισσα ρε;
- Ναι ρε! Φανταστείτε ότι όταν ξαπλώσαμε δε μίλησε καθόλου, αλλά μόλις της τον έβαλα έκανε ένα φφφφφφσσσσσσσσσσσττττττττττττττ και έφυγε από το παράθυρο πετώντας.
Ήταν ένας Αμερικάνος, ένας Ιάπωνας και ένας Κινέζος σε ένα αεροπλάνο. Περνάνε πάνω από την Ιαπωνία και ο Ιάπωνας πετάει δύο μαχαίρια από το αεροπλάνο.
Αμερικάνος :
- Γιατί ρε, πέταξες τα μαχαίρια;
Ιάπωνας :
- Είναι παράδοση στην χώρα μου, για αυτό τα πέταξα.
Περνάνε πάνω από την Κίνα και ο Κινέζος πετάει ένα μαχαίρι.
Αμερικάνος :
- Γιατί ρε, πέταξες το μαχαίρι;
Κινέζος :
- Είναι παράδοση στην χώρα μου, για αυτό το πέταξα.
Περνάνε πάνω από την Αμερική και ο Αμερικάνος πετάει μία βόμβα.
Κινέζος :
- Γιατί ρε, πέταξες την βόμβα ;
Αμερικάνος :
- Είναι παράδοση στην χώρα μου, για αυτό την πέταξα.
Όταν το αεροπλάνο προσγειώθηκε κατέβηκε ο Αμερικάνος, ο Κινέζος και ο Ιάπωνας και άρχισαν να περπατάνε. Εκεί που περπατούσανε συναντάνε ένα κορίτσι να κλαίει.
Αμερικάνος :
- Γιατί κλαις κοριτσάκι;
Κορίτσι :
- Γιατί έπεσαν δύο μαχαίρια από τον ουρανό και σκότωσαν τον πατέρα μου.
Περπατάνε και συναντάνε ένα αγοράκι να κλαίει.
Ιάπωνας :
- Γιατί κλαις αγοράκι;
Αγόρι :
- Γιατί έπεσε ένα μαχαίρι από τον ουρανό και σκότωσε την μητέρα μου.
Περπατάνε και συναντάνε ένα αγόρι να γελάει.
Κινέζος :
- Γιατί γελάς αγοράκι;
Αγόρι :
- Γιατί εκεί που καθόμασταν και βλέπαμε τηλεόραση ο παππούς έκλασε και έπεσε το σπίτι.
Είναι ένας παππούς και πάει στη Μύκονο. Βρίσκει ένα ξενοδοχείο κοντά σε πλαζ γυμνιστών, παίρνει μια ξαπλώστρα και αράζει.
Κάποια στιγμή περνάει μια κοπέλα τσίτσιδη από μπροστά του, τη βλέπει και... "νταααν" του σηκώνεται. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα φτάνει δίπλα του μία άλλη κοπέλα ολόγυμνη και τον ρωτάει:
- Με καλέσατε;
Τα χάνει ο παππούς:
- Όχι κοπέλα μου, της λέει, δε σε κάλεσα.
- Μα πώς, λέει η κοπέλα και ανεβαίνει επάνω του και...
Τελειώνει η κοπελιά, φεύγει, συνέρχεται και ο παππούς από το σοκ. Μετά από λίγο, ο παππούς κλάνει και τσουπ σκάει δίπλα του ένας μαύρος.
- Με καλέσατε;
Τα χάνει ο παππούς.
- Όχι, παλικάρι μου, δε σε κάλεσα, του απαντάει.
- Μα πώς, λέει ο μαύρος, τον γυρίζει μπρούμυτα και...
Τελειώνει ο μαύρος, φεύγει, συνέρχεται και ο παππούς τα μαζεύει και πάει στη ρεσεψιόν όπου ζητάει λογαριασμό για να φύγει.
- Μα γιατί θέλετε να φύγετε, ρωτάει η ρεσεψιονίστ, δεν περνάτε καλά;
- Όχι κοπέλα μου, της απαντάει ο παππούς, δεν είδες τι έγινε;
- Μα και βέβαια είδα, δε σας άρεσε;
- Τι να μου αρέσει, κοπέλα μου; Μου σηκώνεται 1 φορά το μήνα και κλάνω 50 φορές την ημέρα...!

Ο Τζο ο Καουμπόυ για να πάει στο Φορτ-Γουόρθ έπρεπε να περάσει την έρημο της Νεβάδα.
Πήρε νέο άλογο, πολλές προμήθειες, έκανε τον σταυρό του και ξεκίνησε. Στον δρόμο όμως του την πέφτουν ληστές και του παίρνουν τα πάντα. Μετά από μέρες μισοπεθαμένοι, αυτός και το άλογό του, έσερναν τα βήματά τους στην άμμο, όταν κάτι γυάλισε στα 2 μέτρα. Πλησιάζει, το πιάνει... Ένα μισοσκουριασμένο σπαθί από τον εμφύλιο.
Το μαζεύει καθώς δεν είχε άλλο όπλο, και άρχισε να το χρησιμοποιεί σαν μπαστουνι. Στο άλογο του δεν ανέβαινε, γιατί και αυτό τα χάλια του είχε.
Την άλλη μέρα η τύχη του χαμογέλασε. Κάτι κινήθηκε μπροστά του. Ένα φίδι!
Τραβάει το σπαθι και μένει κόκκαλο.
- Μην με σκοτώσεις, λέει το φίδι. Είμαι μάγος και αν με αφήσεις να ζήσω θα σου πραγματοποιήσω 3 ευχές.
- Ωραία. Πρώτον, θέλω εγώ και το άλογό μου να είμαστε οι πιο ωραίοι, χορτάτοι και δυνατοί στην γη.
Την ίδια στιγμή, παφ, καπνός και ο Τζο έγινε 2 μέτρα ψηλός, ξανθός, γαλανομάτης, και το άλογο του τεράστιο και πανέμορφο.
- Δεύτερον θέλω πλούτη, πολλά πλούτη.
Πάφ, καπνός και εμφανίζεται ένα κάρο φορτωμένο με χρυσάφι και διαμάντια.
- Και τρίτον, θέλω να αποκτήσω το πράγμα του αλόγου μου.
- Είσαι σίγουρος, ρωτάει ο μάγος.
- Ναι ρε, έχεις αντίρρηση; λέει ο Τζο κουνώντας με νόημα το σπαθί του.
- Ότι πεις. Εσύ είσαι το αφεντικό, λέει το φίδι, το κάνει και εξαφανίζεται.
Δένει ο Τζο το κάρο στο άλογο, ανεβαίνει και αυτός και ξεκινάνε για την πόλη.
Φτάνοντας στην πόλη, μπαίνει στο πρώτο σαλούν και σταματούν τα πάντα. Μουσική, κουβέντες ακόμα και ανάσες!
Πιάνει τον μπάρμαν από τον γιακά και του λέει:
- Κέρνα τους όλους, και στείλε στο καλύτερο δωμάτιο 6 γκόμενες, και μια κάσα σαμπάνιες.
Ανεβαίνει πάνω, ανοίγει τις πόρτες με κλωτσιές, διαλέγει το καλύτερο δωμάτιο.
Έρχονται οι γκόμενες, και ο Τζο χαμογελάει.
Αρχίζει να ξεκουμπώνει το πουκάμισο, αποκαλύπτοντας θώρακα και κοιλιακούς. Αναστενάζουν οι γκόμενες.
Βγάζει παντελόνι και φανελάκι, κοντεύουν να λιποθυμήσουν οι γκόμενες από την έξαψη.
Βγάζει το μποξεράκι... Τρελά γέλια από το βάθος του δωματίου.
"Ρε γαμώτο, τί έγινε τώρα; Οι γκόμενες κοντεύαν να λιποθυμήσουν, τί συνέβη;"
Κοιτά κάτω.
- ΌΧΙ, ρε γαμώτο! Ξέχασα ο μαλάκας ότι το άλογο μου ήταν φοράδα!