A guy is walking through the woods with a shotgun, hunting for bears, when all of a sudden he sees one. He shoots at it, but misses.
The bear, annoyed, goes up to the guy:
"Did you just shoot at me?"
Guy says, "Yeaa..."
"Bend over!" says the bear. "Or Ill eat you."
The guy figures, "F*ck! Its a bear!" so he bends over, and the bear fuскs him up the аss.
Next day, same guy, вiggеr shotgun, same bear. "Did you just shoot at me?"
"Yeaaaa..."
"Bend over!"
So the guy figures, "F*ck! Its a bear!" ... And gets it up the аss again.
Third day, same thing... "Did you just shoot at me?"
"Yeaaaa..."
So the bear goes, "Ummm... You dont come here to hunt, do you?"
Πηγαίνει μια γυναίκα στον γιατρό της. Του λέει:
- Γιατρέ μου, έχω έναν πόνο στην πλάτη.
- Χμ, γδυθείτε και κάντε κατακόρυφο μπροστά στον καθρέφτη με τα πόδια ανοιχτά, της λέει ο γιατρός.
Γδύνεται όλο απορία η γυναίκα, κάνει κατακόρυφο μπροστά τον καθρέφτη και ανοίγει τα πόδια. Σε λίγο, την πλησιάζει ο γιατρός ατάραχος και βάζει το πηγούνι του στο αιδοίο της.
- Ντυθείτε, λέει ο γιατρός καθώς σηκώνεται.
- Λοιπόν γιατρέ μου; ρωτάει η κοπέλα.
- Δεν είναι τίποτα, πάρτε αυτά τα φάρμακα και ελάτε σε δύο βδομάδες να σας ξαναεξετάσω.
- Τότε γιατρέ μου, γιατί με βάλατε να τα κάνω όλα αυτά; ρωτάει η γυναίκα. Έχω κάποια περίεργη ασθένεια;
- Μπα, μην ανησυχείτε, λέει ο γιατρός. Δεν ήταν τίποτα... Απλά ήθελα να δω αν μου πάει το μούσι...
Είναι ένας παππούς και πάει στη Μύκονο. Βρίσκει ένα ξενοδοχείο κοντά σε πλαζ γυμνιστών, παίρνει μια ξαπλώστρα και αράζει.
Κάποια στιγμή περνάει μια κοπέλα τσίτσιδη από μπροστά του, τη βλέπει και... "νταααν" του σηκώνεται. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα φτάνει δίπλα του μία άλλη κοπέλα ολόγυμνη και τον ρωτάει:
- Με καλέσατε;
Τα χάνει ο παππούς:
- Όχι κοπέλα μου, της λέει, δε σε κάλεσα.
- Μα πώς, λέει η κοπέλα και ανεβαίνει επάνω του και...
Τελειώνει η κοπελιά, φεύγει, συνέρχεται και ο παππούς από το σοκ. Μετά από λίγο, ο παππούς κλάνει και τσουπ σκάει δίπλα του ένας μαύρος.
- Με καλέσατε;
Τα χάνει ο παππούς.
- Όχι, παλικάρι μου, δε σε κάλεσα, του απαντάει.
- Μα πώς, λέει ο μαύρος, τον γυρίζει μπρούμυτα και...
Τελειώνει ο μαύρος, φεύγει, συνέρχεται και ο παππούς τα μαζεύει και πάει στη ρεσεψιόν όπου ζητάει λογαριασμό για να φύγει.
- Μα γιατί θέλετε να φύγετε, ρωτάει η ρεσεψιονίστ, δεν περνάτε καλά;
- Όχι κοπέλα μου, της απαντάει ο παππούς, δεν είδες τι έγινε;
- Μα και βέβαια είδα, δε σας άρεσε;
- Τι να μου αρέσει, κοπέλα μου; Μου σηκώνεται 1 φορά το μήνα και κλάνω 50 φορές την ημέρα...!
Ο Τζο ο Καουμπόυ για να πάει στο Φορτ-Γουόρθ έπρεπε να περάσει την έρημο της Νεβάδα.
Πήρε νέο άλογο, πολλές προμήθειες, έκανε τον σταυρό του και ξεκίνησε. Στον δρόμο όμως του την πέφτουν ληστές και του παίρνουν τα πάντα. Μετά από μέρες μισοπεθαμένοι, αυτός και το άλογό του, έσερναν τα βήματά τους στην άμμο, όταν κάτι γυάλισε στα 2 μέτρα. Πλησιάζει, το πιάνει... Ένα μισοσκουριασμένο σπαθί από τον εμφύλιο.
Το μαζεύει καθώς δεν είχε άλλο όπλο, και άρχισε να το χρησιμοποιεί σαν μπαστουνι. Στο άλογο του δεν ανέβαινε, γιατί και αυτό τα χάλια του είχε.
Την άλλη μέρα η τύχη του χαμογέλασε. Κάτι κινήθηκε μπροστά του. Ένα φίδι!
Τραβάει το σπαθι και μένει κόκκαλο.
- Μην με σκοτώσεις, λέει το φίδι. Είμαι μάγος και αν με αφήσεις να ζήσω θα σου πραγματοποιήσω 3 ευχές.
- Ωραία. Πρώτον, θέλω εγώ και το άλογό μου να είμαστε οι πιο ωραίοι, χορτάτοι και δυνατοί στην γη.
Την ίδια στιγμή, παφ, καπνός και ο Τζο έγινε 2 μέτρα ψηλός, ξανθός, γαλανομάτης, και το άλογο του τεράστιο και πανέμορφο.
- Δεύτερον θέλω πλούτη, πολλά πλούτη.
Πάφ, καπνός και εμφανίζεται ένα κάρο φορτωμένο με χρυσάφι και διαμάντια.
- Και τρίτον, θέλω να αποκτήσω το πράγμα του αλόγου μου.
- Είσαι σίγουρος, ρωτάει ο μάγος.
- Ναι ρε, έχεις αντίρρηση; λέει ο Τζο κουνώντας με νόημα το σπαθί του.
- Ότι πεις. Εσύ είσαι το αφεντικό, λέει το φίδι, το κάνει και εξαφανίζεται.
Δένει ο Τζο το κάρο στο άλογο, ανεβαίνει και αυτός και ξεκινάνε για την πόλη.
Φτάνοντας στην πόλη, μπαίνει στο πρώτο σαλούν και σταματούν τα πάντα. Μουσική, κουβέντες ακόμα και ανάσες!
Πιάνει τον μπάρμαν από τον γιακά και του λέει:
- Κέρνα τους όλους, και στείλε στο καλύτερο δωμάτιο 6 γκόμενες, και μια κάσα σαμπάνιες.
Ανεβαίνει πάνω, ανοίγει τις πόρτες με κλωτσιές, διαλέγει το καλύτερο δωμάτιο.
Έρχονται οι γκόμενες, και ο Τζο χαμογελάει.
Αρχίζει να ξεκουμπώνει το πουκάμισο, αποκαλύπτοντας θώρακα και κοιλιακούς. Αναστενάζουν οι γκόμενες.
Βγάζει παντελόνι και φανελάκι, κοντεύουν να λιποθυμήσουν οι γκόμενες από την έξαψη.
Βγάζει το μποξεράκι... Τρελά γέλια από το βάθος του δωματίου.
"Ρε γαμώτο, τί έγινε τώρα; Οι γκόμενες κοντεύαν να λιποθυμήσουν, τί συνέβη;"
Κοιτά κάτω.
- ΌΧΙ, ρε γαμώτο! Ξέχασα ο μαλάκας ότι το άλογο μου ήταν φοράδα!