Ένας άντρας βλέπει την γυναίκα του να φοράει ένα πανάκριβο δαχτυλίδι:
- Ρε γυναίκα, που το βρήκες το δαχτυλίδι;
- Που να στα λέω άνδρα μου, πήγα για καφέ, και στο μπάνιο που πήγα να πλύνω τα χέρια μου, βρήκα αυτό το δαχτυλίδι ακουμπισμένο στον νεροχύτη. Κοίταξα δεξιά, κοίταξα αριστερά, χαζή δεν είμαι, το πήρα το δαχτυλίδι.
Μετά από καμιά βδομάδα ο άνδρας βλέπει την γυναίκα να φοράει μία πανάκριβη γούνα.
- Ρε γυναίκα, που βρήκες την γούνα; Αυτή είναι πανάκριβη!
- Που να στα λέω, άνδρα μου. Πήγα σε ένα εστιατόριο και μόλις έφευγα μου έδωσαν αυτήν την γούνα αντί για την δική μου. Ε, χαζή είμαι; Την πήρα και έφυγα!
- Τί να σου πω, ρε γυναίκα; Εγώ μόνο ένα σώβρακο βρήκα στο μπάνιο, και αυτό μου ήταν μικρό.
Ήταν ένα ζευγάρι αγροτών. Και είχαν πολλές δουλειές.
Το πρωί σηκώνεται η σύζυγος και λέει:
- Σήκω Μήτσο μου, να πάμε στο χωράφι.
- Δεν μπορώ, δεν είμαι καλά, έχω ΗΤΑ ένα - ΝΙ ένα (H1N1 η νέα γρίπη).
Το επόμενο πρωί πάλι σηκώνεται η σύζυγος και λέει:
- Σήκω Μήτσο μου, να πάμε στο χωράφι, είσαι καλά;
- Δεν μπορώ, δεν είμαι καλά, έχω ΗΤΑ ένα - ΝΙ ένα.
Το μεθεπόμενο πρωί πάλι σηκώνεται η σύζυγος και λέει:
- Σήκω Μήτσο μου, να πάμε στο χωράφι, πρέπει να μαζέψουμε ελιές.
- Δεν μπορώ, δεν είμαι καλά, έχω ΗΤΑ ένα - ΝΙ ένα, πάρε αλβανούς.
Την άλλη μέρα η σύζυγος ήταν πτώμα στην κούραση.
Σηκώνεται ο σύζυγος υγιής και ορεξάτος.
- Σήκω Παγώνα μου να να πάμε στο χωράφι.
- Δεν μπορώ, είμαι πτώμα, ΗΤΑΝ πέντε, ΜΝΙ ένα.