Δύο φίλες είχαν πάει σε μια καφετέρια για να μιλήσουν. Ξαφνικά λέει η μία στην άλλη:
- Aκουσε τι έγινε χτες το βράδυ. Γύρισε ο Γιάννης μου από την δουλειά του κατακουρασμένος και του λέω:
"Γιάννη, πήγαινε να κάνεις μπάνιο και μόλις βγεις σου έχω μια έκπληξη!"
Βγαίνει που λες από το μπάνιο, του τραβάω την πετσέτα, του τα πιάνω και του λέω:
"Γιάννη μου γιατί σου είναι κρύα; Έλα να στα ζεστάνω εγώ!" Και μετά στο σπίτι έγινε κόλαση!
Λέει τότε κι η φίλη της:
- Αφού είναι εγγυημένο θα το κάνω και εγώ!
Ξανασυναντιούνται την επόμενη μέρα και βλέπει την φίλη της με μαυρισμένο το μάτι και μες στις μελανιές και την ρωτάει:
- Τι έγινε μωρή και είσαι έτσι; Δεν έκανες ότι σου είπα;
- Πως! Γύρισε ο Κώστας μου απο την δουλειά κατακουρασμένος και του είπα:
"Τι έχεις Κώστα μου και είσαι έτσι; Πήγαινε και κάνε ένα μπάνιο και μετά σου έχω μια έκπληξη!"
Βγαίνει απο το μπάνιο, του τραβάω την πετσέτα και του λέω:
"Γιατί Κώστα μου, σου είναι ζεστά; Του Γιάννη ήταν κρύα!"
Πάει ένας παππούς, που είχε πρόβλημα με την πού**α του, σ έναν ωτορινολαρυγγολόγο. Μπαίνει στο ιατρείο, κατεβάζει τα παντελόνια του και λέει:
- "Γιατρέ μου έχω πρόβλημα."
Βλέπει ο γιατρός την πού**α του παππού και λέει:
- "Μα γιατί είναι ματωμένη η πού**α σας; Εσείς πρέπει να πάτε σε έναν ουρολόγο."
- "Μα γιατρέ μου να σας εξηγήσω...", λέει ο παππούς.
- "Τι να μου εξηγήσεις;", λέει ο γιατρός, "Αφού σου είπα ότι δεν είμαι εγώ ο κατάλληλος γιατρός για να εξετάσω τη πάθησή σου."
Επιμένει ο παππούς και λέει...
- "Στο γεροκομείο που συχνάζω, έχουμε βαρεθεί τα συνηθισμένα παιχνίδια και παίζουμε ένα δικό μας."
- "Τι;", λέει ο γιατρός απορημμένος.
- "Λοιπόν...", λέει ο παππούς, "Όλοι οι γέροι βγάζουμε την πού**α μας επάνω στο τραπέζι και είναι ένας πάνω από το τραπέζι με ένα σφυρί. Όταν αυτός πει το "μπαμ" πρέπει όλοι να τις μαζέψουμε. Εεε, εγώ αυτό το μπαμ δεν ακούω..."

Κατεβαίνει μια φορά ένας άβγαλτος χωριάτης στην Αθήνα και μεταξύ των άλλων σκέφτεται να επισκεφτεί και ένα από τα φημισμένα μπουρδέλα. Πηγαίνει λοιπόν σε ένα και ρωτάει την τιμή.
- Αρχίζουμε από 2.500 και φτάνουμε μέχρι τις 15.000 δραχμές, του απαντάει η τσατσά.
- Δεν είμαστε καλά, πού να τα βρω τόσα λεφτά; λέει και φεύγει.
Πάει σε ένα πιο κάτω, ρωτάει τα ίδια, η πιο φτηνή στάση έκανε 2.000 δραχμές. Γυρίζει 2-3 ακόμα παντού η ίδια ακρίβεια. Απογοητευμένος φεύγει και πάει σ ένα συγχωριανό του, που έμενε καιρό στην Αθήνα να τον συμβουλευτεί.
Πράγματι αυτός του δίνει μια διεύθυνση. Την επόμενη μέρα, λοιπόν, πρωί-πρωί πάει σε εκείνο το σπίτι και χτυπάει το κουδούνι. Εμφανίζεται μια ψηλή, ξανθιά κουκλάρα.
- Η Τζένη; τις κάνει.
- H ίδια.
- Πόσο πάει το γαμήσι;
- 500 δραχμές και κερνάω και μπύρα.
- Ααα ωραία, επιτέλους.
- Μόνο που υπάρχει ένα πρόβλημα.
- Τί πρόβλημα;
- Δεν έχω κλειτορίδα.
- Αυτό είναι; Δεν πειράζει. Πιάσε μια AMSTEL!
Ο πιλότος διηγείται την καταπληκτική ιστορία της διάσωσής του μετά από την πτώση του αεροπλάνου του στην χώρα των Μασάϊ:
- Και που λέτε αγαπητοί ήμουν πολύ τυχερός, αφού μετά την πτώση του αεροπλάνου μου, οι Ιθαγενείς Μασάϊ με περιποιήθηκαν πάρα μα πάρα πολύ, σε τέτοιο βαθμό, ώστε κάθε μέρα να μου παραχωρεί ο φύλαρχος το χαρέμι του για καθημερινή και ολονύκτια χρήση!...
Οι φίλοι του έμειναν κατάπληκτοι και εντυπωσιασμένοι, για το πώς η ατυχία αυτού του ανθρώπου, ουσιαστικά μετατράπηκε σε διακοπές στον Παράδεισο!... Κάποιου μάλιστα, η ιδέα του άρεσε τόσο πολύ, ώστε καταγοητευμένος από την περιπέτεια αυτή, έφθασε στο σημείο να σκηνοθετήσει μια πτώση και του δικού του αεροπλάνου, ώστε να απολαύσει του προνομίου των χιλίων και μιας ερωτικών βραδιών με το χαρέμι του φυλάρχου...
Όμως-αλοίμονο-συνέβη το μοιραίο, και αντί να πέσει στην περιοχή ευθύνης της φυλής Μασάϊ, να πέσει στους γείτονες Καμάϊ, οι οποίοι είχαν αντίθετα έθιμα και ο δύστυχος υποχρεώθηκε να πηγαίνει με το σύνολο των πολεμιστών της φυλής οι οποίοι εκπαιδεύονται σε συνθήκες απουσίας γυναικών!... Περιττό να περιγράψουμε το τι έπαθε ο δύστυχος, αφού κάθε βράδυ, το σύνολο των πολεμιστών της φυλής περνούσε από πάνω του!
Καταεξαντλημένος, ρακένδυτος και ελεεινός, φθάνει μετά από πολλούς μήνες στην βάση του, όταν επί τέλους η "εκπαίδευση" των πολεμιστών της φυλής έληξε... Οι φίλοι του στο άκουσμα του χαρμόσυνου αγγέλματος της διάσωσής του, μαζεύονται στο σπίτι του, όλο χαρά. Παρών και ο παλιός πιλότος που είχε πέσει στους Μασάϊ.
- Και τι έγινε ρε θηρίο Κώστα;... Έμαθα ότι έπεσες στο χωριό των Μασάϊ!
Είναι αλήθεια ρε τυχερούλη;
- ... Ννναι!...
- Πώ!-πώ! ... Τι κωλοφαρδία έχεις ρε παιδί μου!...
Και ο διασωθείς:
- Φαίνεται ρε παιδιά;... Φαίνεται;...
Πάει ένας κουκουλοφόρος σε μία τράπεζα σπέρματος, μπαίνει μέσα και φωνάζει:
- Ληστεια!
Του εξηγεί η κοπέλα στην είσοδο ότι δεν είναι κανονική τράπεζα αλλά τράπεζα σπέρματος.
- Κάνε ότι σου λέω, αλλιώς θα σε σκοτώσω! της λέει αυτός. Ανοιξε το ψυγείο με τα μπουκαλάκια. Πάρε το μπουκαλάκι και άδειασέ το στο στόμα σου!
- Τι λέτε, κύριέ μου;! απαντά εκείνη.
- Κάνε ότι σου λέω, αλλιώς πέθανες!
Τι να κάνει αυτή, το παίρνει το μπουκαλάκι και το αδειάζει στο στόμα της.
Εκείνη την στιγμή ο άνδρας βγάζει την κουκούλα που φορούσε και της λέει:
- Είδες αγάπη μου, δεν είναι και τόσο δύσκολο...