Δυο ζευγάρια έπαιζαν πόκερ ένα απόγευμα. Κάποια στιγμή του Νίκου του έπεσαν κατά λάθος κάποια φύλλα στο πάτωμα και έσκυψε να τα μαζέψει.
Κάτω από το τραπέζι όμως, με έκπληξη, είδε ανοιχτά τα πόδια της Ρένας, της γυναίκας του Γιώργου που δεν φορούσε εσώρουχο.
Απόλαυσε το θέαμα και ταραγμένος σήκωσε το κεφάλι. Κάποια στιγμή πήγε στην κουζίνα να πάρει αναψυκτικά. Η Ρένα τον ακολούθησε και τον ρώτησε:
- Είδες τίποτε που σου άρεσε όταν έσκυψες;
Έκπληκτος από το θράσος της ο Νίκος, της απάντησε ότι όντως είδε κάτι που του άρεσε πολύ. Η Ρένα τότε απάντησε:
- Ωραία… αν θέλεις να το απολαύσεις θα σου στοιχίσει 1000 ευρώ.
Χρειάστηκε ένα λεπτό ο Νίκος να συνέλθει, να το υπολογίσει και απάντησε ότι ενδιαφέρεται. Του είπε ότι ο Γιώργος, ο άντρας της, τις Παρασκευές δουλεύει απογεύματα και μπορούσε να πάει κατά τις 2 στο σπίτι της. Παρασκευή λοιπόν, 2 η ώρα, έμπαινε στο σπίτι της και αφού πέρασαν ένα απόγευμα γεμάτο έρωτα και πάθος, της έδωσε τα 1000 ευρώ και έφυγε.
Κατά τις 6 γύρισε ο Γιώργος σπίτι και μπαίνοντας ρωτάει τη γυναίκα του:
- Πέρασε από εδώ ο Νίκος το μεσημέρι;
Πανικόβλητη η Ρένα και ενώ η καρδιά της πήγαινε να σπάσει απάντησε:
- Γιατί ρωτάς; Ναι, πέρασε για λίγα λεπτά το μεσημέρι.
- Και σου έδωσε 1000 ευρώ; ρωτάει ο Γιώργος.
Η Ρένα τρομοκρατημένη πλέον τελείως, σκέφτεται ότι από κάπου κάτι έμαθε αλλά βρίσκοντας την ψυχραιμία της απαντά:
- Ναι αγάπη μου, όντως έφερε 1000 ευρώ.
Οπότε ο Γιώργος ανακουφισμένος λέει:
- Το ήξερα ότι είναι άνθρωπος εμπιστοσύνης. Ήρθε το πρωί από το γραφείο να μου ζητήσει 1000 ευρώ δανεικά και μου είπε ότι θα περνούσε από το σπίτι το απόγευμα να σου τα αφήσει.
Ένα μεσημέρι και καθώς η οικογένεια μαζεύεται σιγά σιγά στο σπίτι από δουλειές και σχολείο, μαμά και μπαμπάς απασχολημένοι στις δουλειές τους ξεχνούν την αργοπορημένη κόρη. Όταν όμως η κόρη επιστρέφει στο σπίτι από το σχολείο νύχτα πια αντικρίζει στην πόρτα την θυμωμένη μάνα να την περιμένει…-Πού ήσουνα μωρή μέχρι τέτοια ώρα ε;-Μαμά,μαμά.. Μετά το σχολείο ένας κύριος ήρθε και με πήρε και με πήγε στο πάρκο…-Τ’ακούς άντρα μου, τ’ακούς; λέει αφηνιασμένη η μάνα. Αυτός στα τέτοια του. Συνεχίζει αμέριμνος να διαβάζει την εφημερίδα του στην πολυθρόνα.-Μαμά,μαμά.. Μετά ο κύριος, μου έπιασε το μπουτάκι…-Οοοοο τι έκανες μωρή ξεμιαλυσμένη, σε χούφτωσε κιόλας; Τ’ακούς άντρα μου, τ’ακούς;Ο σύζυγος επιμένει να τους γράφει κανονικά και συνεχίζει το διάβασμα.-Μαμά,μαμά.. Μετά μου έπιασε και λίγο…βυ.. Ζάκι,λέει τρομαγμένο το κατά τα άλλα καημένο κοριτσάκι. Η μάνα έχει πέσει κάτω και ενώ κόντευε να το πάθει το εγκεφαλικό είχε αρχίσει να σκίζει τα ρούχα της από τα νεύρα και την αγανάκτηση…-Αμάν τα χάπια μου, δεν μπορώ η καρδιά μου!Θεέ μου σβήνω,χάνομαι! Λέγε μωρή μήπως σου έκανε και τίποτα άλλο;Πές τα όλα θα σε σκοτώσω…-Μαμά,μαμά.. Μετά μου έπιασε λίγο,λίγο όμως…-Τί;Όχι μη μου πεις δε θα τ’αντέξω η δόλια…-Μουνάκι…λέει το κορίτσι.-Τιιιιιιιιιιιιι;Χωριανοιιιιι…η μάνα πλέον τα είχε παίξει στην κυριολεξία. Τ’ακούς μωρέ ανεπρόκοπε, τ’ακούς;λέει στον άντρα της. Οπότε κάποια στιγμή και αυτός αγανακτισμένος με όλα αυτά σηκώνεται και κατευθύνεται προς το κορίτσιΠΛΑΑΑΑΑΤΣ…της ρίχνει ένα ξεγυρισμένο χαστούκι μες στα μούτρα και της λέει…-¶ντε να χαθείς παλιοκόριτσο… μας καύλωσες πάλι βραδιάτικα…
Μια φορά ένας κολλημένος τύπος με το τζόγο πάει στο Καζίνο. Μετά από 2 ώρες βγαίνει έξω ταπί και ψύχραιμος. Δεν του είχε μέινει επάνω του δεκάρα τσακιστή. Ο τύπος δεν είχε δικό του αυτοκίνητο και βγαίνοντας λοιπόν έξω από το καζίνο βλέπει ένα και μοναδικό ΤΑΧΙ. Πάει λοιπόν στον ταξιτζή και του λέει. Σε παρακαλώ πολύ, δεν έχω φράγκο επάνω μου, τα έχασα όλα απόψε, πήγαινέ με όμως σπιτι και θα σου δώσω τα διπλά από όσο θα γράψει το ΤΑΧΙ. Ο ταρίφας αναίσθητος, χωρίς καν να γυρίσει να τον κοιτάξει του λέει. Χωρίς λεφτά δεν πάω πουθενά. Ο τύπος του λέει. Πήγαινέ με και θα σου δώσω τα τριπλά από όσο θα γράψει το ΤΑΧΙ μόλις φτάσω σπίτι. Ο ταρίφας τα ίδια. Δεν κουνιότανε με τίποτα, παρά τις δελεαστικές προσφορές.! Τελικά, (και χωρίς να υπάρχει άλλο ΤΑΧΙ τριγύρω), ο τύπος αναγκάστηκε να περπατήσει όλο το βράδυ μέχρι που ξημέρωσε όταν έφτασε σπίτι του, αλλά τα πόδια του είχαν τουμπανιάσει μετά από 20 Km βάδην όλη τη νύχτα. Δεν ξέχασε όμως τον ταρίφα και ήθελε να τον εκδικηθεί. Πάει λοιπόν ξανά μετά από μερικές μέρες στο ίδιο Καζίνο. Όμως αυτή τη φορά είχε κρατήσει στην μία τσέπη του παντελονιού του 300 euro για το ΤΑΧΙ. Αφού λοιπόν έχασε και πάλι όλα του τα λεφτά, βγαίνοντας έξω από το Καζίνο, προς έκπληξή του δεν είδε 1 αλλά 10 Τ¶ΧΙ στην σειρά και ο ταξιτζής που μερικά βράδια πριν του είχε κάνει την καζούρα, να είναι ο τελευταίος στην σειρά των ΤΑΧΙ. Πάει λοιπόν ο τύπος στον πρώτο ταξιτζή, και του λέει…Τα βλέπεις αυτα τα 300 euro; Είναι όλα δικά σου υπό τον όρο ότι θα κάνεις μία στάση στην διαδρομή και θα μου πάρεις μια ΠΙΠΑ. Περιττό να πώ ότι ο Ταξιτζής τον σκυλόβρισε και τον πέταξε αμέσως έξω από το Ταξί του. Να μην τα πολυλογώ, ο τύπος έλεγε τα ίδια σε κάθε ταξιτζή μέχρι που τελικά έφτασε στο τελευταίο ταξί – (στον ταξιτζή που του είχε κάνει το καψόνι πριν μερικά βράδια)πάει λοιπόν και λέει στον ταρίφα,… Τα βλέπεις αυτά τα 300 euro; Είναι όλα δικά σου αν με πας σπίτι σε 5 λεπτά. (απόσταση 20 km). Μόλις ο ταρίφας είδε το χρήμα τρελάθηκε από χαρά. Ότι θέλει ο πελάτης, στας διαταγάς σας κλπ… Μπαίνει λοιπόν μέσα στο ταξί ο τύπος και πριν ο ταρίφας ξεκινήσει του λέει ο τύπος. Θέλω να μου κάνεις ακόμα μια μικρή χάρη, αν μπορείς. Ο ταρίφας του λέει,…. ΟΤΙ ΘΈΛΕΙ Ο ΠΕΛΑΤΗΣ …και ο τύπος του λέει….»ΤΩΡΑ ΠΟΥ ΘΑ ΦΕΥΓΟΥΜΕ, ΚΑΙ ΘΑ ΠΕΡΝΑΜΕ ΔΙΠΛΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ ΤΑΞΙΤΖΗΔΕΣ, ΘΈΛΩ ΝΑ ΤΟΥΣ ΧΑΜΟΓΕΛΑΣ, ΝΑ ΚΟΡΝΑΡΕΙΣ ΚΑΙ ΝΑ ΤΟΥΣ ΧΑΙΡΕΤΑΣ ΚΟΥΝΟΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΤΟ ΧΕΡΙ ΣΟΥ»!
Ένας άντρας πάει στο γιατρό και του λέει:
- "Γιατρέ έχω ένα πρόβλημα, δε μπορώ να ικανοποιήσω σεξουαλικά τη γυναίκα μου. Τι μου συστήνετε να κάνω;"
- "Θα αγοράσεις Βιάγκρα και θα παίρνεις ένα χάπι πριν κάνεις έρωτα με τη γυναίκα σου.", του απαντά ο γιατρός.
Ένα βράδι, μετά από μια βδομάδα, γυρίζει σπίτι του μεθυσμένος και παίρνει όλο το κουτί, ορμάει στη γυναίκα του και την αφήνει λιπόθυμη. Μετά ορμάει και στον πεθερό του και τον αφήνει κι αυτόν λιπόθυμο. Οπότε πάει στο γιατρό την επόμενη μέρα και του λέει:
- "Γιατρέ σώσε με, πήρα υπερβολική δόση και όρμισα στη γυναίκα μου και μετά στο πεθερό μου και τους άφησα λιπόθυμους. Τι να κάνω;
- "Μια είναι η θεραπεία τώρα, να χώσεις την ψωλή σου σε ένα μπουκάλι γάλα", του λέει ο γιατρός.
Όπως πήγαινε σπίτι του βλέπει στο δρόμο ένα γαλατά, του παίρνει δια της βίας ένα μπουκάλι γάλα και χώνει την ψωλή του μέσα. Εκείνη τη στιγμή μόλις είχε συνέλθει ο πεθερός του, τον βλέπει από το παράθυρο και λέει:
- "Ωχ! την ξαναγεμίζει και έρχεται."
Ένας τύπος μπαίνει σ ένα μπαρ Κάθεται, παραγγέλνει το ποτό του και βλέπει ότι στο μπαρ υπάρχει μόνο μία γυναίκα, καθισμένη, μόνη της κι αυτή, λίγο παραπέρα Την πλησιάζει από πίσω και απλώνει τα χέρια του, την αγκαλιάζει κι αρχίζει να της φιλάει τα μαλλιά Η γυναίκα γυρνάει ξαφνικά και του αστράφτει ένα χαστούκι "Συγνώμη", λέει αυτός "μου φάνηκε ότι είσαι η γυναίκα μου"
"Ανόητε, μεθύστακα, ηλίθιο, ανίκανο ζώο!", φωνάζει αυτή "Για δες πλάκα . . . ", λέει αυτός, "δεν της μοιάζεις μόνο . .. Ακούγεσαι και ίδια μ αυτήν!"
Είναι τρία σκυλιά, ένα κανίς, ένα ντόπερμαν και ένας "κοπρόσκυλος", στο θάλαμο αναμονής ενός κτηνιατρείου και συζητούν για τους λογούς που βρίσκονται εκεί. Λέει το κανίς:
- Εγώ ήμουν μια πολύ καλή και υπάκουη σκυλίτσα, αλλά όταν έφυγε η κυρία μου για διακοπές, με ξέχασε στο σπίτι με λίγο νερό και λίγο φαγητό, είχε κλείσει και τα πατζούρια και το σπίτι ήταν σκοτεινό. Τι να κάνω κι εγώ η σκυλίτσα, τις δύο πρώτες μέρες άντεξα, αλλά την τρίτη μέρα τρελάθηκα: έσκισα τα υφάσματα στους καναπέδες και τις κουρτίνες, έφαγα τα κρόσια των χαλιών, γενικά έκανα το σπίτι άνω-κάτω... Όταν γύρισε η κυρία μου, εκνευρίστηκε με το χάλι που δημιούργησα και μ΄ έφερε εδώ για ευθανασία. Κατόπιν λέει το ντόπερμαν:
- Εμένα το αφεντικό μου με πήρε μαζί του στην εξοχή, όπου πέρασα πολύ ωραία: έτρεχα ελεύθερος στα χωράφια, έπαιζα με τ΄ άλλα ζώα και ανέπνεα καθαρό αέρα. Αλλά όταν μ΄ έφερε εδώ στην Αθήνα και με πήγε μια βόλτα γύρω από το τετράγωνο του σπιτιού μας, "σάλταρα" εντελώς. Ακουγα τις κόρνες των αυτοκινήτων, ανέπνεα τα καυσαέρια τους, δεν μπορούσα να τρέξω λόγω της πολυκοσμίας, με πάτησε κατά λάθος κι ένας κύριος. Ε τότε, λύσσαξα και δάγκωσα το αφεντικό μου στο πόδι. Κι έτσι μ΄ έφερε εδώ για ευθανασία. Εσένα ρε κοπρόσκυλε τι σου συνέβη; Και απαντά ο "κοπρόσκυλος":
- Εγώ τώρα τελευταία συχνάζω σε μια γειτονιά, όπου μένει μια πολύ καλή κυρία και μου αφήνει φαγητό στα σκαλοπάτια του σπιτιού της κάθε μεσημέρι. Προχθές το μεσημέρι, λοιπόν, που έβρεχε πολύ, βγήκε έξω με το νυχτικό της και άφησε το φαγητό μου στα σκαλοπάτια του σπιτιού της. Εγώ, έτσι όπως την είδα με το νυχτικό της που είχε ήδη βραχεί και με τις ωραίες καμπύλες, τα βυζάκια και το κωλαράκι της να διαγράφονται κάτω από το βρεγμένο νυχτικό, τι να έκανα, ο κοπρόσκυλος, κάβλωσα και της τον κάρφωσα. - Ε, και τι έγινε μετά; Σ΄ έφερε εδώ για ευθανασία; τον ρώτησαν τα άλλα σκυλιά. -Όχι, για να μου κόψει τα νύχια ! απάντησε ο κοπρόσκυλος.