Ο Γιωρίκας παντρεύτηκε τη Σιμέλα με σκοπό να κανει πολλά παιδιά, ήταν όμως αθώος και δεν ήξερε ακόμη πως γίνονται τα παιδιά και ρώτησε τη μάνα του να του πει.
Εκείνη, σεμνή από την φύση της και από ντροπή στο γιο της, του λέει:
- Μόλις θα πας στο κρεββάτι να κοιμηθείς θα γυμνωθείς, το ίδιο θα πεις να κάνει και η Σιμέλα. Μετά θα ψάξεις τό κορμί σου και θα βρεις ένα πράγμα να προεξέχει. Θα ψάξεις και το κορμί της Σιμέλας και θα βρεις μια τρύπα. Θα βάλεις το πράγμα σου που προεξέχει στην τρύπα της Σιμέλας και θα κάνεις παιδιά.
Το βράδυ ο Γιωρίκας στο κρεββάτι έκανε ότι του είπε η μάνα του. Έψαξε το κορμί του και βρήκε να προεξέχει η μύτη του. Έψαξε και το κορμί της Σιμέλας και βρήκε την τρύπα του πρωκτού. Ο Γιωρίκας καταχαρούμενος προσπάθησε να βάλει την μύτη του στο πρωκτό της Σιμέλας, εκείνη γαργαλίστηκε και έβγαλε μια θορυβώδη κλανιά.
Ακούγοντάς την ο Γιωρίκας πετάχτηκε πάνω κατενθουσιασμένος και άρχισε να φωνάζει:
- Σιμέλα, κάναμε παιδί! Το άκουσα να έρχεται με το μηχανάκι.

Δύο άφραγκοι, μπατήρια τελείως κάποια στιγμή επαναστατούν.
Όχι ρε λέει ο ένας στον άλλο, αυτό είναι άδικο. Να στερούμαστε τα πάντα το καταλαβαίνω αλλά και το φαγητό πάει πολύ. Κάτι πρέπει να βρούμε να τρώμε τουλάχιστον... Κάπως έτσι τους ήρθε η ιδέα. Μαζεύουν λοιπόν ό, τι φραγκοδίφραγκα είχαν και αγοράζουν ένα λουκάνικο. Το σχέδιο ήταν να πηγαίνουν σε κάποιο μαγαζί και αφού φάνε καλά να πέφτει ο ένας στα γόνατα να βγάζει το λουκάνικο από το παντελόνι του άλλου και προσποιούμενος πως είναι το όργανο του να ξεκινάει π**α. Έτσι τα γκαρσόνια έξαλα θα τους πέταγαν έξω με τις κλωτσιές. Το σχέδιο τίθεται σε εφαρμογή με μεγαλύτερη επιτυχία απ ότι περίμενε ο εμπνευστής του. Έτρωγαν στα πιο κυριλέ εστιατόρια και πάντα λίγο πριν το λογαριασμό τους πέταγαν έξω κλωτσοπατινάδα, αλλά πάντα χορτάτους. Πέρασαν έτσι κάποιες εβδομάδες και είχαν αρχίσει να παίρνουν τα πάνω τους για τα καλά. Μετά από ένα ανάλογο εγχείρημα είχαν αράξει κάτω από ένα δέντρο και τότε έρχεται η ώρα της εξομολόγησης. Ξέρεις να, δεν ξέρω πως να το πω, αλλά έτσι που γλείφω το λουκάνικο, έτσι που είναι ζουμερό-ζουμερό, ζεστό-ζεστό μου ρχεται να το φάω στην πραγματικότητα. Ντρέπομαι που στο λέω αλλά...- Κόψε τα κουφά και σταμάτα τις μαλακίες, του λέει κοφτά ο άλλος και πρόσεχε γιατί το λουκάνικο πεινούσα και το έφαγα από την πρώτη μέρα...
Μια φαρμακερή χειμωνιάτικη μέρα. ένας γέρος, στη μέση μιας παγωμένης λίμνης ανοίγει μια τρύπα στον πάγο, ρίχνει την πετονιά και περιμένει τα ψάρια να δαγκώσουν...
Μια ώρα και ούτε ένα τσίμπημα...
Να σου έρχεται ένας νεαρούλης, ανοίγει κι αυτός μια τρύπα λίγο παραδίπλα και ρίχνει την πετονιά του... Δεν έχει περάσει ούτε ένα λεπτό και ΧΡΑΠ! Ένα τεράστιο φαγκρί δαγκώνει το αγκίστρι. Ο νεαρούλης τραβάει έξω το φαγκρί και ο γέρος δεν πιστεύει στα μάτια του.
"Δεν βαριέσαι, απλή κωλοφαρδία..." σκέφτηκε.
Ο νεαρούλης όμως ξαναρίχνει την πετονιά, δεν περνάει ένα λεπτό και ΧΡΑΠ, δεύτερο φαγκρί!
Στα επόμενα πέντε λεπτά ο νεαρούλης βγάζει άλλα 4 ψάρια. Ο γέρος τραβούσε τα βυζιά του...
Τελικά δεν κρατήθηκε, πάει στον νεαρό:
- Ξέρεις, εγώ έχω πάνω από μία ώρα εδώ, και ούτε ένα ψάρι δεν δάγκωσε... Εσύ σε δέκα λεπτά έχεις βγάλει μισή ντουζίνα. Πώς τα καταφέρνεις;
- Έπι ακατά ακουίκια ετά.
- Τί;
- Έπι ακατά ακουίκια ετά.
- Μίλα καθαρά, ρε φίλε, δεν καταλαβαίνω ούτε λέξη, λέει ο γέρος.
Κι ο νεαρός, φτύνοντας στη χούφτα του:
- Πρέπει να κρατάς τα σκουλήκια ζεστά...