Ο Γιωρίκας κάποια μέρα πήρε την απόφαση να γίνει ξυλοκόπος.
Πάει, λοιπόν, σε ένα κατάστημα που πούλαγαν αλυσοπρίονα και λέει στον υπάλληλο :
Θέλω ένα καλό αλυσοπρίονο, για επαγγελματική χρήση
Έχουμε αυτό, το μοντέλο το sxg2000, κόβει μέχρι 100 δέντρα την ημέρα.
Καλό είναι,΄λέει Γιωρίκας και το αγοράζει.
Την επόμενη μέρα επιστρέφει αγανακτισμένος στο μαγαζί και κάνει φασαρίες. Τι 100 δέντρα και μαλακίες , μισό δέντρο έκοψα και έκανα 9 ώρες, τι πράματα είναι αυτά, θα το ΄κλείσετε το μαγαζί με τις μαλακίες που πουλάτε, και άλλα τέτοια σχετικά.
Ο υπάλληλος θορυβημένος του δίνει ένα άλλο μοντέλο, το turbo sxg2500. Αυτό του λέει, είναι το καλύτερο μοντέλο της αγοράς, 200 δέντρα την ημέρα κόβει.
Το παίρνει ο Γιωρίκας, πληρώνει τη διαφορά και χάνεται κανα δυο μέρες.
Την τρίτη μέρα, πάλι πίσω. Ρε καραγκιόζη τι μου πούλησες του λέει, Δυο μέρες κόβω και κατάφερα ένα δεντράκι να κόψω μόνο.
Σας παρακαλώ κύριε του, λέει ο υπάλληλος, μπορεί να έχει κάποιο πρόβλημα το μηχάνημα, άλλα όμως σας καλύπτει η εγγύηση, μην κάνετε έτσι, πάμε λίγο έξω να το δοκιμάσουμε.
Πάνε λοιπόν έξω, όπου υπήρχε ένας κορμός μεγάλος, κάνει μία έτσι ο υπάλληλος και τραβάει το σκοινί ΓΚΡΝΝΝΝΝΝ.. παίρνει μπροστά το αλυσοπρίονο.
Ο Γιωρίκας μένει κάγκελο... Πώς το κάνες αυτό ρε μεγάλε ...!
Όταν πέθανε η Μητέρα Τερέζα και πήγε στον Παράδεισο,τη βλέπει ο Αγιος Πέτρος και μετά τα σχετικά διαπιστευτήρια αναγνωρίζει το έργο της και της λέει:
- Εσύ δεν θα είσαι απλώς στον Παράδεισο αλλά θα φοράς και αυτό το αστεράκι στο μέτωπο ως αναγνώριση από όλους πως ήσουν μία αγία.
Χαρούμενη η Μητέρα Τερέζα που, έστω και, μετά θάνατον αναγνωρίστηκε το έργο της αρχίζει να περιδιαβαίνει στις οδούς τους Παραδείσου τραβώντας τα βλέμματα όσων την βλέπουν. Ξαφνικά, σε ένα δρόμο βλέπει μία ψηλή ξανθιά κοπέλα με ένα πελώριο αστέρι στο μέτωπο.
- Ωωωω, τι να έκανε αυτή άραγε, αναρωτιέται. Μα ποιά είναι;
Την πλησιάζει και τη ρωτά. Εκείνη αποκρίνεται:
- Είμαι η Lady Diana.
- Και τι έκανες εσύ;
- Ε, ότι όλες οι πριγκίπισσες: έπινα, χαρτόπαιζα, έκανα διακοπές, τριγυρνούσα από δω κι από κει με διαφορετικούς γκόμενους, φορούσα διάφορα επώνυμα ρούχα και τέτοια.
Τσαντίζεται η Μητέρα Τερέζα, την χαιρετά βιαστικά και καταλήγει στο γραφείο του Αγ. Πέτρου:
- Πάρε το αστέρι σου πίσω ρε. Δεν θέλω ούτε καν να είμαι εδώ.
- Τι έγινε Τερέζα μου; Τι έχεις; Τι σε χάλασε;
- Είναι δυνατόν; Εγώ έφαγα τα νιάτα μου, έσωσα εκατομμύρια κόσμο, αφιέρωσα τη ζωή μου στον άνθρωπο και την πίστη, έκανα τόσα πράγματα και μου έδωσες ένα μικρό αστεράκι και αυτή η ξανθιά, η έξαλλη έκανε ότι περνούσε απο το χέρι της για μια καλή ζωή και κέρδισε ένα πελώριο αστέρι.
- Μα, για ποιά λες;
- Γι αυτή την ψιλή ξανθιά με το μεγάλο αστέρι.
- Τη Lady Diana?
- Ναι αυτή, έτσι τη λένε.
- Ποιό αστέρι καλή μου; Αυτό είναι το σήμα της Mercedes.
Μια υπέροχη ξανθιά μπαίνει στο γραφείο του διευθυντή της εφημερίδας.
- Γεια, του λέει. Θέλω να με προσλάβεις γραμματέα σου.
- Γραφομηχανή ξέρεις; ρωτάει αυτός.
- Όχι, του λέει, αλλά μπορώ να μάθω.
- Στενογραφία;
- Όχι, αλλά μπορώ να μάθω.
- Αγγλικά;
- Όχι, αλλά μπορώ να μάθω...
Ο τύπος τα έχει παίξει.
- Καλά, τη ρωτάει τίποτα δεν ξέρεις;
- Όχι, του λέει αυτή, αλλά μπορώ να μάθω...
- Και, δεν μου λες, τουλάχιστον. Πόσα λεφτά θέλεις;
- Ενάμιση εκατομμύριο το μήνα, λέει αυτή.
- Τρελάθηκες κορίτσι μου; Εδώ έχω δύο αρχισυντάκτες, της απαντάει, και παίρνουν και οι δύο μαζί εννιακόσιες χιλιάδες.
Και η ξανθιά:
- Καλά. Τότε... πήδ.. τους αρχισυντάκτες σου!
Ένας τύπος δουλεύει στο ταχυδρομείο, στο τμήμα που επεξεργάζεται γράμματα που έχουν σταλεί σε λανθασμένες διευθύνσεις και άγνωστους παραλήπτες.
Μια μέρα, βλέπει ένα γράμμα με διεύθυνση "Προς τον Θεό".
Αυτό πρέπει να το διαβάσω, σκέφτηκε... Για να δούμε τι λέει!
Ανοίγει το γράμμα και διαβάζει.
"Αγαπητέ Θεούλη, σου ζητώ απεγνωσμένα τη βοήθεια σου. Είμαι μια γριούλα 87 ετών που παίρνω μια πενιχρή σύνταξη που τσίμα τσίμα με φτάνει να τα φέρω βόλτα.
Χτες στο τρόλεϊ μου κλέψανε την τσάντα μου με 100 ευρώ μέσα. Ήταν τα τελευταία λεφτά που είχα για να περάσω μέχρι να έρθει η σύνταξη του άλλου μήνα, την άλλη βδομάδα είναι Πάσχα και μάζευα αυτά τα λεφτά πόσους μήνες για να αγοράσω λαμπάδες και δώρα στα εγγονάκια μου.
Δεν έχω άλλα λεφτά στην τράπεζα και δεν έχω κανέναν να μου δανείσει, και άμα δεν τους πάρω δώρα θα στενοχωρηθούν πάρα πολύ γιατί περιμένουν πως και πως όλο το χρόνο.
Σε παρακαλώ αν θα μπορούσες να με βοηθήσεις κι εγώ θα σου ανάβω ένα κεράκι κάθε βδομάδα για να σε ευχαριστήσω..."
Ο υπάλληλος κατασυγκινήθηκε και άρχισε να διαβάζει το γράμμα σε όλους τους συναδέλφους του στο ταχυδρομείο. Όλοι στενοχωρήθηκαν και αποφάσισαν να ξηλωθούν και να βάλουν ό,τι μπορεί ο καθένας και τελικά όλοι μαζί κατάφεραν και συγκέντρωσαν 96 ευρώ.
Τα έβαλαν στο φάκελο και τα ταχυδρόμησαν στη γιαγιά, και μετά επέστρεψαν στη δουλειά τους έχοντας αυτή την θερμή και όμορφη αίσθηση πως έκαναν μια όμορφη, χριστιανική πράξη για το Πάσχα.
Την επόμενη βδομάδα έφτασε νέο γράμμα από τη γριούλα, πάλι με παραλήπτη το
Όλοι οι υπάλληλοι του ταχυδρομείου μαζεύτηκαν μέσα στην αγωνία για να διαβάσουν την απάντηση.
"Αγαπητέ Θεέ,
Πώς να σε ευχαριστήσω για το καλό που μου έκανες...;
Με τα λεφτά που μου έστειλες πήρα δώρα και λαμπάδες και πασχαλινά αυγά στα εγγονάκια μου και χάρηκαν πάρα πολύ. Περάσαμε πολύ όμορφα χάρις στο δώρο που μου έκανες από αγάπη. Θα σου ανάβω ένα κεράκι κάθε βδομάδα για να σε ευχαριστήσω.
Αιώνια η βασιλεία Σου.
Υ. Γ. Παρεμπιπτόντως, λείπανε 4 ευρώ από το φάκελο. Νομίζω πως τα βουτήξανε αυτά τα καθάρματα που δουλεύουν στο ταχυδρομείο... Τους ξέρω εγώ τι αληταράδες είναι!"
Είναι ένας τύπος, εντελώς μαμάκιας, κολλημένος δηλαδή με τη μάνα του... Και κάποια στιγμή αποφασίζει να παντρευτεί.
Η γυναίκα του, του μαγειρεύει, και όταν αυτός γυρίζει από το γραφείο και δοκιμάζει το φαγητό λέει:
- Καλό το φαγητό που μαγείρεψες, γυναίκα, αλλά της μαμάς είναι καλύτερο!
Η γυναίκα του σιδερώνει αλλά όταν αυτός γυρίζει από το γραφείο λέει:
- Καλά σιδερώνεις, γυναίκα, αλλά η μαμά μου τα ρούχα τα κολλάριζε!
Η γυναίκα του συγυρίζει το σπίτι αλλά όταν αυτός γυρίζει από το γραφείο λέει:
- Ωραία έχεις τακτοποιήσει το σπίτι, αλλά η μαμά μου όταν συγύριζε το διακοσμούσε κιόλας...!
Τα παίρνει κι η γυναίκα του μια μέρα, και πάει σε ένα μαγαζί και αγοράζει κάτι σέξι μαύρα εσώρουχα, ζαρτιέρες, στριγκ κ. Λ. Π. Σκέφτεται, θα τα φορέσω, θα ανάψω κεριά, θα βάλω απαλή μουσική και θα τον περιμένω. Τι στο καλό, θα την ξεχάσει τουλάχιστον για απόψε τη μάνα του...
Με το που γυρίζει ο τύπος από το γραφείο βλέπει τα φώτα στο σπίτι κλειστά, και τη γυναίκα του με τα μαύρα εσώρουχα και τρελαίνεται...
- Γιατί φοράς μαύρα; Έπαθε τίποτα η μάνα μου;!
Tρεις φίλοι, ένας Γερμανός, ένας Iταλός και ένας Πόντιος, δουλεύουνε σε ένα εργοστάσιο.
Kάθε μεσημέρι στο διάλειμμα, ανοίγει καθένας το μπόγο του και τρώνε το φαγητό τους, το οποίο δυστυχώς, είναι κάθε μέρα το ίδιο! Mια μέρα, εξαντλημένοι από τη δουλειά, κάθονται να φάνε και λέει ο Γερμανός πριν να ανοίξει το μπόγο του:
- Έτσι και είναι πάλι λουκάνικα και εγώ δεν ξέρω τι θα γίνει! Aνοίγει τον μπόγο αργά, μέσα βρίσκει τι άλλο λουκάνικα, οπότε παίρνει φόρα και πηδάει από τον πέμπτο όροφο στο κενό! O Iταλός κοιτάζει πρώτα τον Γερμανό να πέφτει, κοιτάει ύστερα τον μπόγο του αποφασισμένος και λέει:
- Aν βρω πάλι μακαρόνια θα ακολουθήσω τον Γερμανό! Tον ανοίγει λοιπόν και φυσικά παίρνει και αυτός το δρόμο που χάραξε ο φίλος του!Tελευταίος ο Πόντιος, εύχεται κοιτάζοντας τον ουρανό να μη βρει πάλι ψωμί με τυρί, αλλά μέσα στον μπόγο βρίσκει πάλι ένα κομμάτι τυρί και μια μεγάλη φέτα ψωμί ξερό. H συνέχεια είναι αναμενόμενη... Tην επόμενη μέρα στην κηδεία οι τρεις χήρες κλαίνε απαρηγόρητες. Λέει πρώτη η Iταλίδα:
- Φτωχοί άνθρωποι είμαστε, μα αν μου είχε πει πως ήθελε κάτι άλλο θα έβρισκα κάτι να του φτιάξω!Λέει η Γερμανίδα:
- Mα εγώ νόμιζα πως του άρεσαν τα λουκάνικα. Aν ήξερα... Λέει και η Πόντια:
- Mα κάθε μέρα μόνος του το έφτιαχνε το φαγητό!
Γελάει καλύτερα όποιος έχει καλύτερα δόντια.
Των φρονίμων τα παιδιά, πριν πεινάσουν δεν πεινούσαν.
Όπου λαλούν πολλοί κοκόροι δεν μπορείς να κοιμηθείς.
Κύλησε ο τέτζερης και χύθηκε η σούπα.
Δώσε αέρα στον χωριάτη όταν κάνει καταδύσεις.
Στου κουνγκ-φού την πόρτα υπάρχει μία τρύπα από κλωτσιά.
Όποιος βαριέται να ζυμώσει παίρνει έτοιμο ψωμί.
Όποιος βιάζεται φτάνει γρηγορότερα.
Μη μιλάς, μη γελάς, κινδυνεύει η Ελλάς.
Από την πόλη έρχομαι και πάω στο χωριό.
Όποιος δεν έχει μυαλό, είναι άμυαλος.
Ένα μήλο την ημέρα δεν μπορεί να σε χορτάσει.
Όπου ακούς πολλά κεράσια, εκεί υπάρχει κερασιά.
Παπούτσι από τον τόπο σου κι ας είναι και γοβάκι.
Μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, πάνε τα λεφτά των συνταξιούχων.
Κάλλιο πέντε και στο χέρι, από το να σου βάζουν χέρι.
Όσα δεν φτάνει η αλεπού δεν τα φτάνει κι η νυφίτσα.
Το καλό το παληκάρι βοηθάει την μαμά του.
Δουλειά δεν είχε ο διάολος και γράφτηκε στον Ο. Α. Ε. Δ.
Η γριά κότα θα ψοφήσει όπου να ναι.
Ο γέρος ή από πέσιμο θα πάει ή από Θηβών.
Κάνε το καλό και δώσε το σε μένα.
Σαν (Sun) θέλει η νύφη κι ο γαμπρός, Ντέιλυ Μίρρορ (Daily mirror) θέλει ο πεθερός.
Η πολλή δουλειά απαιτεί υπερωρίες.
Όποιος νυχτοπερπατεί κοιμάται ξημερώματα.
Γύρο-γύρο όλοι, εγώ προτιμώ μπιφτέκι.
Από μικρό κι από τρελλό μαθαίνεις παραμύθια.
Στερνή μου γνώση επιτέλους ήρθες.
Έλα μπάρμπα μου να σου δείξω το INTERNET.
Μπρος γκρεμός και πίσω δρόμος.
Η αρχή είναι το ήμισυ του αρχιμανδρίτη.
Χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη βρίσκει.
Φύλαγε τα ρούχα σου βάζοντας ναφθαλίνη.
Μάρτυς γδάρτης θα σε στείλει φυλακή.
Πήγε για μαλλί (της γριάς) και βγήκε με ποπ-κορν.
Ή στραβός είναι ο γιαλός ή ίσιος.
Κάποιο λάκκο έχει ο δρόμος.
Χέσε μέσα Πολυχρόνη, γιατί δεν μπορώ να καθαρίζω άλλο.
Κι αν είσαι και παπάς μάλλον στον Παράδεισο θα πας.
Μάτια που δεν βλέπονται χρειάζονται επειγόντως λίφτιγκ.
Όταν λείπει η γάτα έχεις οικονομία στα friskies.
Όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα ας τρώει καλαμπόκι.
Είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κοκόρι.
Οι πόντιοι Κωστίκας και Γιωρίκας αποφασίζουν να ανοίξουν ένα κρεοπωλείο. Ανοίγουν λοιπόν το μαγαζί και περιμένουν την πελατεία.
Λέει ο Γιωρίκας στον Κωστίκα:
- Ρε συ Κωστίκα, Δε θα ήταν καλύτερα να κάνουμε μια προπόνηση για να δούμε πως θα μιλάμε στους πελάτες;
- Δίκιο έχεις ,απαντάει ο Κωστίκας.
-ʼκου τι θα κάνουμε, εσύ θα βγεις έξω και θα ξαναμπείς για να παραγγείλεις σαν να είσαι πελάτης, εντάξει;
- Εντάξει, απαντά ο Κωστίκας και βγαίνει έξω.
Ξαναμπαίνει μετά από δυο λεπτά και λέει:
- Καλημέρα.
- Καλημέρα, πως μπορώ να σας εξυπηρετήσω;
- Θα ήθελα μια πορτοκαλάδα, απαντά ο Κωστίκας.
- Τι πορτοκαλάδα ρε βλάκα, κρεοπωλείο είμαστε όχι καφενείο. Βγες έξω και ξαναδοκίμασε.
Πράγματι βγαίνει έξω και ξαναμπαίνει.
- Καλημέρα σας.
- Καλημέρα σας, τι θα θέλατε;
- Θα ήθελα μια πορτοκαλάδα.
Ο Γιωρίκας σταλμένος τελείως αρχίζει να τον βρίζει.
- Τι λες, μωρέ πανηλίθιε, βλάκα τόσο κόπανος είσαι; Δεν γίνεται έτσι δουλειά, λοιπόν θα κάνεις εσύ τον καταστηματάρχη και εγώ τον πελάτη.
Βγαίνει έξω ο Γιωρίκας και ξαναμπαίνει μετά από λίγο.
- Καλημέρα σας, θα ήθελα μισό κιλό κιμά.
- Τα μπουκάλια τα έφερες;