Ο. Α. Κ. Α, Ολυμπιακό Κολυμβητήριο, Παραολυμπιάδα 2004. Τερματισμός των 400 μ. πρόσθιο.
Παραολυμπιακό ρεκόρ από τον Κουβανό κολυμβητή, ο οποίος είναι χωρίς πόδια και χέρια. Συνέντευξη λοιπόν από δημοσιογράφο της ΕΤ: Δημοσιογράφος:
- Καλά, πως τα καταφέρατε και κάνατε τέτοιο ρεκόρ, που θα το ζήλευαν και οι αρτιμελείς;Κουβανός:
- Να σας πω, κολυμπάω από 2 χρονών, σε αντίξοες συνθήκες πάντα. Πρώτοι προπονητές μου ήταν οι γονείς μου, οι οποίοι καθημερινά με πήγαιναν με τη βάρκα στα ανοιχτά του πελάγους, με έριχναν στη θάλασσα κι εγώ κολυμπούσα μέχρι την ακτή. Αυτό σε καθημερινή βάση χειμώνα - καλοκαίρι. Δημοσιογράφος:
- Καλά από τόσο μικρός... και δεν κουραζόσασταν;Κουβανός:
- Καθόλου, το μόνο που με δυσκόλευε στην αρχή, ήταν μέχρι να βγω από το τσουβάλι...!
Μια μέρα το παιδάκι ενός φίλου έφερε στο σπίτι ένα γράμμα από το σχολείο, από αυτά που συνήθως στέλνουν τα σχολεία και τις περισσότερες φορές δε λένε τίποτα και τις υπόλοιπες είναι άγγελοι κακών. Εκείνο το γράμμα έλεγε ότι οι μαθητές εκείνη την ημέρα είχαν δει μια κινηματογραφική ταινία στο σχολείο, που είχε φιλοδοξία να τους διδάξει διάφορα πράματα για τη ζωή γενικότερα και που αν μαθαινότανε από τα βιβλία από τις ταινίες η ζωή, ... καλά, άστο αυτό, ως επί το πλείστον, σεξουαλικού περιεχομένου, (σεξουαλική αγωγή κλπ, ξέρετε εσείς, που ούτε κι αυτά μαθαίνονται από τις ταινίες. Πρακτική χρειάζεται!) Έδινε δε οδηγίες στους γονείς να ρωτήσουν τα παιδάκια τους αν είχαν τίποτα απορίες για το περιεχόμενο της ταινίας. Πιστός στις επιταγές του σχολείου, ο φίλος μου πήρε το διστακτικό γιο του στο σαλόνι κι άρχισε την... ανάκριση:
- Είδες την ταινία στο σχολείο σήμερα;
- Ναι.
- Μήπως έχεις τίποτα απορίες;
- Όχι.
- Για πες μου τώρα τη γνώμη σου για την ταινία.
- Ε λοιπόν, το μόνο που έχω να πω είναι ότι είμαι ευτυχισμένος που είμαι υιοθετημένος.
Σε μια φτωχογειτονιά, γεμάτη σκόνη, λακούβες και τίμιο εργατικό ιδρώτα, ζούσαν δύο αδερφάκια 8 και 10 ετών. Τα δύο παιδιά ήταν ζιζάνια, χαβαλετζήδες και αλητάκια. Οπότε, για κάθε ζημιά που γινόταν εκεί πέρα, όλοι υπέθεταν ότι οι δύο μικροί είχαν βάλει το χεράκι τους αμέσως ή εμμέσως πλην σαφώς. Οι γονείς τους είχαν κουραστεί και προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να τα επαναφέρουν σε τάξη.
Κάποτε άκουσαν για έναν παπά, άξιο και έμπειρο ο οποίος είχε εργαστεί σκληρά επί συναπτά έτη με προβληματικά παιδιά. Η μητέρα πρότεινε στον πατέρα να παρακαλέσουν τον παπά να μιλήσει και να νουθετήσει με την σοφία του τα παιδιά και ο πατέρας φυσικά δέχθηκε με ενθουσιασμό την πρότασή της.
Έτσι η μητέρα μετεβίβασε το αίτημα της στον παπά, ο οποίος δέχτηκε και ζήτησε να δει πρώτα τον μικρότερο αδερφό, αλλά μόνο του. Και έτσι ο μικρός απεστάλη ευθέως στο παπά. Ο παπάς τον έβαλε να κάτσει σε ένα πελώριο, εντυπωσιακό τραπέζι και ο ίδιος έκατσε απέναντί του. Για πέντε ολόκληρα λεπτά, απλώς κάθονταν και κοιτούσαν ο ένας τον άλλο. Κάποια στιγμή ο παπάς τέντωσε τον δείκτη του προς τον μικρό και ρώτησε:
- «Που είναι ο θεός;» Ο μικρός κοίταξε κάτω από το τραπέζι, γύρω στο δωμάτιο, τις γωνίες, αλλά δεν είπε τίποτα. Και πάλι ο παπάς έδειξε τον μικρό και ρώτησε δυνατότερα:
- «Που είναι ο θεός;» Ξανά ο μικρός κοίταξε γύρω, αλλά δεν είπε τίποτα. Για τρίτη φορά, ο παπάς, αφού έκανε το γύρω του τραπεζιού και σχεδόν ακούμπησε με τον δείκτη του την μύτη του πιτσιρικά, με πολύ δυνατή και αυστηρή φωνή ξαναρώτησε:
- «Που είναι ο θεός;» Το παιδάκι πανικόβλητο έτρεξε όλο τον δρόμο μέχρι το σπίτι, βρήκε τον μεγαλύτερο αδερφό του και του λέει:
- Καλά ε, τώρα τη βάψαμε για τα καλά.
- Τι εννοείς ρε; απαντάει ο μεγαλύτερος αδερφός.
- Ο θεός χάθηκε και νομίζουν ότι πάλι εμείς φταίμε!