Ένας παπάς και ένας ραβίνος ψάρευαν σε μια πλευρά του δρόμου.
Και έγραψαν μια πινακίδα που έγραφε:
"Το Τέλος είναι κοντά. Επίστρεψε τώρα, Πριν είναι πολύ αργά"
Και την έδειχναν σε κάθε αυτοκίνητο που περνούσε.
Ένας οδηγός δεν εκτίμησε την πινακίδα γιατί ήταν ορθολογιστής.
Αντίθετα τους φώναξε:
"Ρε αϊ παρατάτε με παλιομεσαιωνικά αποβράσματα".
Ξαφνικά ακούστηκε ένα μεγάλο ΣΠΛΑΑΑΑΑΑΑΑΤΣ.
- Οι ιερείς αλληλοκοιτάχτηκαν και είπε ο παπάς στον ραβίνο:
Μήπως απλά να βάζαμε μια πινακίδα που να λέει <<Δεν υπάρχει πια η γέφυρα!>>

Ήταν ένας ορθόδοξος ιερέας, ένας μουσουλμάνος και ένας ραβίνος και συζητούσαν για το ποιανού θρησκεία είναι η καλύτερη. Έτσι άρχισαν να λένε ποια θρησκεία κάνει μεγαλύτερα θαύματα.
- Λέει ο ορθόδοξος: εκεί που ψάρευα στην μέση του πελάγους πιάνει μια τρομερή τρικυμία οπότε τι να κάνω προσεύχομαι στον Θεό και ξάφνου το θαύμα έγινε γύρω γύρω τρικυμία και στην μέση λάδι η θάλασσα.
- Αυτό δεν είναι τίποτα λέει ο Μουσουλμάνος. Εγώ μια φορά που είχα πάει στην έρημο πιάνει μια τρομερή αμμοθύελλα οπότε προσεύχομαι στον Αλλάχ και ξάφνου το θαύμα έγινε γύρω γύρω αμμοθύελλα και στην μέση όπου βρισκόμουν γαλήνη.
- ΑΑΑ, αυτά δεν είναι τίποτα λέει ο Ραβίνος. Ο δικός μου θεός να δείτε τι έκανε. Πριν να πάω στην Συναγωγή καθόμουν σε ένα παγκάκι και δίπλα μου έρχεται και κάθεται μια πανέμορφη ξανθιά. Εκεί που καθόμασταν μου λέει θέλω να το κάνουμε. Εγώ όμως δεν μπορούσα γιατί ήταν Κυριακή και ως γνωστόν την Κυριακή εμείς οι Εβραίοι δεν κάνει να εργαζόμαστε τι να κάνω λοιπόν προσεύχομαι στον θεό και ξάφνου το θαύμα έγινε γύρω γύρω Κυριακή και στη μέση Σάββατο.!
Παίρνει ένας παπάς εντολή να πάει στην Κρήτη να ασκήσει το επάγγελμά του.
Μετά από δυο χρόνια, απελπισμένος γυρίζει στην Αθήνα. Μπουχτισμένος από τους Κρητικούς, μιλάει αρνητικά για αυτούς όπου σταθεί και όπου βρεθεί. Έρχεται λοιπόν η Κυριακή και μετά το εκκλησίασμα μιλάει στους πιστούς του για την εντολή "ου κλέψεις":
"Ο Θεός τέκνα μου, εδίδαξε να μην κλέβουμε, όχι σαν τους Κρητικούς που κλέβουν ο ένας τα ζώα του άλλου..."Γίνονται παράπονα και ο επίτροπος του ζητάει να μην επαναληφθεί το συμβάν. Την επόμενη Κυριακή, όταν έφτασε η ώρα του κηρύγματος αρχίζει να τους μιλάει για την εντολή "ου φονεύσεις"
:
"Ο Θεός εδίδαξε να μην σκοτώνουμε. Όχι σαν τους Κρητικούς που σκοτώνουν ο ένας τον άλλο με τις βεντέτες τους..."Γίνονται περισσότερα παράπονα και ο επίτροπος τον απειλεί ότι αν το ξανακάνει θα είναι και η τελευταία του φορά... Αυτός συμφωνεί. Την επόμενη λοιπόν Κυριακή, μετά την λειτουργία αρχίζει να τους μιλά για τον Μυστικό Δείπνο... "
Εκεί που κάθονταν γύρω από το τραπέζι, ο Χριστός με τους μαθητές του, τους αποκαλύπτει:
- Ένας από εσάς θα με προδώσει σήμερα!Και τότε πετάγεται ο Ιούδας και λέει:
- Και γιάντα ξανοίγεις εμένα, μπρε σύντεκνε;"
Ένας τσοπάνης αποφάσισε να κατέβει στην Αθήνα να δει πως είναι επιτέλους η μεγαλούπολη. Πάει σε ένα ξενοδοχείο και νοικιάζει ένα δωμάτιο. Το βράδυ που κοιμόταν, ξαφνικά εμφανίζονται δυο γκόμενες από το σκοτάδι και αρχίζουν να τον χαϊδολογούν, χωρίς να έχει άλλη επιλογή ο τσοπάνης, τι να κάνει, τις πηδάει.
Την άλλη μέρα πάει στη ρεσεψιόν να πληρώσει για το δωμάτιο.
- "Τι χρωστάω;" λέει ο Βλάχος.
- "Χρωστάς;", λέει ο υπάλληλος, "πάρε και 30 χιλιάρικα!". Ξαφνιασμένος ο τσοπάνης πηγαίνει στο χωριό για να πει τι του έτυχε στην πρωτεύουσα. Πηγαίνει στο καφενείο και λέει με υπερηφάνεια τι του είχε συμβεί, όμως κανείς δεν τον πίστευε. Λέει ο Βλάχος αφού δε με πιστεύετε στείλτε το δήμαρχο στην Αθήνα στο ίδιο ξενοδοχείο να διαπιστώσει αν είναι αλήθεια τα λεγόμενα μου.
Πράγματι πάει ο Δήμαρχος στο ίδιο μέρος. Το βράδυ που κοιμόταν πετάγονται μέσα απο το σκοτάδι δύο γκομενάρες και τον χαϊδολογάνε. Τι να κάνει ο άμοιρος (αν και παντρεμένος) τις πηδάει. Πάει να πληρώσει την άλλη μέρα:
Δήμαρχος:
"Τι χρωστάω;"
Υπάλληλος:
"Χρωστάς;", "Πάρε και 30 χιλιάρικα".
Ενθουσιασμένος ο δήμαρχος πάει και λέει τα νέα στο καφενείο του χωριού, μα και πάλι κανείς δεν τον πίστευε. Αγανακτισμένος ο δήμαρχος λέει:
- "Αφού δε με πιστεύετε στείλτε τον παπά του χωριού".
Με τα χίλια ζόρια τον ψήνουν τον παπά και πάει (σίγουρος για το αντίθετο απο τα λεγόμενα) πάει στο ίδιο ξενοδοχείο. Το βράδυ που κοιμάται πετάγονται δύο γυναικάρες τον χαϊδολογάνε. Τι να κάνει ο παπάς υποκύπτει ενώπιον του Κυρίου. Την άλλη μέρα πάει να πληρώσει:
Παπάς:
"Τι χρωστάω τέκνον μου;
Υπάλληλος:
"Χρωστάς;", "Πάρε και 100 χιλιάρικα."
Παπάς:
"Μα γιατί τέκνον μου εμένα μου έδωσες 100 χιλιάρικα και στους άλλους δύο που ήρθαν 30;"
Και απαντάει ο υπάλληλος:
- "Τι να κάνουμε πάτερ, πρώτη φορά γυρνάμε τσόντα με παπά".

Δύο παπάδες συναντιούνται κάθε πρωί με τα ποδήλατά τους καθώς πηγαίνουν να κάνουν λειτουργία στις εκκλησίες τους. Μια μέρα ενώ ο ένας πήγαινε με το ποδήλατο συναντά τον άλλο που πήγαινε με τα πόδια.
- Τι έγινε αδελφέ; τον ρωτάει. Τι έγινε; που είναι το ποδήλατό σου;
- ʼσε... Μου το κλέψανε αδελφέ! του απαντάει ο άλλος ο παπάς, και τώρα δεν ξέρω τί να κάνω...
- ʼκου να σου πω λέει ο άλλος: Την Κυριακή στην εκκλησία, που θα είναι πολλοί, στο κήρυγμα θα αρχίσεις να λες τις 10 εντολές. Όταν θα φτάσεις στο ου κλέψεις, θα δεις ποιός θα ταραχτεί από κάτω, και θα καταλάβεις ποιός στο πήρε.
Πράγματι, έτσι κι έκανε. Tη Δευτέρα το πρωί συναντιούνται πάλι, κι ο πάπας είχε βρει το ποδήλατό του.
Τι έγινε; τον ρωτάει ο άλλος, πως το βρήκες;
- Έκανα ότι μου είπες, λέει ο παπάς. Στο κήρυγμα, άρχισα να λέω τις 10 εντολές. Φτάνω στο ου κλέψεις, κοιτάω να δω αν κουνήθηκε κανένας, αν ταράχτηκε... τίποτα. Όταν όμως έφτασα στην εντολή ου μοιχεύσεις, θυμήθηκα που το είχα αφήσει!