Ένας Γενικός Διευθυντής μιας εταιρίας, επιβιβάζεται στο τρένο μαζί με έναν νεαρό υπάλληλο του για να πάνε Θεσσαλονίκη.
Δεν μπορούν να βρουν όμως άλλο μέρος να καθίσουν, εκτός απο ένα βαγόνι όπου απέναντι τους κάθεται μία γιαγιά με την όμορφη εγγονή της. Ύστερα απο λίγο, είναι φανερό ότι υπάρχει ενδιαφέρον μεταξύ των δυο νεαρών, απο τις ματιές που ανταλλάζουν. Στο ύψος της Λαμίας, το τρένο περνάει μέσα απο ένα τούνελ και στο βαγόνι γίνεται πίσσα σκοτάδι. Ξαφνικά, ακούγεται ο ήχος ενός φιλιού και ο θόρυβος απο ένα δυνατό χαστούκι. Όταν το τρένο βγαίνει απο το τούνελ, και οι τέσσερις κάθονται όπως πριν, αμίλητοι. Η γιαγιά σκέφτεται μέσα της :
"Θράσος που το είχε ο νεαρός να φιλήσει την εγγονή μου! Πάντως χαίρομαι που τον έβαλε στην θέση του με αυτό τo χαστούκι"
Ο Γεν. Διευθυντής, σκεπτόταν κάπως ενοχλημένος :
"Δεν ήξερα ότι ο νεαρός ήταν τόσο θαρραλέος για να φιλήσει τη κοπέλα! Σίγουρα όμως θα προτιμούσα να μην είχε αστοχήσει αυτή στο χαστούκι της γιατί αντί αυτόν πέτυχε εμένα"
Η εγγονή πάλι σκεφτόταν :
" Χάρηκα που με φίλησε ο τύπος, αλλά με στενοχώρησε που η γιαγιά μου τον χαστούκισε"Ο νεαρός υπάλληλος απο την άλλη, καθόταν με ένα χαμόγελο ικανοποίησης στο πρόσωπο του. "Κοίτα να δεις τι ωραία που είναι η ζωή μερικές φορές" σκεπτόταν, "πόσο συχνά έχει κάποιος την ευκαιρία να φιλήσει μια όμορφη κοπέλα και ταυτοχρόνως να τραβήξει και ένα χαστούκι στον Διευθυντή του!"
Ήτανε μια φορά κι ενα καιρό...
, τρεις πολύ κολλητές κυρίες, η Πόπη, η Λούλα και η Μαργαρίτα, που γνωριζόντουσαν απο μικρά παιδιά και μέχρι τώρα που είχαν περάσει τα 80 διατηρούσαν τη φιλία τους στο ακέραιο! Η δε υγεία τους ηταν μια χαρά για τα χρόνια που κουβαλούσαν στην καμπούρα τους και το μόναδικό πρόβλημα είχε να κάνει με κάποια κρούσματα αμνησίας που είχαν προκύψει τον τελευταίο καιρό. Αλλά κατά τα άλλα, όλα καλά!
Εκείνο λοιπόν το Κυριακάτικο πρωινό αποφάσισαν η Πόπη και η Λούλα να επισκεφτούν την Μαργαρίτα και μια και δυο κίνησαν για το σπίτι της φιλενάδας τους.
Το τι χαρές εκανε η Μαργαρίτα οταν τις είδε δε λέγεται...
- Καλώς τα κορίτσια! (ματς-μούτς-ματς-μουτς!) Τι κάνετε βρέ;
Και αφού έφτιαξε τρεις βαρβάτους καφέδες, άρχισαν όλες μαζί το μπλα-μπλα.
Σε καμιά ωρα λέει η Πόπη:
- Βρε Μαργαρίτα μου, να, με την κουβέντα στέγνωσε το στόμα μου... Μήπως έχεις κάτι να τσιμπήσουμε;
- Βεβαίως-βεβαίως, έχω ετοιμάσει κάτι σάντουιτς μούρλια! Πάω αμέσως να τα φέρω!
Και έτρεξε η Μαργαρίτα αμέσως προς την κουζίνα. Μπαίνοντας όμως μέσα, ξέχασε για ποιο λόγο είχε έρθει και άρχισε να αναρωτιέται.
"Βρε τι μου είπανε να φέρω... Τι μου είπανε... Ε, τι αλλο θα θέλουνε; Μα φυσικά καφέ!"
Και φτιάχνει ξανα-μανά τρεις βαρβάτους καφέδες και τους πάει στα κορίτσια, τους πίνουνε κι αρχίζει πάλι το μπλα-μπλα.
Και νά σου πάλι σε καμμιά ωρα τα ίδια.
- Θα φάμε τίποτα;
- Βεβαίως!
Και "Τι μού πανε να τούς φέρω..."
Και να τρεις καφεδιές!
Ε. αυτή η δουλειά συνεχίζεται μέχρι αργά τη νύχτα, έχουνε πιεί καμιά διακοσαριά καφέδες και κάποια στιγμή η Πόπη και η Λούλα αντιλαμβάνονται ότι είναι περασμένη ωρα και αποφασίζουν να φύγουν.
Με δάκρυα στα μάτια αποχαιρετούν την παιδική τους φίλη και φεύγουν.
Στο δρόμο τώρα, λέει η Λούλα στην Πόπη:
- Τι να σου πω, βρε Πόπη μου, χρυσό κορίτσι αυτή η Μαργαρίτα, αλλά ούτε ένα καφέ δεν μας έψησε τόσες ώρες που ήμασταν σπίτι της!
Και η Πόπη απαντά με απορία:
- Ποιά Μαργαρίτα;
Η οικογένεια του Νώντα του τσιγγάνου μένει με άλλες πολλές οικογένειες στον καταυλισμό, έξω από την πόλη.
Απαρτίζεται από τρία άτομα, αυτόν τη γυναίκα του και τον γιό του, όμως έχουν στενές σχέσεις και με την πεθερά του που χήρεψε πρόσφατα, την κουνιάδα του και μια μακρινή τους ξαδέλφη που είναι μόνη και γιA αυτό κάθεται με την πεθερά του και την κουνιάδα του. Τα τσαντίρια τους δεν απέχουν πολύ το ένα από το άλλο.
Εργατικός άνθρωπος ο Νώντας γυρίζει με το φορτηγάκι του όλη μέρα στις λαϊκές και στις γειτονιές να πουλήσει λαχανικά και φρούτα για να μπορέσει να τα βγάλει πέρα με τις υποχρεώσεις του. Ο γιός του τον βοηθάει όσο μπορεί γιατί ακόμη είναι μικρός,
Γύρω στα έντεκα. Έτσι ο Νώντας παλεύει ολομόναχος, κουράζεται και ευτυχώς που έχει και τη μαϊμού του να του κρατάει παρέα τις δύσκολες ώρες της δουλειάς. Την έβαζε και καθόταν σε μιαν άκρη της καρότσας κι επέβλεπε τα πάντα όταν αυτός ζύγιζε. Έτσι κι έκανε κάποιος ν αγγίξει ένα φρούτο, τσίριζε και χοροπηδούσε σαν τρελή. Παρόλα αυτά όμως, η γυναίκα του δεν ήταν ευχαριστημένη και καθημερινά του γκρίνιαζε ότι την παραμελούσε κι ότι δεν την ήθελε πια ερωτικά . Του κάκου αυτός της ορκιζόταν πως δεν συνέβαινε κάτι τέτοιο αλλά ήταν απλώς η κούραση που
Του αφαιρούσε το κέφι. Είδε κι αποείδε, λοιπόν, μια μέρα λέει
Στο γιο του:
"Έλα δω, βρε αγόρι μου... Τον ξέρεις αυτόν τον
Φαρμακοποιό στην πόλη, που πήγαινε ο παππούς πριν πεθάνει;"
"Τον ξέρω, πατέρα, γιατί;"
" Να, θέλω να πας και να του πεις να
Σου δώσει από αυτές τις κάψουλες που έδινε στον παππού. Πες πώς
Λεγόμαστε και θα μας θυμηθεί, μας ξέρει. Πες του ότι είναι για τον πατέρα μου τώρα και μη ξεχάσεις να ρωτήσεις πόσες θα παίρνω." Συμφώνησε ο μικρός, πάει στον φαρμακοποιό, του δίνει αυτός ολόκληρο σακούλι κάψουλες ( για ξόδεμα τις είχε) και
Όταν ο μικρός τον ρώτησε πώς θα τις παίρνει ο πατέρας του, αυτός του είπε:
"Μία κάθε τρεις.. το θυμάσαι; Είπαμε, κάθε τρεις μία.."
Το λεγε και το ξανάλεγε στο δρόμο ο μικρός για να μην το ξεχάσει:
"Τρεις.. μία... Τρεις... Μία..."
Ώσπου στο τέλος φυσικά και μπερδεύτηκε και είπε στον πατέρα του:
"Τρεις (κάψουλες) κάθε
Μία (μέρα)...
Πέρασε κάμποσος καιρός. Μια μέρα συνάντησε ο φαρμακοποιός
Τον μικρό τυχαία στο δρόμο. "Τί έγινε μικρέ; Τί κάνει ο πατέρας
Σου;" τον ρωτάει. "Μωρέ, ο πατέρας μου είναι μια χαρά, εμάς τους
Άλλους μας πήρε και μας σήκωσε..."
"Γιατί, παιδί μου; Τί πάθατε;"
"Τί άλλο να παθαίναμε! Πέθανε η μάνα μου, πέθανε η γιαγιά μου,
Πέθανε η θεία μου, πέθανε η ξαδέλφη τους, εγώ δεν μπορώ να κάτσω
Στην καρέκλα κι η μαϊμού δεν κατεβαίνει από το δέντρο..."
Πρώτη φορά έρχεσαι στο Γιοχάνεσμπουργκ;
Κάποια μέρα, ένας κύριος ξεκινάει ένα επαγγελματικό ταξίδι, για ένα συνέδριο που οργάνωνε η εταιρεία του στο Γιοχάνεσμπουργκ της Αφρικής. Αφού έχει κανονίσει τις λεπτομέρειες του ταξιδιού, έχει φιλήσει σταυρωτά τη γυναίκα του και έχει μαζέψει τις βαλίτσες του ξεκινάει για το αεροδρόμιο. Όλως περιέργως, το αεροπλάνο της Ολυμπιακής Αεροπορίας, ξεκινάει χωρίς καθυστέρηση.
Μετά από ένα ήρεμο ταξίδι, ο κύριος φτάνει στον προορισμό του. Διαπιστώνει όμως ότι έφτασε 6 ώρες νωρίτερα από ότι περίμενε. Έτσι άρχισε να ψάχνει τρόπους για να σκοτώσει την ώρα του μέχρι να αρχίσει το συνέδριο. Τι καλύτερο από ένα σινεμαδάκι... μιας και η δουλειά δεν του άφηνε ελεύθερο χρόνο για τέτοιες "πολυτέλειες".
Αρχίζει λοιπόν να περιπλανιέται στους κυρίως δρόμους και τα σοκάκια, αλλά δεν βρίσκει τίποτα. Απελπισμένος, ρωτάει τον πρώτο περαστικό:
- Με συγχωρείτε κύριε, θα μπορούσατε να μου πείτε που υπάρχει κάποιο σινεμά;
- Αα.. πρώτη φορά έρχεστε στο Γιοχάνεσμπουργκ; ρωτάει ο εν λόγω τύπος...
- Ναι, γιατί;
Ο τύπος αποφεύγει να απαντήσει. Παρ όλα αυτά, δίνει τις οδηγίες στον κύριο για το πως να πάει στο κοντινότερο σινεμά.
Πραγματικά, σε χρόνο μηδέν φτάνει έξω από το σινεμά, όπου έχει σχηματιστεί μία τεράστια ουρά μπροστά στο ταμείο. Ο κύριος κάθεται υπομονετικά στην ουρά, όπου παρατηρεί κάθε καρυδιάς καρύδι να παρελαύνει μπροστά του. Μετά από αρκετή ώρα, φτάνει στο ταμείο.
- Θα ήθελα ένα εισιτήριο...
- Πλατεία ή εξώστη; ρωτάει η ταμίας, πάντα με το χαμόγελο στα χείλη.
- Δώστε μου ένα πλατεία..
- Ααα .. πρώτη φορά έρχεστε στο Γιοχάνεσμπουργκ;
- Ναι γιατί;
- Ξέρετε, στο σινεμά συνήθως οι μαύροι παίρνουν εισιτήριο για πλατεία, ενώ οι λευκοί για εξώστη.
- Α, καλά.. δώστε μου ένα εξώστη τότε...
Η ταμίας του δίνει το εισιτήριο και μπαίνει βιαστικά μέσα για να προλάβει την αρχή της ταινίας. Αφού κάθεται στον εξώστη και βολεύεται, ξεκινάει η ταινία "Saving Private Ryan". Όπως είναι γνωστό όμως, οι ταινίες του Spielberg κρατάνε μπόλικες ώρες, με αποτέλεσμα ο τύπος να αρχίσει να έχει πρόβλημα με την κύστη του. Σηκώνεται βιαστικά, παρόλο που δεν ήθελε να χάσει στιγμή από την ταινία και αρχίζει να ψάχνει το σινεμά για τουαλέτα.
Σε κάποια στιγμή, και ενώ έχει ακούσει λογής σχόλια για το κεφάλι του που κρύβει το πανί, ο κύριος γυρίζει βιαστικά στον πρώτο που βρίσκει μπροστά του και τον ρωτάει.
Με συγχωρείτε κύριε, ψάχνω για την τουαλέτα, αλλά δεν την βρίσκω πουθενά. Που στο διάολο την έχουν βάλει;
- Α, Πρώτη φορά έρχεστε στο Γιοχάνεσμπουργκ; τον ρωτάει ο τύπος...
- Ναι ρε φίλε, γιατί;
- Ξέρεις, εδώ δεν έχουμε τουαλέτα. Όποιος θέλει να κατουρήσει, την βγάζει και κατουράει από κάτω στην πλατεία.
- Μα .. οι άνθρωποι από κάτω;
- Μην ανησυχείς.. δεν λένε τίποτα...
Ο κύριος ελαφρά σοκαρισμένος, τρέχει γρήγορα προς την γωνιακή άκρη του εξώστη. Η κύστη του τον πίεζε φοβερά έτσι την βγάζει έξω ντροπαλά, και αρχίζει να κατουράει από κάτω, με γυρισμένη την πλάτη για να μην τον βλέπουν.
Σε κάποια στιγμή, ακούγεται μία φωνή από την πλατεία...
- Ρε φιλάρααααα... πρώτη φορά έρχεσαι στο Γιοχάνεσμπουργκ;
Ο κύριος σαστίζει.. αλλά απαντάει...
- Ναι γιατί;
- Ε κούνα την λίγο ρε μαλ*κα... όλο εμένα κατουράς!
Ο Κώστας, ταξιδεύοντας με το αυτοκίνητο, μένει από βενζίνη. Αποφασίζει να κάνει ότο-στοπ προς ανεύρεση βενζίνης και με ένα μπιντόνι στο χέρι, σταματά στην άκρη του δρόμου και περιμένει. Περνά ένα Toyota με ένα τσιγγάνο και τον παίρνει.
Η μέρα είναι πολύ ζεστή, ο τσιγγάνος έχει ιδρώσει και σε κάποια στιγμή ρωτά τον επιβάτη του:
- Αφεντικό, πολλή ζέστη κάνεί, Πειράζει να βγάλω πουκάμισο;
- Και δεν το βγάζεις... Του λέει ο Κώστας.
Ο τσιγγάνος βγάζει το πουκάμισο και ο Κώστας παρατηρεί πως κάτω από το πουκάμισο, ο τσιγγάνος έχει ένα τατουάζ που λέει: ΑΧ-ΒΑΧ. Χαμογελά, αλλά δε λέει τίποτα. Λίγο, αργότερα, ο τσιγγάνος που φαίνεται να υποφέρει πολύ από τη ζέστη, ξαναλέει:
- Αφεντικό, πολλή ζέστη. Πειράζει να βγάλω και πανταλόνι;
- Και δεν το βγάζεις, απαντά ο Κώστας πάλι και παρατηρεί πως στα μπούτια του ο τσιγγάνος, έχει Τατουάζ που γράφουν: ΑΓΑΠΩ ΤΟ ΜΑΡΑΚΙ & ΜΑΡΑΚΙ, ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΕΡΧΟΜΑΙ. Χαμογελά μα δε λέει τίποτε.
Μερικά χιλιόμετρα πιο κάτω, ο Tσιγγάνος ξαναρωτά τον Κώστα.:
- Αφεντικό, μα πάρα πολλή ζέστη κάνει. Πειράζει να βγάλω και σλιπάκι;
- Βγάλτο, λέει ο Κώστας, περίεργος να δει τι τατουάζ θα υπάρχει κάτω από το σλιπάκι και απορεί, βλέποντας πως η.. τσουτσού του τσιγγάνου γράφει επάνω της... :ΞΙΔΙ. Λέει λοιπόν στον Τσιγγάνο.:
- Σε παρακαλώ, εξήγησέ μου. Καταλαβαίνω το ΑΧ-ΒΑΧ, ΑΓΑΠΩ ΤΟ ΜΑΡΑΚΙ, ΜΑΡΑΚΙ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΕΡΧΟΜΑΙ. ΄Όμως το ΞΙΔΙ, τι σημαίνει;
- Α, αφεντικό, λέει ο τσιγγάνος. Αυτό, άμα είναι... Τεντωμένο, γράφει:
- Καλο ταξιδι !