Μια φορά ένας μαθητής ξύπνησε με όλη την καλή διάθεση να πάει σχολείο. Στο δρόμο συνάντησε κάτι συμμαθητές του και τους λέει:
- Παιδιά είδα ένα όνειρο.
- Τι όνειρο είδες; -Το μαύρο βελούδο.
- Το μαύρο βελούδο! Πήγαινε γρήγορα στον διευθυντή. Πάει στο διευθυντή και του λέει:
- Κύριε διευθυντά σήμερα το πρωί ξύπνησα με όλη την καλή διάθεση να πάω σχολείο. Στο δρόμο συνάντησα κάτι συμμαθητές μου και τους διηγήθηκα ένα όνειρο που είδα αυτοί μ έστειλαν σε σας.
- Τι όνειρο είδες; -Το μαύρο βελούδο.
- Το μαύρο βελούδο! Γρήγορα στον επιθεωρητή. Πάει στον επιθεωρητή και του λέει:
- Κύριε επιθεωρητά σήμερα το πρωί ξύπνησα με όλη την καλή διάθεση να πάω σχολείο. Στο δρόμο συνάντησα κάτι συμμαθητές μου και τους διηγήθηκα ένα όνειρο που είδα αυτοί μ έστειλαν στον διευθυντή κι ο διευθυντής σε σας.
- Τι όνειρο είδες; -Το μαύρο βελούδο.
- Το μαύρο βελούδο! Γρήγορα στον ΓΓ του Υπουργείου Παιδείας. Πάει στον ΓΓ του υπουργείου Παιδείας και του λέει:
- Κύριε Γενικέ σήμερα το πρωί ξύπνησα με όλη την καλή διάθεση να πάω σχολείο. Στο δρόμο συνάντησα κάτι συμμαθητές μου και τους διηγήθηκα ένα όνειρο που είδα αυτοί μ έστειλαν στον διευθυντή, ο διευθυντής στον επιθεωρητή κι ο επιθεωρητής σε σας.
- Τι όνειρο είδες; -Το μαύρο βελούδο.
- Το μαύρο βελούδο! Γρήγορα στον υφυπουργό Παιδείας. Πάει στον Υφυπουργό Παιδείας και του λέει:
- Κύριε Υφυπουργέ σήμερα το πρωί ξύπνησα με όλη την καλή διάθεση να πάω σχολείο. Στο δρόμο συνάντησα κάτι συμμαθητές μου και τους διηγήθηκα ένα όνειρο που είδα αυτοί μ έστειλαν στον διευθυντή, ο διευθυντής στον επιθεωρητή, ο επιθεωρητής στον ΓΓ κι ο ΓΓ σε σας.
- Τι όνειρο είδες; -Το μαύρο βελούδο.
- Το μαύρο βελούδο! Γρήγορα στον Υπουργό Παιδείας. Πάει στον Υπουργό Παιδείας και του λέει:
- Κύριε Υπουργέ σήμερα το πρωί ξύπνησα με όλη την καλή διάθεση να πάω σχολείο. Στο δρόμο συνάντησα κάτι συμμαθητές μου και τους διηγήθηκα ένα όνειρο που είδα αυτοί μ έστειλαν στον διευθυντή, ο διευθυντής στον επιθεωρητή, ο επιθεωρητής στον ΓΓ, ο ΓΓ στον Υφυπουργό κι ο Υφυπουργός σε σας.
- Τι όνειρο είδες; -Το μαύρο βελούδο.
- Το μαύρο βελούδο! Αποβάλλεσαι εφ όρου ζωής από όλα τα σχολεία της Ελλάδος. Γυρίζει σπίτι του κλαίγοντας. Τον βλέπει η μάνα του και του λέει:
- Τι έχεις παιδί μου; -Κοίτα να δεις μάννα μου, σήμερα το πρωί ξύπνησα με όλη την καλή διάθεση να πάω σχολείο. Στο δρόμο συνάντησα κάτι συμμαθητές μου και τους διηγήθηκα ένα όνειρο που είδα αυτοί μ έστειλαν στον διευθυντή, ο διευθυντής στον επιθεωρητή, ο επιθεωρητής στον ΓΓ του Υπουργείου Παιδείας, ο ΓΓ στον Υφυπουργό, ο Υφυπουργός στον Υπουργό κι ο Υπουργός με απέβαλε από όλα τα σχολεία της Ελλάδος.
- Τι όνειρο είδες; -Το μαύρο βελούδο.
- Το μαύρο βελούδο! Να μη σε βλέπω μπροστά μου, τρέχα στο υπόγειο μέχρι να έρθει ο πατέρας σου. Πάει, λοιπόν, στο υπόγειο και περιμένει. Κάποια στιγμή έρχεται ο πατέρας του και πάει να δει τι έχει ο γιος του. Τον ρωτάει τι έχει:
- Κοίτα να δεις πατέρα μου, σήμερα το πρωί ξύπνησα με όλη την καλή διάθεση να πάω σχολείο. Στο δρόμο συνάντησα κάτι συμμαθητές μου και τους διηγήθηκα ένα όνειρο που είδα αυτοί μ έστειλαν στον διευθυντή, ο διευθυντής στον επιθεωρητή, ο επιθεωρητής στον ΓΓ του Υπουργείου Παιδείας, ο ΓΓ στον Υφυπουργό, ο Υφυπουργός στον Υπουργό κι ο Υπουργός με απέβαλε από όλα τα σχολεία της Ελλάδος. Ήρθα εδώ το πα στη μάνα μου και μ έστειλε στο υπόγειο.
- Τι όνειρο είδες; -Το μαύρο βελούδο.
- Το μαύρο βελούδο! Να μη σε βλέπω μπροστά μου, φύγε γρήγορα απ το σπίτι και να μην ξαναπατήσεις. Γυρίζει, λοιπόν, στο δρόμο κλαίγοντας τον βλέπει μια γριούλα και τον ρωτάει τι έχει:
- Κοιτάξτε κυρία μου, σήμερα το πρωί ξύπνησα με όλη την καλή διάθεση να πάω σχολείο. Στο δρόμο συνάντησα κάτι συμμαθητές μου και τους διηγήθηκα ένα όνειρο που είδα αυτοί μ έστειλαν στον διευθυντή, ο διευθυντής στον επιθεωρητή, ο επιθεωρητής στον ΓΓ του Υπουργείου Παιδείας, ο ΓΓ στον Υφυπουργό, ο Υφυπουργός στον Υπουργό κι ο Υπουργός με απέβαλε από όλα τα σχολεία της Ελλάδος. Ύστερα πήγα σπίτι και το πα στη μάνα μου και μ έστειλε στο υπόγειο. Το πα στον πατέρα μου και μ έδιωξε απ το σπίτι.
- Τι όνειρο είδες; -Το μαύρο βελούδο.
- Το μαύρο βελούδο! Αρχίζει η γριά να σκούζει και να φωνάζει βοήθεια. Πλακώνει αστυνομία, τον συλλαμβάνουν και τον παν στο αστυνομικό τμήμα. Τον ρωτάει ο αστυνομικός:
- Κοιτάξτε κύριε ενoμοτάρχα μου, σήμερα το πρωί ξύπνησα με όλη την καλή διάθεση να πάω σχολείο. Στο δρόμο συνάντησα κάτι συμμαθητές μου και τους διηγήθηκα ένα όνειρο που είδα αυτοί μ έστειλαν στον διευθυντή, ο διευθυντής στον επιθεωρητή, ο επιθεωρητής στον ΓΓ του Υπουργείου Παιδείας, ο ΓΓ στον Υφυπουργό, ο Υφυπουργός στον Υπουργό κι ο Υπουργός με απέβαλε από όλα τα σχολεία της Ελλάδος. Ύστερα πήγα σπίτι και το πα στη μάνα μου και μ έστειλε στο υπόγειο. Το πα στον πατέρα μου και μ έδιωξε απ το σπίτι. Ύστερα το πα σ εκείνη την κυρία και έβαλε τις φωνές κι ήρθε η αστυνομία και με συνέλαβε.
- Τι όνειρο είδες; -Το μαύρο βελούδο.
- Το μαύρο βελούδο! Φέρτε γρήγορα τον Εισαγγελέα. Έρχεται ο Εισαγγελέας και τον ρωτάει τι έκανε:
- Κοιτάξτε κύριε Εισαγγελέα, σήμερα το πρωί ξύπνησα με όλη την καλή διάθεση να πάω σχολείο. Στο δρόμο συνάντησα κάτι συμμαθητές μου και τους διηγήθηκα ένα όνειρο που είδα αυτοί μ έστειλαν στον διευθυντή, ο διευθυντής στον επιθεωρητή, ο επιθεωρητής στον ΓΓ του Υπουργείου Παιδείας, ο ΓΓ στον Υφυπουργό, ο Υφυπουργός στον Υπουργό κι ο Υπουργός με απέβαλε από όλα τα σχολεία της Ελλάδος. Ύστερα πήγα σπίτι και το πα στη μάνα μου και μ έστειλε στο υπόγειο. Το πα στον πατέρα μου και μέδιωξε απτο σπίτι. Ύστερα το πα σ εκείνη την κυρία και έβαλε τις φωνές κι ήρθε η αστυνομία και με συνέλαβε.
- Τι όνειρο είδες; -Το μαύρο βελούδο.
- Το μαύρο βελούδο! Ποινική δίωξη, θα δικαστείς. Όταν φτάνει η ώρα της απολογίας του αρχίζει:
- Κοιτάξτε κύριοι δικασταί, σήμερα το πρωί ξύπνησα με όλη την καλή διάθεση να πάω σχολείο. Στο δρόμο συνάντησα κάτι συμμαθητές του και τους διηγήθηκα ένα όνειρο που είδα αυτοί μ έστειλαν στον διευθυντή, ο διευθυντής στον επιθεωρητή, ο επιθεωρητής στον ΓΓ του Υπουργείου Παιδείας, ο ΓΓ στον Υφυπουργό, ο Υφυπουργός στον Υπουργό κι ο Υπουργός με απέβαλε από όλα τα σχολεία της Ελλάδος. Ύστερα πήγα σπίτι και το πα στη μάνα μου και μ έστειλε στο υπόγειο. Το πα στον πατέρα μου και μ έδιωξε απ το σπίτι. Ύστερα το πα σε μια κυρία και έβαλε τις φωνές κι ήρθε η αστυνομία και με συνέλαβε. Το είπα στον Εισαγγελέα και άσκησε ποινική δίωξη εναντίον μου.
- Τι όνειρο είδες; -Το μαύρο βελούδο.
- Το μαύρο βελούδο! 30 χρόνια φυλακή. Μετά από 30 χρόνια βγαίνει απ τη φυλακή και κάθεται σκεπτικός σ ένα παγκάκι. Τον βλέπει ένας και τον ρωτάει τι έχει κι είναι έτσι σκεπτικός.
- Κοιτάξτε κύριε πριν από 30 χρόνια ξύπνησα με όλη την καλή διάθεση να πάω σχολείο. Στο δρόμο συνάντησα κάτι συμμαθητές του και τους διηγήθηκα ένα όνειρο που είδα αυτοί μ έστειλαν στον διευθυντή, ο διευθυντής στον επιθεωρητή, ο επιθεωρητής στον ΓΓ του Υπουργείου Παιδείας, ο ΓΓ στον Υφυπουργό, ο Υφυπουργός στον Υπουργό κι ο Υπουργός με απέβαλε από όλα τα σχολεία της Ελλάδος. Ύστερα πήγα σπίτι και το πα στη μάνα μου και μ έστειλε στο υπόγειο. Το πα στον πατέρα μου και μ έδιωξε απ το σπίτι. Ύστερα το πα σε μια κυρία και έβαλε τις φωνές κι ήρθε η αστυνομία και με συνέλαβε. Το είπα στον Εισαγγελέα και άσκησε ποινική δίωξη εναντίον μου. Το δικαστήριο με καταδίκασε σε 30 χρόνια φυλακή.
- Τι όνειρο είδες; -Το μαύρο βελούδο.
- Το μαύρο βελούδο! Αρχίζει αυτός και ουρλιάζει έρχεται η αστυνομία τρέχει να γλιτώσει να μην τον ξαναπιάσουν και καθώς επιχειρεί να διασχίσει το δρόμο ένα αυτοκίνητο τον σκοτώνει και… Θεόσχωρέστον ...

Ένα ζευγάρι μόλις παντρεύτηκε και άρχισε να συζεί.
Η Ελένη για να ευχαριστήσει τον άντρα της σκέφτεται να του ετοιμάσει ενα ωραίο φαγητό. Σκίζεται λοιπόν η Ελένη όλη μέρα μέσα στην κουζίνα για να ευχαριστήσει τον άντρα της και του φτιάχνει στιφάδο που ξέρει ότι του αρέσει...
Γυρνάει λοιπόν ο Νίκος από τη δουλειά και βλέπει το τραπέζι στρωμένο άψογα με κεριά...
Κάθεται ο Νίκος να φάει και μόλις τελειώνειτο φαγητό λέει στην Ελένη:
- Πολύ ωραίο Ελενίτσα μου, αλλά η μαμά μου βαζει και κατι ακόμα και γίνεται πιο νόστιμο. Θα της πω να σου δώσει τη συνταγή.
Στεναχωρημένη η Ελένη που κουράστηκε όλη μερα να το ετοιμάζει, ξαναπροσπαθει να ευχαριστήσει το Νίκο ετοιμάζοντας παστίτσιο... πάλι όλη μέρα προσαθούσε η Ελένη να φτιάξει ωραίο το παστίτσιο.
Γυρνάει ο Νίκος απο τη δουλειά και βλέπει πάλι το τραπέζι τέλεια στρωμένο... Τρώνε και της λέει ο Νίκος...
- Ωραίο το παστίτσιο σου, Ελενίτσα μου, αλλά η μαμά μου κάνει πιο ωραία τη μπεσαμέλ. Θα της πω να σου δώσει τη συνταγή.
Αρχίζει η Ελένη να εκνευρίζεται που ψόφισε απο την κούραση όλη μέρα στην κουζίνα και αποφασίζει την άλλη μέρα να καθαρίσει το σπίτι στην εντέλεια... Έτσι και έκανε, και γυρνάει ο Νικολάκης απο τη δουλειά μπαίνει μέσα και ρωτάει την Ελένη...
- Τί ωραία που μυρίζει το σπίτι! Αστράφτουν τα πατώματα! Αλλά η μαμά το έχει κάθε μέρα έτσι!
Αγανακτισμένη η Ελένη και μην ξέροντας τί άλλο να κάνει, παίρνει τηλέφωνο τη φίλη της τη Μαρία να πάνε για καφέ να της πει τον πόνο της... Της τα λέει όλα αυτά η Ελένη, και η Μαρία λέει:
- Οι περισσότεροι έτσι κάνουν... Ακου τί θα κάνεις: Θα αγοράσεις μαύρα εσώρουχα και μαύρα σατέν σεντόνια και θα τον περιμένεις ξαπλωμένη στο κρεβάτι...
Έτσι και έκανε η καημένη η Ελένη.
Γυρνάει ο Νίκος απο τη δουλειά και φωνάζει:
- Ελένη, που είσαι, Ελένη μου; Δεν απαντάει κανείς, μπαίνει λοιπόν μέσα στην κρεβατοκάμαρα και βλέπει την Ελένη με τα μαύρα εσώρουχα ξαπλωμένη πάνω στο κρεβάτι με τα σατέν μαύρα σεντόνια και λέει:
- Τί έγινε, Ελένη μου; Γιατί μαύρα; Μήπως έπαθε τίποτα η μανούλα μου;
Τρεις μπογιατζήδες ένας Αλβανός ένας Γερμανός και ένας Έλληνας πέθαναν και πάνε στον Παράδεισο.
Ο Αγ. Πέτρος τους άνοιξε την Πόρτα.
- Καλώς τα παιδιά! Και είχα ανάγκη από την ειδικότητά σας! Θέλω να βάψω την Πόρτα του Παράδεισου, για πέστε μου πόσα θέλετε να την βάψετε;
- 600 ευρω, λέει ο Αλβανός.
- Μπα! 600; Και πως τα λογάριασες;
- Ε, να 200 για μένα, 200 εφορία και ένσημα και 200 τα υλικά.
- Εσύ, λέει ο Αγ. Πέτρος του Γερμανού, πόσα θέλεις;
- 900 ευρω = 300 για μένα + 300 εφορία και ένσημα + 300 τα υλικά.
- Εσύ, λέει του Έλληνα, πόσα θέλεις;
- Είμαι πολύ πιο ακριβός, αλλά μας συμφέρει όλους και θα πάρω τη δουλειά.
- Δηλαδή, πόσο ζητάς; ρωτάει ο Αγ. Πέτρος.
- 3 χιλιαρικάκια.
- 3.000; Εσύ είσαι τρελός παιδί μου!
Αναστέναξε ο Ελληνας με την αμάθεια.
Με εντελώς κουρασμένο ύφος, παίρνει παράμερα τον Αγιο Πέτρο και του εξηγεί:
- Ελα πιο κοντά, να μην μας ακούν.
Δημιουργική λογιστική δεν σας μαθαίνουν εδώ ρε παιδιά; Φαντασία δεν έχετε; Ακουσε να δεις αφού πρέπει να το εξηγώ κιόλας: 3.000 = 1.000 για σένα + 1.000 για μένα + 400 για τον Γερμανό να κάνει πέρα + 600 που ζήτησε ο Αλβανός.
Ο Αλβανός θα βάψει την πόρτα με υπεργολαβία από εμένα. Στην πατρίδα μου, όποιος δίνει τη χαμηλότερη προσφορά, στο τέλος αυτός κάνει τη δουλειά και παίρνει όσα ζήτησε από την αρχή.
Είτε υπογράφει τη σύμβαση ο ίδιος ή κάποιος άλλος.
Επιπλέον, ο Γερμανός θα πάρει 400 για κάτι που δεν έκανε.
Οπότε σε παίρνει να τον απειλήσεις πως θα αποκλειστεί από μελλοντικές δημοπρασίες αν δεν σου αλλάξει το πόμολο σαν δωρεά.
Θα το κάνει, δεν υπάρχει περίπτωση να αρνηθεί αφού έτσι βάζει πόδι στην επιτροπή δημοπρασιών.
Ετσι μένουν ΟΛΟΙ ΑΝΕΞΑΙΡΕΤΩΣ ευχαριστημένοι.
Και ο Γερμανός, και ο Αλβανός, και εγώ, και εσύ, και ο Παράδεισος, και το αφεντικό σου που θα δει βαμμένη πόρτα + καινούργιο πόμολο εκτός σύμβασης.
Πες μου τώρα, έχεις κανένα λόγο να μη μου δώσεις τη δουλειά;

Μπάτσοι...
Σε μια φτωχή γειτονιά των Αθηνών ένας πιτσιρικάς είναι στον δρόμο και παίζει.
Εκείνη την ώρα περνάει από εκεί ο μπάτσος της γειτονιάς, τον βλέπει και τον ρωτάει:
- Τι κάνεις εδώ, ρε μικρέ;
- Παίζω, του λέει ο πιτσιρικάς.
- Και τι παίζεις;
- Να, του λέει, παίρνω λίγο χώμα βάζω και λίγο νερό συμπληρώνω και λίγες σκατούλες και φτιάχνω ανθρωπάκια.
- Και τι ανθρωπάκια φτιάχνεις; τον ρωτάει όλο περιέργεια.
- Μπάτσους, του απαντάει.
Τα παίρνει ο μπάτσος, τον πιάνει από το αυτί, του ρίχνει και μια σφαλιάρα και του λέει:
- Τσακίσου γρήγορα στο σπίτι και να μην σε ξαναδώ εδώ κωλόπαιδο!
Για δυο τρεις μέρες ο μικρός εξαφανίστηκε, την τετάρτη μέρα να τον πάλι στο δρόμο και παίζει.
Ξαναπερνάει από εκεί ο μπάτσος, τον βλέπει, πλησιάζει και τον ρωτάει .
- Τι κάνεις εδώ;
- Παίζω.
- Και τι παίζεις;
- Να, του λέει, παίρνω λίγο χώμα βάζω και λίγο νερό και φτιάχνω ανθρωπάκια.
- Μπράβο, του λέει, ο μπάτσος και τι ανθρωπάκια φτιάχνεις;
- Πυροσβέστες, του λέει ο μικρός.
- Καλά ρε, του λέει ο μπάτσος, και γιατί δεν βάζεις σκατούλες σε αυτούς;
- Γιατί όταν τους βάζω, μου βγαίνουν μπάτσοι.
Το σκηνικό είναι λίγο έως πολύ γνωστό, ιδιαίτερα στους νέους.
Ένας τύπος είχε από μικρός λόξα με τις μηχανές. Ονειρευόταν λοιπόν κάποια μέρα να οδηγεί την δικιά του Harley Davidson, ενώ όπως ήταν φυσικό, το δωμάτιό του ήταν γεμάτο με αφίσες. Harley με τοπία, Harley με γκόμενες, Harley χωρίς γκόμενες.. κάθε συνδυασμός με απαραίτητο συστατικό την Harley.
Αφού λοιπόν έχει κάνει αιματηρές οικονομίες και έχει τρίψει δεκάδες τζιν στην καρέκλα του γραφείου που δούλευε, καταφέρνει να μαζέψει το ποσό για να πάρει την ακριβότερη Harley που κυκλοφορεί. Μια και δυο, πηγαίνει στην τράπεζα και σηκώνει τα λεφτά μέχρι τελευταίας δεκάρας και τρέχει στο κατάστημα. Δεν χρειάστηκε πολύς χρόνος για τη συναλλαγή, μιας και την μηχανή την είχε σταμπάρει από καιρό. Έτσι, αφού κανονίζει τις λεπτομέρειες καβαλάει την Harley και ετοιμάζεται να πάει σπίτι για να κάνει έκπληξη στους δικούς του.
Πριν ξεκινήσει την μηχανή τον προλαβαίνει ο πωλητής και του λέει:
- Να σας ρωτήσω κάτι πριν φύγετε.. τη μηχανή θα την έχετε κάτω από υπόστεγο, ή σε ανοικτό χώρο;
- Σε ανοικτό χώρο, απαντάει ο τύπος, γιατί;
- Ξέρετε, καλό θα ήταν τότε όταν βρέχει να την αλλοίφετε με βαζελίνη ώστε να μην σπάσει το χρώμα της.
- Α, σας ευχαριστώ πολύ, θα το έχω υπόψη μου, λέει και φεύγει για το σπίτι.
Στο σπίτι του εν τω μεταξύ, η αρραβωνιαστικιά του, η αδερφή του, η μητέρα του και ο πατέρας του, έχουν μόλις τελειώσει το μεσημεριανό τους και έχουν μαζέψει μία στοίβα πιάτα στο νεροχύτη για πλύσιμο. Κλασσικά όμως, κανένας δεν προθυμοποιείται να τα πλύνει, έτσι έχουν συμφωνήσει ότι όποιος μιλήσει πρώτος θα πλύνει τα πιάτα.
Μετά από κανα 20λεπτο, σκάει μύτη ο τύπος με τη Harley. Τρέχει γρήγορα μέσα στο σπίτι και φωνάζει όλος χαρά την αραβωνιαστικά του.
- Ελένηηη... που είσαι;
Εμφανίζεται η Ελένη σιωπηλή!
- Αγάπη μου, επιτέλους το όνειρό μου γίνεται πραγματικότητα!.. Πήρα την πολυπόθητη Harley!
Η Ελένη όμως δεν απαντάει, παρά μόνο χαμογελάει με υπονοούμενο. Ο τύπος παραξενεύεται και ξαναδοκιμάζει..
- Γλυκιά μου.. πήρα Harley.. δεν έχεις να πεις τίποτα;
Εξακολουθεί όμως εκείνη να μην λέει τίποτα! Ο τύπος την κοιτάει ξανά, και της λέει...
- Αα.. κατάλαβα, θέλεις να το γιορτάσουμε κατάλληλα ε; Πονηρούλα... και την πιάνει, την γδύνει και της ρίχνει ένα καλό επιεόρτιο γαμήσι. Παρ όλα αυτά, η Ελένη δεν έβγαλε μιλιά. Έτσι ο τύπος πάει και βρίσκει την αδερφή του.
- Λία, της λέει, επιτέλους μετά από τόσα χρόνια έχω τη δική μου Harley Davidson!
Προς μεγάλη έκπληξη του τύπου, ούτε η Λία βγάζει μιλιά! Εκείνη τη στιγμή, έχουν μαζευτεί όλοι στο σαλόνι..
- Μα βρε Λιάκι, ούτε εσύ έχεις να πεις τίποτα...; .. you know.. Harley?
Η Λία όμως αγρόν ηγόραζε... ο τύπος την κοιτάει και αυτή με περίεργο ύφος και της λέει..
- Αχα.. βλέπω ότι γουστάρεις και εσύ κόλπα.. δεν βαριέσαι.. σήμερα είμαι πολύ χαρούμενος και δεν καταλαβαίνω τίποτα..
Έτσι, αρπάζει την αδερφή του, και της πετάει τα ματια και αυτής έξω.. Αφού λοιπόν τελειώνει και με την Λία, μαζεύει τα παντελόνια του και πάει στην μάνα του.
- Μάνα!.. επιτέλους τα όνειρά μου δεν είναι μόνο αφίσες!.. Εχω έξω την Harley!
Για ακόμα μια φορά, ο τύπος μένει άναυδος.. ούτε καν η μητέρα του μίλησε..
- Βλέπω ότι την έχετε δει περίεργα εδω μέσα, της λέει ο τύπος, αλλά η γριά η κότα έχει το ζουμί..
Έτσι, αρπάζει και τη μάνα του και της δίνει να καταλάβει τη διαφορά 25άρη και 55άρη!.. Αφού τελειώνει και με την μάνα του, και αφού δεν έχει ακούσει ούτε επιφώνημα, γυρνάει στον πατέρα του.
- Που σαι ρε γέρο; Θυμάσαι που τα λέγαμε για τις μηχανές; Πλέον θα σε πηγαίνω βόλτα με την καλύτερη μηχανή που κυκλοφορεί..
Ούτε όμως και ο πατέρας του μιλάει... ο τύπος συνεχίζει..
- Ρε πατέρα.. τί πάθατε όλοι σήμερα;
Μιλιά ο πατέρας.. ξαφνικά ακούγονται βροντές απ έξω. Ο τύπος κοιτάει από το παράθυρο και βλέπει ότι ο καιρός είναι κλειστός και ετοιμάζεται βροχή. Σκέφτεται λοιπόν φωναχτά..
- Ωχ.. πάω να φέρω τη βαζελίνη...
Και ο πατέρας...
- Μη μη! Θα πλυνω εγω τα πιατα