Μπαίνει ένας τύπος σε ένα pet-shop και με το που μπαίνει, ένας παπαγάλος που ήταν σε ένα κλουβί κοντά στην είσοδο, του λέει:
"Καλώς τον μαλάκα!"
"Α στο διάολο κωλόπουλο" σκέφτεται ο τύπος και μπαίνοντας μέσα ζητάει ένα συγκεκριμένο εξωτικό πουλί από τον μαγαζάτορα.
Αυτός του λέει:
"Δυστυχώς δεν το έχω σήμερα, περάστε όμως αύριο"
Πάει ο τύπος την επομένη και πάλι ο παπαγάλος "Βρε, βρε καλώς τον μαλάκα"
"Γαμημένο κωλόπουλο" σκέφτεται ο φίλος μας και ξαναρωτάει τον μαγαζάτορα, ο οποίος όμως επαναλαμβάνει το ίδιο πράγμα...
" Περάστε αύριο..."
Να μην τα πολυλογώ, ο τύπος πήγαινε κάθε μέρα για 2 εβδομάδες και κάθε μέρα το ίδιο βιολί...
Ο παπαγάλος:
"Καλώς τον μαλάκα..." κι ο μαγαζάτορας "Περάστε αύριο"
Του χαν σπάσει τα νεύρα του τύπου, οπότε μπαίνει μια μέρα στο μαγαζί εκνευρισμένος, ο παπαγάλος τον υποδέχεται με την γνωστή φιλοφρόνηση και λέει στον μαγαζάτορα:
"Τι έγινε ρε, μου το φερες το κωλόπουλο που ζήτησα?"
"Δυστυχώς όχι, αλλά αύριο..."
"Χέσε με με το αύριο, αυτόν τον κωλοπαπαγάλο τον πουλάς?"
"Βεβαίως!"
"Ωραία, τύλιξέ τον μου σε μια χαρτοσακούλα και δώστον μου, δεν θέλω κλουβιά και ιστορίες..."
Τον παίρνει λοιπόν ο τύπος τον παπαγάλο, τον πάει σπίτι του και τον αρχίζει σε κάτι κλωτσομπουνίδια άνευ προηγουμένου, τον κοπανούσε στον τοίχο, τον πάταγε, τον πέταγε... κλπ. Σε κάποια φάση τον παρατάει έτσι όπως ήταν στην χαρτοσακούλα, με την σκέψη ότι θα είχε πια ψοφήσει το
Κωλόπουλο. Ξαφνικά όμως ο παπαγάλος σχίζει την χαρτοσακούλα με το ράμφος του, βγάζει το κεφάλι του έξω, κοιτάει τον τύπο και αναφωνεί:
"Πω, πω... τέτοιος καταστροφικός σεισμός και μόνο εγώ κι ο μαλάκας επιζήσαμε...!
Ένας παπάς αποφάσισε μια Κυριακή για να πάει για κυνήγι αρκούδας. Καθώς περπατούσε, περπατούσε εις το δάσος όταν ο λύκος δεν ήταν εκεί, βλέπει από μακριά μια αρκούδα. Πλησιάζει σιγά-σιγά εκεί που αρκούδα έπινε νερό. Όμως, μη γνωρίζοντας περί ανέμων και πως οι αρκούδες μπορούν να σε μυρίσουν στα πενήντα μέτρα, μόλις πλησίασε πολύ, η αρκούδα γύρισε να τον αντιμετωπίσει.
Πολλοί ίσως να μην ξέρετε πως παρόλο που οι αρκούδες έχουν ένα άλφα όγκο και κάποια βήτα κιλά, είναι πολύ γρήγορα ζώα και εύκολα μπορούν να κυνηγήσουν έναν άνθρωπο στην ευθεία. Και έτσι κι έγινε. Η αρκούδα άρχισε να τρέχει κατά πάνω του, ο παπάς άρχισε να γίνεται παπα-σούζας. Μπροστά ο παπάς, πίσω η αρκούδα, αρχίζει ο παπάς να κατεβαίνει το βουνό με πόδια στους ώμους. Για κακή του τύχη όμως, σκοντάφτει σε μία ρίζα δέντρου, τρώει μια σούπα, φέρνει κάτι κουτρουβάλες και πάει και πέφτει σε ένα τεράστιο βράχο, σπάζοντας τα πόδια του. Η αρκούδα τώρα έχει τον έλεγχο του παιχνιδιού. Πλησιάζει τον παπά, έτοιμη να τον κάνει κομματάκια και να φωνάξει και τις φίλες της για μπάρμπεκιου.
Ο παπάς, μέσα στον πόνο του και την τρομάρα του, αρχίζει να προσεύχεται:
"Θεέ μου, συγγνώμη που σήμερα βγήκα για να κυνηγήσω αρκούδες. Σε παρακαλώ, συγχώρεσέ με τον αμαρτωλό και εκπλήρωσέ μου μια ευχή. Κάνε αυτή την αρκούδα να δει τις αξίες του Χριστιανισμού και να γίνει αμέσως ένας καλός Χριστιανός."
Με το που το λέει αυτό ο παπάς, η αρκούδα πέφτει στα γόνατά της, σκύβει το κεφάλι ευλαβικά μπροστά στον παπά και λέει:
"Σε ευχαριστώ Κύριε για το φαγητό που μου προσφέρεις σήμερα ..."

Κάποτε στις παρυφές του Βορείου Πόλου (στις ποιες, η πόρτα του ιγκλού ανοίγει και μπαίνει τρέχοντας το αρκουδάκι. Πηγαίνει στον πατέρα του που διάβαζε τα κατεξοχήν κατεψυγμένα νέα, και με διστακτικό ύφος τον ρωτάει..
- Μπαμπάαα;..
- Τι είναι παιδί μου; απαντάει αφηρημένος ο πατέρας αρκούδος.
- Είσαι αρκούδα;
- Μα φυσικά και είμαι αρκούδα γιέ μου...
- Είσαι λευκή αρκούδα;
- Από όσο μπορώ να δω.. και εσύ επίσης.. ναι.. λευκή αρκούδα είμαι..
- Πολική αρκούδα;
- Πολική αρκούδα γιέ μου.. τι σόι ερωτήσεις είναι αυτές;.. πήγαινε έξω να παίξεις..
Πραγματικά, το αρκουδάκι φεύγει σκεπτικό και αρχίζει πάλι να παίζει στους πάγους. Μετά από λίγο όμως, ξαναμπαίνει τρέχοντας και πλησιάζει και πάλι τον πατέρα του..
- Μπαμπάααα;
- Τι είναι πάλι γιέ μου;
- Η μαμά είναι αρκούδα;
- Φυσικά και είναι αρκούδα γιέ μου.. πελεκάνος θέλεις να ήτανε;
- Λευκή αρκούδα;
- Ναι γαμώ το στανιό μου.. Λευκή αρκούδα είναι..
- Πολική αρκούδα;
- ΝΑΙ!.. Πολική είναι.. άσε με τώρα να διαβάσω την εφημερίδα μου. Πήγαινε έξω να παίξεις..
Το αρκουδάκι, για ακόμα μια φορά βγαίνει έξω στους πάγους να παίξει.. Σε λιγάκι όμως, να σου το πάλι μπαίνει τρέχοντας και λέει στον πατέρα του..
- Μπαμπάαα;
- Τι θες πάλι;
- Εγώ είμαι αρκουδάκι;
- ... Γβρμ.. την τρέλα μου... ΝΑΙ.. αρκουδάκι είσαι ΚΑΙ εσύ..
- Λευκό αρκουδάκι;
- Αν μπορέσω και συγκροτήσω τα νεύρα μου και δεν σε κάνω μαύρο στο ξύλο... ναι.. λευκό αρκουδάκι είσαι..
- Πολικό αρκουδάκι;
- ΝΑΙ ΓΑΜΩ ΤΟ ΚΕΡΑΤΟ ΜΟΥ.. ΠΟΛΙΚΟ ΑΡΚΟΥΔΑΚΙ ΕΙΣΑΙ... γιατί κάνεις ηλίθιες ερωτήσεις;
Και το αρκουδάκι...
- Δεν ξέρω ρε πατέρα.. αλλά εγώ κρυώνω!
Είναι ο Ντορής, ο Ψαρής και η Ντόλ, τρία άλογα σέ μιά πολύ όμορφη και μεγάλη φάρμα.
Περνάνε καλά και ο Ντορής τα έχει με την Ντόλ. Η Ντόλ όμως ψιλογουστάρει και τον Ψαρή.
Ο Ψαρής δέν θέλει να πληγώσει τον φίλο του, αλλά μετά από τις πιέσεις της Ντολ ενδίδει στον πειρασμό και κοιμάται μαζί της.
Δεν αντέχει όμως τις τύψεις και πάει και τα ξερνάει όλα στον Ντορή.
Ο Ντορής δέν αντέχει τα κακά μαντάτα. Στο τέλος της φάρμας υπάρχει ένας μεγάλος γκρεμός. Παίρνει φόρα λοιπόν ο Ντορής και πηδάει.
Μόλις αντιλαμβάνεται το θάνατο του καλύτερού του φίλου ο Ψαρής δέν αντέχει. Παίρνει κι αυτός φόρα και βουτάει.
Μετά από λίγο σκάει μύτη η Ντόλ. Ψάχνει παντού τους φίλους της και τελικά τους βλέπει και τους δύο στο βάθος του γκρεμού.
Καταλαβαίνει... Μήν μπορώντας να αντέξει βουτάει κι αυτή.
Τότε ακούγεται μια φωνή από το βάθος του γκρεμού:
- Ποιός μ@λάκας πετάει άλογα;!
- Μια γυναίκα έχει ένα πρόβλημα με την παπαγαλίνα της η οποία λέει συνέχεια:
"Είμαι πολύ ξαναμμένη, θέλεις να κάνουμε τρελλίτσες;"
Η γυναίκα δεν ξέρει τι να κάνει και μετά από καιρό καταλήγει στον παπά της ενορίας. "Παπά μου το και το.
- Τι θα κάνω με την παπαγαλίνα μου; Ο κόσμος που μπαίνει μέσα στο σπίτι μου, την ακούει να λέει αυτά τα πράγματα και δεν ξέρω τι μπορεί να σκέφτονται.."
"Τέκνων μου μην ανησυχείς, νομίζω πως ξέρω την λύση. Εγώ έχω δύο πολύ θεοσεβούμενους παπαγάλους.
- Από το πρωί μέχρι το βράδυ διαβάζουν την Βίβλο και προσεύχονται...
Εάν την φέρεις την παπαγαλίνα σου και περάσουν μαζί κάποιο χρόνο ίσως να την επηρεάσουν θετικά και το ρεπερτόριό της να αλλάξει.
Τι λες;"
"Καταπληκτική ιδέα πάτερ!" Έτσι την επόμενη μέρα βάζουν την παπαγαλίνα μέσα στο κλουβί.
Με το που βλέπει η παπαγαλίνα τους παπαγάλους τους λέει:
"Είμαι πολύ ξαναμμένη. Θέλετε να κάνουμε τρελλίτσες;"
Τότε ο ένας παπαγάλος κοιτάει τον άλλο και λέει:
"Πέτρο πέτα την Βίβλο... Οι προσευχές μας εισακούσθηκαν!".
Σε ένα ζωολογικό κήπο ήταν ένας πολύ θερμός ουραγκοτάγκος με αυξημένη libido.
Είχε δημιουργήσει πρόβλημα μέσα στο κλουβί του γιατί δεν είχε αφήσει απήδηχτο ούτε ουραγκοτάγκο, ούτε χιμπατζή, ούτε μαϊμού.
Προβληματισμένοι οι φύλακες προσπαθούν να βρουν μια λύση για να μην αρρωστήσουν τα ζώα από τη συνεχή εξάντληση, οπότε λέει ένας φύλακας:
- "Το βρήκα, θα τον πάμε στο κλουβί με τα λιοντάρια. Αποκλείεται να προσπαθήσει να πηδήξει τα λιοντάρια".
Πράγματι τον μεταφέρουν στο κλουβί με τα λιοντάρια, αλλά μάταια. Ο Ουραγκοτάγκος δεν χρειάστηκε παρά δέκα λεπτάκια για να κανονίσει όλα τα λιοντάρια τα οποία ξαπλώθηκαν φαρδιά-πλατιά από την ταλαιπωρία.
Απογοητευμένοι οι φύλακες του κήπου, σκέφτηκαν να προσπαθήσουν κάτι άλλο. Θα τον πάμε στις καμηλοπαρδάλεις. Κοντός ο Ουραγκοτάγκος, θεόψηλες αυτές, αποκλείεται να μπορέσει να τις κανονίσει.
Με το που τον βάζουν όμως στο κλουβί με τις καμηλοπαρδάλεις, μια και δυο σκαρφαλώνει ο ουραγκοτάγκος πάνω τους και αρχίζει να τις πηδάει μία-μία. Τα ίδια και με τους ελέφαντες, τα ίδια και με τις στρουθοκαμήλους. Οπότε δεν έμενα παρά μία λύση: να τον βάλουν στο κλουβί με τις ζέβρες.
Από τη στιγμή που το έβαλαν στο κλουβί με τις ζέβρες ο ουραγκοτάγκος καθόταν σε μία γωνία ανήσυχος, κοιτούσε προς τις ζέβρες και όλο κάτι μουρμούριζε. Οι φύλακες ενθουσιασμένοι που το κόλπο πέτυχε, προσπαθούσαν να καταλάβουν τι είχε συμβεί. Οπότε πετάγεται ο ένας και λέει:
- "Θα πάω να ακούσω τι μουρμουρίζει εκεί που κάθεται". Πλησιάζει λοιπόν τον ουραγκοτάγκο και τον ακούει να λέει:
- "Πούστη γάιδαρε, που θα μου πας, δεν θα βγάλεις την πιτζάμα;"
Ο Κωστίκας κι ο Γιωρίκας πάνε στη ζούγκλα να πιάσουν μαϊμούδες. Ακολουθούν την εξής ανορθόδοξη μέθοδο: Ο Κωστίκας απ το έδαφος πετάει πέτρες στις μαϊμούδες, για να πέσουν κάτω κι ο Γιωρίκας ανεβαίνει στο δέντρο και κουνάει τα κλαδιά, μπας και πέσει κάτω καμιά μαϊμού.
Μόλις τα καταφέρουν και πέσει η μαϊμού στο έδαφος, τρέχει ο σκύλος που χουν μαζί τους, τη μαγκώνει, τη γαμάει (δεν έχω καταλάβει γιατί) και την πετάει σ ένα κλουβί, ο Κωστίκας κλείνει την πόρτα του κλουβιού και ξαναρχίζουν την ίδια διαδικασία.
Όταν είχαν μαζευτεί καμιά τριανταριά, αποφάσισαν να πάνε για το σπίτι. Στο δρόμο όμως βλέπουν πάνω σ ένα δέντρο μια πολύ σπάνια μαϊμού. Αποφασίζουν να την πιάσουν. Ο Κωστίκας αρχίζει να πετάει πέτρες. Ο Γιωρίκας ανεβαίνει στο δέντρο και αρχίζει να κουνάει τα κλαδιά. Η μαϊμού δεν πέφτει όμως. Ο Γιωρίκας ανεβαίνει πιο ψηλά, σε πιο λεπτά κλαδιά και η κατάσταση γίνεται επικίνδυνη. Σε μια στιγμή βάζει τις φωνές.
- Κωστίκα, έχεις το τουφέκι;
- Ναι, ρε, το χω.
- Είναι γεμάτο και οπλισμένο; ξαναρωτάει ο Γιωρίκας.
- Ναι, οπλισμένο είναι αλλά δε θέλουμε να τη σκοτώσουμε! του απαντάει ο Κωστίκας.
- Να είσαι έτοιμος, λέει ο Γιωρίκας. ?μα πέσω εγώ, σκότωσε το ... σκύλο!
Ένας κλέφτης αποφασίζει να κλέψει ένα σπίτι πλουσίων.
Το παρακολουθεί μαθαίνει πότε θα λείπουν και το βράδυ εξοπλισμένος με όλα τα σύνεργα μπαίνει μέσα. Εξουδετερώνει το συναγερμό και εκεί που κλέβει ακούει μια φωνή.
- "Ο Ιησούς σε βλέπει και θα σε τιμωρήσει."
Ξαφνιασμένος κοιτάει να δει από που έρχεται η φωνή αλλά μη βλέποντας τίποτα συνεχίζει τη δουλειά του. Οπότε σε λίγο ξανακούει τη φωνή να του λέει:
- "Ο Ιησούς σε βλέπει και θα σε τιμωρήσει."
Αποφασισμένος να δει από που έρχεται η φωνή βλέπει ένα παπαγαλάκι.
- "Εσύ μιλάς και με τρόμαξες;"
- "Ναι, εγώ."
- "Μπα και πως σε λένε;"
- "Όμηρο."
- "Όμηρο; Μα καλά τι όνομα είναι αυτό για παπαγάλο;"
- "Γιατί είναι το Ιησούς όνομα για ντόπερμαν; "
Μια μέρα κάνοντας βόλτα ένας τύπος περνάει έξω από ένα μαγαζί με ζώα και πτηνά. Στην πόρτα ήταν ένας παπαγάλος ο οποίος μόλις τον βλέπει του λέει:
"Γεια σου μα***α".
Ο τύπος μένει κάγκελο, αλλά σκέφτεται ότι έτσι λέει ο παπαγάλος σε όσους βλέπει. Περνάει την επομένη και πάλι τα ίδια.
Σκέφτεται "Θα περάσω μετά από άλλον να δώ τι θα πεί".
Οντως περνάει μετά από κάποιον άλλο περαστικό.
"Γειά σου Κώστα" λέει ο παπαγάλος αλλά μόλις περνάει αυτός,
"Γειά σου μα***α".
Αλλάζει δρόμο και ξαναπερνάει μετά από καιρό. Με το που τον βλέπει ο παπαγάλος:
"Σε χάσαμε, που ήσουνα μα***α".
Εξοργισμένος μπαίνει στο μαγαζί και παίρνει τον παπαγάλο.
Τον βάζει σε ένα σάκκο και πηγαίνει σε μια ερημική τοποθεσία όπου αρχίζει να βαράει αλύπητα το σάκκο κάτω.
Μετά από ώρα ανοίγει το σάκκο να δεί τι εγίνε.
Ο παπαγάλος βγαίνει από το σάκκο τινάζει τα φτερά και λέει έκπληκτος:
"Πω, πω σεισμός! Και γλιτώσαμε μόνο εγώ και ο μα***ας".

Ήταν σε ένα ζωολογικό κήπο ένα κανγκουρό το οποίο όλο το έσκαγε.
Οι υπεύθυνοι του ζωολογικού σκέφτηκαν να υψώσουν το δίχτυ από τα 5 μέτρα που
Ήταν στα 10.
Έτσι το κανγκουρό θα έμενε στο κλουβί του.
Την άλλη μέρα το κανγκουρό να το δίπλα στο κλουβί με τους ελέφαντες.
Το κυνηγάνε, το πιάνουν και βάλτο πάλι μέσα.
Το σύρμα τώρα 20 μέτρα.
Την άλλη μέρα το κανγκουρό να το δίπλα στο κλουβί με τους ελέφαντες.
Το κυνηγάνε, το πιάνουν και βάλτο πάλι μέσα.
Το σύρμα τώρα 40 μέτρα.
Την άλλη μέρα το κανγκουρό να το δίπλα στο κλουβί με τους ελέφαντες.
Το κυνηγάνε, το πιάνουν και βάλτο πάλι μέσα.
Αυτό συνεχιζόταν κάθε μέρα. Το σύρμα είχε φτάσει τα 200 μέτρα.
Το καγκουρό φυσικά το έσκασε πάλι και να το πάλι δίπλα από τους ελέφαντες.
Ένας ελέφαντας λοιπόν το ρωτάει.
- Δε μας λες πόσα μέτρα πρέπει να είναι το σύρμα για να μη το σκάσεις;
Και το καγκουρό:
- Δε πάνε το βάλουν στα 20 χιλιόμετρα, εγώ αν δεν κλείσουν τη πόρτα θα το
Σκάω.