Είναι μεσημέρι στο αεροδρόμιο.
Οι επιβάτες της πτήσης 653 για Λονδίνο έχουν επιτέλους επιβιβαστεί στο αεροπλάνο, μετά από 2ωρη καθυστέρηση στην αίθουσα ανάμονής. Μαθαίνουν όμως ότι η πτήση θα καθυστερήσει λίγο ακόμα καθώς οι πιλότοι δεν έχουν εμφανιστεί ακόμη. Τέλος πάντων, μισή ώρα αργότερα ο κυβερνήτης και ο συγκυβερνήτης μπαίνουν από από την πίσω πόρτα και διασχίζοντας το διάδρομο ανάμεσα στις θέσεις των επιβατών κατευθύνονται προς το πιλοτήριο. Ο κυβερνήτης κρατά ένα άσπρο μπαστούνι για τυφλούς και χτυπώντας το δεξιά κι αριστερά προχωρά τρεκλίζοντας, σκοντάφτοντας που και που στους επιβάτες. Ο συγκυβερνήτης με τη σειρά του κρατά από το λουρί ένα σκύλο-οδηγό. Και οι δύο φοράνε τεράστια μαύρα γυαλιά. Με τα χίλια ζόρια καταφέρνουν κι οι δύο να φτάσουν στο πιλοτήριο. Στην αρχή οι επιβάτες δεν αντιδρούν νομίζοντας ότι είναι απλά ένα αστείο. Σε λίγο όμως το αεροπλάνο βάζει μπροστά τους κινητήρες και κατευθύνεται στο διάδρομο απογείωσης. Οι επιβάτες αρχίζουν να κοιτάνε ο ένας τον άλλον με κάποια ανησυχία, ψιθυρίζοντας μεταξύ τους και ψάχνοντας απεγνωσμένα τις αεροσυνοδούς να σιγουρευτούν. Το αεροπλάνο στο μεταξύ έχει πάρει θέση και απότομα αρχίζει να επιταχύνει. Οι επιβάτες αρχίζουν να πανικοβάλλονται. Μερικοί προσεύχονται και καθώς το αεροσκάφος πλησιάζει στο τέλος του διαδρόμου οι φωνές γίνονται ολοένα και πιο υστερικές. Στο τέλος, όταν το αεροπλάνο έχει δεν έχει 100 μέτρα πριν τελειώσει ο διάδρομος, οι φωνές ενώνονται σε μια ύστατη κραυγή αγωνίας, και καθώς όλοι έχουν κλείσει τα μάτια και ουρλιάζουν το αεροπλάνο σηκώνεται! Την ίδια στιγμή στο πιλοτήριο ο συγκυβερνήτης αναστενάζει ανακουφισμένος και λέει στον κυβερνήτη :
- Να ξέρεις ότι κάποια μέρα οι επιβάτες δεν πρόκειται να ουρλιάξουν και θα σκοτωθούμε όλοι εδώ μέσα.
Το πένθος...
Μπαίνει κάποιος σε ένα μπαρ και βλέπει έναν παλιό του φίλο να κάθεται ολομόναχος και να τα πίνει. Τον πλησιάζει λοιπόν:
- "Τι έχεις, βρε Μανώλη; Φαίνεσαι χάλια!"
- "Τι να `χω; Τον περασμένο Μάρτιο πέθανε η μάνα μου και μου άφησε 1.000.000 δρχ."
- "Συλλυπητήρια, βρε παιδί μου..."
- "Αργότερα, τον Απρίλιο πέθανε ο πατέρας μου και μου άφησε 20.000.000 δρχ."
- "Τρομερό! Να χάσεις και τους δυο γονείς σου σε δυο μήνες! Πως να μην είσαι χάλια..."
- "Ύστερα, τον περασμένο μήνα πέθανε και η θεία μου και μου άφησε 10.000.000 δρχ."
- "Να χάσεις τρία μέλη της οικογένειάς σου σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα! Είναι φοβερό!"
- "Και αυτό το μήνα... τίποτα!"- "Πάμε στοίχημα 50 ευρώ ότι αν πηδήξω από το παράθυρο ο αέρας θα με ξανανεβάσει επάνω;"
- "Εντάξει." Τότε ο άνθρωπός πηδάει και όντως ξανανεβαίνει επάνω! Τότε ο άλλος λέει:
- "Πάμε στοίχημα 80 ευρώ ότι μπορώ να κάνω το ίδιο;"
- "Εντάξει." Τότε πηδάει και ο άλλος όμως δεν ξανανεβαίνει. Τότε ο μπάρμαν λέει:
- "Α! ρε Σούπερμαν, πόσο κακός είσαι όταν είσαι μεθυσμένος!" Ήταν δυο άτομα σε ένα μπαρ στον πέμπτο όροφο ενός κτιρίου. Κάποια στιγμή λέει ο ένας στον άλλο:
- "Πάμε στοίχημα 50 ευρώ ότι αν πηδήξω από το παράθυρο ο αέρας θα με ξανανεβάσει επάνω;"
- "Εντάξει." Τότε ο άνθρωπός πηδάει και όντως ξανανεβαίνει επάνω! Τότε ο άλλος λέει:
- "Πάμε στοίχημα 80 ευρώ ότι μπορώ να κάνω το ίδιο;"
- "Εντάξει." Τότε πηδάει και ο άλλος όμως δεν ξανανεβαίνει. Τότε ο μπάρμαν λέει:
- "Α! ρε Σούπερμαν, πόσο κακός είσαι όταν είσαι μεθυσμένος!"

Και ο Θεός δημιούργησε τον άνδρα...
Ο Θεός του είπε:
- Αδάμ, πέρνα αυτή την κοιλάδα.
Ο Αδάμ ρώτησε:
- Τι είναι κοιλάδα, Κύριε ;
Και ο Θεός του εξήγησε...
Μετά ο Θεός του είπε:
- Αδάμ, πέρνα το ποτάμι.
Και ο Αδάμ ρώτησε:
- Τι είναι ποτάμι, Κύριε ;
Και ο Θεός του εξήγησε...
Μετά ο Θεός είπε:
- Αδάμ, ανέβα αυτό το βουνό.
Και ο Αδάμ ρώτησε:
- Τι είναι βουνό, Κύριε ;
Και ο Θεός του εξήγησε...
Μετά ο Θεός του είπε:
- Αφού περάσεις το βουνό, θα βρεις μια σπηλιά...
Και ο Αδάμ ρώτησε:
- Τι είναι σπηλιά, Κύριε ;
Και ο Θεός του εξήγησε...
Μετά ο Θεός του είπε:
- Μέσα στη σπηλιά θα βρεις μια γυναίκα...
Και ο Αδάμ ρώτησε:
- Τι είναι γυναίκα, Κύριε ;
Και ο Θεός του εξήγησε...
Μετά ο Θεός του είπε:
- Θέλω να αναπαραχθείς.
Και ο Αδάμ ρώτησε:
- Πώς γίνεται η αναπαραγωγή, Κύριε ;
Και για μια ακόμη φορά, ο Θεός του εξήγησε...
Έτσι λοιπόν ο Αδάμ περπάτησε...
Πέρασε την κοιλάδα, πέρασε το ποτάμι, ανέβηκε το βουνό, μπήκε στη σπηλιά, συνάντησε τη γυναίκα, και πέντε λεπτά αργότερα ήταν κιόλας έξω...
Ο Θεός ελαφρώς εκνευρισμένος, τον ρωτάει:
- Μα τι συμβαίνει ;
Και ο Αδάμ τον ρωτάει:
- Κύριε, τι είναι ημικρανία;