Ενας πατέρας, δικηγόρος το επάγγελμα, αφού κατάφερε και έκανε και το γιο του δικηγόρο για να συνεχίσει το γραφείο του, άρχισε να του αναθέτει σιγά-σιγά κάποιες υποθέσεις απο τις δικές του, για να πάρει μπρος.
Ενας πατέρας, δικηγόρος το επάγγελμα, αφού κατάφερε και έκανε και το γιο του δικηγόρο για να συνεχίσει το γραφείο του, άρχισε να του αναθέτει σιγά-σιγά κάποιες υποθέσεις απο τις δικές του, για να πάρει μπρος.
Μετά απο ενα μήνα, έρχεται ο γιος γεμάτος χαρά και λεει στον πατέρα ενθουσιασμένος:
- Πατέρα, τελείωσα εκείνη την υπόθεση που εσύ την παίδευες για χρόνια!
- Να βλάκα! Με αυτή την υπόθεση σε μεγάλωσα!
Καλοκαίρι. Μεσημέρι. Καύσωνας. Ο κύριος Πετρίδης επιστρέφει στο διαμέρισμα του κάπου στην άκρης της πόλης μετά από ένα κουραστικό πρωινό στο γραφείο του. Παρκάρει το αυτοκίνητο του και με το χαρτοφύλακα στο χέρι, ξεκινάει να διασχίσει το δρόμο για να μπει στην είσοδο του κτιρίου όπου μένει. Στα μισά του δρόμου αντιλαμβάνεται τον ιδρωμένο σωματώδη τύπο που έχει μόλις ξεφορτώσει δύο φέρετρα από το φορτηγάκι του και τα έχει ακουμπήσει στον τοίχο της πολυκατοικίας για να ξαποστάσει.
- Μπα, ποιος να πέθανε, εδώ στην πολυκατοικία. Κάποιος ηλικιωμένος δεν άντεξε τον καύσωνα μάλλον.
Συνεχίζει να περπατάει, αλλά ο ιδρωμένος τύπος τον κοιτάει περίεργα. Μόλις φτάνει να μπει στην είσοδο της πολυκατοικίας, ο τύπος αποφασίζει να του μιλήσει:
- Μπορείτε μήπως να με βοηθήσετε να μεταφέρω τα φέρετρα μέχρι τον τρίτο όροφο; Κάνει πολύ ζέστη για να το κάνω μόνος μου.
Ο κύριος Πετρίδης το σκέφτεται λίγο και δέχεται. Στο πίσω μέρος του μυαλού του όμως αναρωτιέται ποιος είναι αυτός που έμενε στον ίδιο όροφο με αυτόν και πέθανε. Βάζουν τα φέρετρα το ένα πάνω στο άλλο, το ακουμπάν πάνω στους ώμους τους, και ξεκινάνε να σκαρφαλώνουν τις σκάλες... Φτάνουν στον τρίτο όροφο και περπατάνε προς της δεξιά μεριά του διαδρόμου, ανησυχητικά κοντά στην είσοδο του διαμερίσματος του κυρίου Πετρίδη. Τελικά ο φορτωμένος εργάτης αποφασίζει ότι έφτασε στον προορισμό του και ακουμπάνε τα φέρετρα ακριβώς πλάι στην είσοδο του διαμερίσματος του κυρίου Πετρίδη. Γεμάτος απορία, προσπαθεί να βρει μερικές εξηγήσεις:
- Μα καλά, αυτό είναι το διαμέρισμα που μένω εγώ. Τι θέλει ένα ζευγάρι φέρ..
- Είστε ο κύριος Πετρίδης; Δεν το κατάλαβα τόση ώρα. Έφερα τα παιδιά από την κατασκήνωση.
Από την τελευταία επίσκεψη του Κλίντον στην Ελλάδα ( Νοέμβριο 1999 ) .
Οι επίσημες συνομιλίες στο Μαξίμου τελειώνουν 10 λεπτά πριν από το πρόγραμμα και ο Κ. Σημίτης βρίσκει ευκαιρία για λίγο κουτσομπολιό με τον Κλίντον :
- Πες μου Πρόεδρε , ποιο είναι το μυστικό της επιτυχίας σου , πως τα καταφέρνεις με τόσα προβλήματα ;
- Το μυστικό είναι στους συνεργάτες φίλε Κώστα!
- Δηλαδή ;
- Έχω συνεργάτες σαίνια . Πιάνουν πουλιά στον αέρα!
- Σοβαρά ;
- Αμ τι , ψέματα ; Αλ , φωνάζει στον αντιπρόεδρο Γκορ που κρυφάκουγε στο διπλανό δωμάτιο ...
- Διαταγές Πρόεδρε!
- Πες μου παιδί μου , ποιος είναι ο γιος του πατέρα σου και ο εγγονός του παππού σου ;
- Εγώ , απαντάει αμέσως , με σιγουριά ο Γκορ .
- Τι σου λεγα ; σχολιάζει , με νόημα ο Κλίντον .
Μόλις τελειώνει η συνάντηση ο Σημίτης παίρνει τον Τζοχατζόπουλο στο κινητό :
- Ακη ...
- Έλα Πρόεδρε ...
- Ποιος είναι ο γιος του πατέρα σου και εγγονός του παππού σου ;
Κάγκελο ο Ακης ! ΄Εχει όμως τη πονηριά να ξεφύγει :
- Πρόεδρε είμαι σε έκτακτη σύσκεψη στο πεντάγωνο και δεν μπορώ να μιλήσω τώρα . Θα σε πάρω σε λίγο . Αμέσως παίρνει τηλέφωνο τον Ρέππα :
- Έλα Ρέππα , με πήρε ο Πρόεδρος πριν από λίγο και με ρώτησε ποιος είναι ο γιος του πατέρα μου και ο εγγονός του παππού μου , ξέρεις τίποτα εσύ μήπως ;
Αιφνιδιασμένος και ο Ρέππας ρίχνει το μπαλάκι στο Γιαννόπουλο .
- Ακη , είμαι στο press - room τώρα και κάνω έκτακτη ενημέρωση . Πάρε το Βαγγέλη το Γιαννόπουλο . Αυτός είναι παλιός και ξέρει από αυτά .
Αμέσως ο Ακης αρχίζει την αναζήτηση του Γιαννόπουλου . Με τα πολλά τον πετυχαίνει στο κινητό . Αλλά που να συνεννοηθούνε ! Από το τηλέφωνο ακούγονται μπουζούκια και κλαρίνα . Ο Βαγγέλης είναι σε νυχτερινό κέντρο και γλεντάει με τη παρέα του . Ανήσυχος από το τηλεφώνημα ο Γιαννόπουλος βγαίνει έξω από το κέντρο για να μιλήσει με ησυχία . Ο Ακης του θέτει το ίδιο ερώτημα πάλι .
- Και γι΄ αυτό με πήρες τέτοια ώρα Ακη ! ; Θέλεις να στα σούρω ; Να πάρεις το έξυπνο τον Λαλιώτη να ρωτήσεις που τα ξέρει όλα .
Δε χάνει καιρό ο Ακης και τηλεφωνεί στο Λαλιώτη .
- Κώστα σώσε με ! Πρέπει να μου απαντήσεις αμέσως σε ένα ερώτημα .
- Πες το ρε Ακη.
- Ποιος είναι ο γιος του πατέρα σου και ο εγγονός του παππού σου .
- Εγώ , απαντάει ήρεμα ο Λαλιώτης .
Ο Ακης μόλις που συγκρατεί τον ενθουσιασμό του και σχηματίζει αργά στο καντράν του τηλεφώνου το τριψήφιο νούμερο του πρωθυπουργικού γραφείου .
- Πρόεδρε , κάτι με ρώτησες προηγουμένως .
- Ναι.
- Έχω την απάντηση αν τη θέλεις .
- Για λέγε λοιπόν . Ποιος είναι ;
- Ο Λαλιώτης είναι Πρόεδρε .
- Αντε πήγαινε να χαθείς βρε άχρηστε που θα μου πεις εμένα ότι είναι ο Λαλιώτης .
- Και ποιος είναι πρόεδρέ μου .
- Ο Αλ Γκορ είναι βρε χαμένε !
Καλοκαίρι. Ζέστα. Μεσημέρι.
Ο μέρμηγκας, με ένα φανελάκι εργασίας, μούσκεμα στον ιδρώτα, σέρνει ένα τεράστιο στάχυ.
Ησυχία.
Έξαφνα, από τη γωνία εμφανίζεται ένα раjеrо turbo intercooler.
Στρίβει με χειρόφρενο και σταματάει απότομα μπροστά στον σαστισμένο μέρμηγκα.
Μέσα στο раjеrо, ο τζίτζικας με γυαλικά ηλίου, βερμούδα με φοινικόδεντρα, δύο πληθωρικές γκόμενες στο πλάι και τις σανίδες του surf στην οροφή.
- Μέρμηγκα, άντε άστα και φύγαμε για windsurfing. ʼντε, παράτα τα, τα κάνεις αύριο.
Ο μέρμηγκας ρίχνει ένα κουρασμένο βλέμμα στον τζίτζικα. Κάπου την έχει ξανακούσει αυτή την ατάκα, ίσως λίγο παραλλαγμένη.
- Δεν μπορώ, μάστορα, έχω δουλειά να κάνω. Πρέπει να προετοιμαστώ για το χειμώνα. Πήγαινε εσύ.
Ο τζίτζικας σηκώνει τους ώμους, το раjеrо σπινάρει και χάνεται στον ορίζοντα.
Μεσημέρι της επομένης. Ο μέρμηγκας, και πάλι ιδρωμένος σέρνει ένα τεράστιο λοβό μπιζελιού.
Νέκρα. Από τη στροφή πετάγεται το γνωστό раjеrо.
- Μάστορα, παράτα τα, πήδα μέσα, από δω η Σούζη και η Μαίρη, έλα πάμε για jet-ski ...
Χειμώνας. Παγωνιά. Χιόνι. Ο μέρμηγκας, στη ζέστα του τζακιού του, μαζί με τη γυναίκα του και τα παιδιά του, απολαμβάνουν τη θαλπωρή.
Τα ξύλα τριζοβολούν πάνω από τη θράκα. Έξαφνα, το κουδούνι της πόρτας κτυπάει.
- Ασε, θα ανοίξω εγώ, λέει η γυναίκα του μέρμηγκα. Κάθε χρόνο η ίδια ιστορία. Μόνο αυτός μπορεί να είναι...
Η πόρτα ανοίγει. Ο τζίτζικας, με τη στολή και τα γυαλιά του σκι, κασκόλ, και στο υπόβαθρο το раjеrо με αλυσίδες στους τροχούς.
- Που είναι ο φίλος μου ο μέρμηγκας, φωνάζει. Θέλω το μέρμηγκα.
Ο μέρμηγκας πλησιάζει την πόρτα.
- Έλα, ντύσου, πάμε για σκι, άντε τι κάθεσαι, άντε.
- Δεν μπορώ μάστορα, πρέπει να μείνω με την οικογένεια, έχω υποχρεώσεις, δεν μπορώ ...
Ο τζίτζικας σηκώνει τους ώμους, και γυρνάει να φύγει.
Ο μέρμηγκας κάνει να γυρίσει προς τα μέσα, κοντοστέκεται, ξαναγυρνά προς το раjеrо και λέει του τζίτζικα:
- Και αν τυχόν συναντήσεις τον Αίσωπο, πες του ΝΑ ΠΑΕΙ ΝΑ ΓΑΜΗΘΕΙ!
Ένας τύπος πηγαίνει στο γιατρό.
- Γιατρέ, πρέπει να με βοηθήσεις. Το ... Πουλί μου είναι πορτοκαλί!
Ο γιατρός το σκέφτεται λίγο και του ζητάει να κατεβάσει το παντελόνι του για να ελέγξει. Πράγματι, το πουλί του τύπου είναι έντονο πορτοκαλί. Λέει ο γιατρός στον τύπο :
- Αυτό είναι πολύ παράξενο. Μερικές φορές τέτοια συμπτώματα εμφανίζονται από έντονο στρες. Αλήθεια, πως πάνε τα πράγματα στη δουλειά;
Ο τύπος απαντάει ότι είχε απολυθεί πριν από δύο εβδομάδες. Ο γιατρός του λέει ότι μάλλον αυτή πρέπει να είναι η αιτία του στρες.
- Όχι, όχι, λέει ο τύπος, το αφεντικό ήταν πραγματικό καθίκι, έπρεπε να δουλεύω 10-20 ώρες υπερωρία κάθε εβδομάδα και πάντα μα πάντα με εκμεταλλευόταν. Πριν από δύο εβδομάδες βρήκα μια καινούργια δουλειά που μπορώ και ορίζω εγώ το χρόνο μου, πληρώνομαι τα διπλά λεφτά από την προηγούμενη δουλειά και το αφεντικό είναι σπουδαίο.
Έτσι, ο γιατρός συμπεραίνει ότι δεν είναι αυτή η αιτία του στρες.
Ξαναρωτάει τον τύπο:
- Πως είναι η ζωή στο σπίτι;
O τύπος του λέει ότι χώρισε πριν από οκτώ μήνες.
Ο γιατρός σκέφτεται ότι αυτή πρέπει να είναι η αιτία, αλλά ο τύπος πάλι διαφωνεί:
- Όχι, όχι. Για χρόνια, το μόνο που άκουγα ήταν γκρίνια, γκρίνια, γκρίνια. Είμαι πολύ ευτυχής που την ξεφορτώθηκα και ησύχασα.
Έτσι ο γιατρός αναγκάζεται να το ξανασκεφτεί για μερικά λεπτά.
- Δε μου λες, του λέει, πως πας από χόμπι και κοινωνική ζωή;
Ο τύπος απαντάει:
- Τίποτα ιδιαίτερο. Τα περισσότερα βράδια κάθομαι σπίτι, βλέπω καμιά τσοντούλα και τρώω γαριδάκια...
Είναι σε ένα κουρείο, μέρα μεσημέρι, ο κλασικός μπαρμπέρης της γειτονιάς επί το έργον...
Εκεί που ψαλιδίζει φαβορίτες, σκάει μύτη από την πόρτα ένας τύπος:
- Φίλε σε πόση ώρα μπορείς να με κουρέψεις;
Κοιτάει ο κουρέας δεξιά, κοιτάει αριστερά... κόσμος...
- Ε, σε δυο ώρες!
- Εντάξει λέει ο τυπάκος και φεύγει τρέχοντας.
Μετά από μερικές μέρες, ξανάρχεται βιαστικός ο ίδιος πελάτης. Βάζει το κεφάλι του στο μαγαζί και λέει στον κουρέα:
- Φίλε σε πόση ώρα μπορείς να με κουρέψεις;
Τον κοιτάει ο κουρέας:
- Ε, σε κάνα δυο ωρίτσες...
- OK, λέει ο τυπάκος και φεύγει βιαστικά.
Το ίδιο σκηνικό μια βδομάδα μετά..., εκεί που κουρεύει ένα περουκίνι, του έρχεται ο γνωστός τυπάκος, βιαστικός και καταϊδρωμένος.
- Φίλε σε πόση ώρα αι είναι θα με κουρέψεις;
- Ε, θέλω τρεις ώρες. Έχω κόσμο σήμερα.
Και πριν πει άλλη κουβέντα, ο τυπάκος έχει ήδη εξαφανιστεί!
Τι διάολο, κάθε λίγο και λιγάκι η ίδια ιστορία... αναρωτιέται ο κουρέας.
- Να σου πω, λέει στο βοηθό του, με έχει ανησυχήσει αυτός ο περίεργος. Έρχεται ίσα-ίσα να ρωτήσει πόση ώρα θα περιμένει και ποτέ δεν κάθεται! παρτον από πίσω να μου πεις τι συμβαίνει και που πάει κάθε φορά τρέχοντας.
Οπότε την επόμενη φορά, με το που επαναλαμβάνεται το ίδιο σκηνικό και ο τυπάκος φεύγει τρέχοντας από το κουρείο, ο βοηθός τον ακολουθεί...
Όταν επιστρέφει στο αφεντικό του είναι κάθιδρος και χλωμός...
- Τι έγινε; τι τρέχει μʼ αυτόν; ρωτάει ο κουρέας.
Ο βοηθός δεν απαντάει...
- Πες μου! που πηγαίνει κάθε φορά μετά από εδώ; επιμένει και κραδαίνει το ψαλίδι ο κουρέας
Ο Βοηθός απαντάει ψελλίζοντας...
- Σπίτι σου...
Κάποια ηλιόλουστη μέρα, η Κοκκινοσκουφίτσα αποφάσισε (σύμφωνα με το λαϊκό μύθο) να επισκεφτεί τη γιαγιά της.
Ο δρόμος ο οποίος περνούσε μέσα από το δάσος, ήταν γεμάτος αγριολούλουδα, και ήταν φυσικό να προσελκύσει το ενδιαφέρον της μικρής Κοκκινοσκουφίτσας. Έτσι, ενώ πέρναγε μέσα από το δάσος, έψαχνε πίσω από δέντρα και θάμνους για να βρει αγριολούλουδα να πάει στη γιαγιά της.
Σε κάποια στιγμή, στρίβει πίσω από μία οξιά και αντικρίζει τον κακό λύκο. Με αφελές ύφος, τον ρωτάει...
- Λύκε λύκε, γιατί έχεις τόσο μεγάλα μάτια;
- Για να σε βλέπω καλύτερα, απαντάει βιαστικά ο λύκος και την κοιτάει αγριεμένα.
Η Κοκκινοσκουφίτσα διστάζει λίγο, αλλά γρήγορα φεύγει προς την αντίθετη κατεύθυνση, για να ξαναρχίσει την συλλογή αγριολούλουδων. 20 μέτρα πιο κάτω, και ενώ ακολουθεί μια συστάδα αγριολούλουδων πίσω από ένα πουρνάρι, ξαναπέφτει πάνω στον κακό λύκο. Και πάλι με αφελέστατο ύφος, η Κοκκινοσκουφίτσα ρωτάει...
- Λύκε λύκε, γιατί έχεις τόσο μεγάλα αυτιά;
- Για να σε ακούω καλύτερα, λέει με ακόμα πιο αγριεμένο ύφος ο κακός λύκος.
Η ιστορία επαναλαμβάνεται, και η Κοκκινοσκουφίτσα επιστρέφει στο μάζεμα. Λίγο πιο κάτω, πίσω από κάτι βράχους, η Κοκκινοσκουφίτσα συναντάει για ακόμα μία φορά τον κακό λύκο. Έχει αρχίσει να ψυλλιάζεται τη δουλειά, και μπαίνει γρήγορα στο νόημα...
- Λύκε λύκε, γιατί έχεις τόσο μεγάλη μύτη;
- Για να σε μυρίζω καλύτερα, απαντάει ο λύκος που με δυσκολία πλέον κρατούσε την οργή του!
Η Κοκκινοσκουφίτσα, συνηθισμένη πλέον, φεύγει αδιάφορη για να ασχοληθεί και πάλι με τα αγριολούλουδα. Σε κάποια στιγμή, και ενώ το καλάθι της είχε σχεδόν γεμίσει, βλέπει μία σπηλιά και μπαίνει μέσα. Εκεί, (για φαντάσου) συναντά και πάλι τον κακό το λύκο, ο οποίος έδειχνε προκλητικά τα δόντια του. Η Κοκκινοσκουφίτσα αμέσως ρωτάει...
- Λύκε λύκε, γιατί έχεις τόσο μεγάλα δόντια;
Και ο λύκος...
- Θα με αφήσεις, γα** το φελέκι μου, να χέσω με την ησυχία μου επιτέλους;
Είναι ο Σούπερμαν και ψάχνει απελπισμένα να ρίξει ένα καλό πήδημα. Εκεί λοιπόν που πετάει βλέπει τον Batman πάει προς αυτόν και του λέει:
- Εεεε φίλε μου Batman, πρέπει οπωσδήποτε να βρω να πηδήξω, έχω τρελαθεί σου λέω.
- Γιατί δε δοκιμάζεις με την Wonder Woman; Κάνει τα καλύτερα πηδήματα εδώ στην χώρα των κόμικς.
- Μμμ, η Wonder Woman είναι καλή μου φίλη, δεν θα μπορούσα να κάνω κάτι τέτοιο, και φεύγει.
- Παρακάτω, βρίσκει τον Spiderman, και του λέει κι αυτού το δράμα του και τον ρωτάει αν έχει καμιά καλή πρόταση.
- Θα σου πρότεινα την Wonder Woman. Είναι σίγουρα η καλύτερη.
- "Η Wonder Woman είναι φίλη μου. Μπα, δεν μπορώ να κάνω κάτι τέτοιο", λέει και φεύγει πάλι.
- Τι διάολο σκέφτεται καθώς πετάει, όλους τους έχει πάρει;
Τότε ξαφνικά βλέπει την Wonder Woman στο χωράφι από κάτω, με ανοιχτά τα πόδια σε κατάσταση έκστασης.
- Το θέαμα είναι άκρως προκλητικό. Δε βαριέσαι σκέφτεται, φίλοι φίλοι, αλλά και η ανάγκη μεγάλη, θα χρησιμοποιήσω τις υπερδυνάμεις μου, θα κάνω τη δουλειά γρήγορα γρήγορα, πριν το καταλάβει θα έχω φύγει.
- Πράγματι, πέφτει σαν σφαίρα πάνω στην Wonder Woman, τελειώνει την δουλειά και πριν πεις κύμινο έχει εξαφανιστεί.
- Τι στο καλό ήταν αυτό, λέει η Wonder Woman κοιτώντας με θολό βλέμμα προς τον ουρανό.
- Δεν ξέρω, λέει ο Invisible Man, αλλά ο κώλος μου με πεθαίνει.