Ένας τύπος πηγαίνει στο γιατρό.
- Γιατρέ, πρέπει να με βοηθήσεις. Το ... Πουλί μου είναι πορτοκαλί!
Ο γιατρός το σκέφτεται λίγο και του ζητάει να κατεβάσει το παντελόνι του για να ελέγξει. Πράγματι, το πουλί του τύπου είναι έντονο πορτοκαλί. Λέει ο γιατρός στον τύπο :
- Αυτό είναι πολύ παράξενο. Μερικές φορές τέτοια συμπτώματα εμφανίζονται από έντονο στρες. Αλήθεια, πως πάνε τα πράγματα στη δουλειά;
Ο τύπος απαντάει ότι είχε απολυθεί πριν από δύο εβδομάδες. Ο γιατρός του λέει ότι μάλλον αυτή πρέπει να είναι η αιτία του στρες.
- Όχι, όχι, λέει ο τύπος, το αφεντικό ήταν πραγματικό καθίκι, έπρεπε να δουλεύω 10-20 ώρες υπερωρία κάθε εβδομάδα και πάντα μα πάντα με εκμεταλλευόταν. Πριν από δύο εβδομάδες βρήκα μια καινούργια δουλειά που μπορώ και ορίζω εγώ το χρόνο μου, πληρώνομαι τα διπλά λεφτά από την προηγούμενη δουλειά και το αφεντικό είναι σπουδαίο.
Έτσι, ο γιατρός συμπεραίνει ότι δεν είναι αυτή η αιτία του στρες.
Ξαναρωτάει τον τύπο:
- Πως είναι η ζωή στο σπίτι;
O τύπος του λέει ότι χώρισε πριν από οκτώ μήνες.
Ο γιατρός σκέφτεται ότι αυτή πρέπει να είναι η αιτία, αλλά ο τύπος πάλι διαφωνεί:
- Όχι, όχι. Για χρόνια, το μόνο που άκουγα ήταν γκρίνια, γκρίνια, γκρίνια. Είμαι πολύ ευτυχής που την ξεφορτώθηκα και ησύχασα.
Έτσι ο γιατρός αναγκάζεται να το ξανασκεφτεί για μερικά λεπτά.
- Δε μου λες, του λέει, πως πας από χόμπι και κοινωνική ζωή;
Ο τύπος απαντάει:
- Τίποτα ιδιαίτερο. Τα περισσότερα βράδια κάθομαι σπίτι, βλέπω καμιά τσοντούλα και τρώω γαριδάκια...
Είναι σε ένα κουρείο, μέρα μεσημέρι, ο κλασικός μπαρμπέρης της γειτονιάς επί το έργον...
Εκεί που ψαλιδίζει φαβορίτες, σκάει μύτη από την πόρτα ένας τύπος:
- Φίλε σε πόση ώρα μπορείς να με κουρέψεις;
Κοιτάει ο κουρέας δεξιά, κοιτάει αριστερά... κόσμος...
- Ε, σε δυο ώρες!
- Εντάξει λέει ο τυπάκος και φεύγει τρέχοντας.
Μετά από μερικές μέρες, ξανάρχεται βιαστικός ο ίδιος πελάτης. Βάζει το κεφάλι του στο μαγαζί και λέει στον κουρέα:
- Φίλε σε πόση ώρα μπορείς να με κουρέψεις;
Τον κοιτάει ο κουρέας:
- Ε, σε κάνα δυο ωρίτσες...
- OK, λέει ο τυπάκος και φεύγει βιαστικά.
Το ίδιο σκηνικό μια βδομάδα μετά..., εκεί που κουρεύει ένα περουκίνι, του έρχεται ο γνωστός τυπάκος, βιαστικός και καταϊδρωμένος.
- Φίλε σε πόση ώρα αι είναι θα με κουρέψεις;
- Ε, θέλω τρεις ώρες. Έχω κόσμο σήμερα.
Και πριν πει άλλη κουβέντα, ο τυπάκος έχει ήδη εξαφανιστεί!
Τι διάολο, κάθε λίγο και λιγάκι η ίδια ιστορία... αναρωτιέται ο κουρέας.
- Να σου πω, λέει στο βοηθό του, με έχει ανησυχήσει αυτός ο περίεργος. Έρχεται ίσα-ίσα να ρωτήσει πόση ώρα θα περιμένει και ποτέ δεν κάθεται! παρτον από πίσω να μου πεις τι συμβαίνει και που πάει κάθε φορά τρέχοντας.
Οπότε την επόμενη φορά, με το που επαναλαμβάνεται το ίδιο σκηνικό και ο τυπάκος φεύγει τρέχοντας από το κουρείο, ο βοηθός τον ακολουθεί...
Όταν επιστρέφει στο αφεντικό του είναι κάθιδρος και χλωμός...
- Τι έγινε; τι τρέχει μʼ αυτόν; ρωτάει ο κουρέας.
Ο βοηθός δεν απαντάει...
- Πες μου! που πηγαίνει κάθε φορά μετά από εδώ; επιμένει και κραδαίνει το ψαλίδι ο κουρέας
Ο Βοηθός απαντάει ψελλίζοντας...
- Σπίτι σου...

Κάποια ηλιόλουστη μέρα, η Κοκκινοσκουφίτσα αποφάσισε (σύμφωνα με το λαϊκό μύθο) να επισκεφτεί τη γιαγιά της.
Ο δρόμος ο οποίος περνούσε μέσα από το δάσος, ήταν γεμάτος αγριολούλουδα, και ήταν φυσικό να προσελκύσει το ενδιαφέρον της μικρής Κοκκινοσκουφίτσας. Έτσι, ενώ πέρναγε μέσα από το δάσος, έψαχνε πίσω από δέντρα και θάμνους για να βρει αγριολούλουδα να πάει στη γιαγιά της.
Σε κάποια στιγμή, στρίβει πίσω από μία οξιά και αντικρίζει τον κακό λύκο. Με αφελές ύφος, τον ρωτάει...
- Λύκε λύκε, γιατί έχεις τόσο μεγάλα μάτια;
- Για να σε βλέπω καλύτερα, απαντάει βιαστικά ο λύκος και την κοιτάει αγριεμένα.
Η Κοκκινοσκουφίτσα διστάζει λίγο, αλλά γρήγορα φεύγει προς την αντίθετη κατεύθυνση, για να ξαναρχίσει την συλλογή αγριολούλουδων. 20 μέτρα πιο κάτω, και ενώ ακολουθεί μια συστάδα αγριολούλουδων πίσω από ένα πουρνάρι, ξαναπέφτει πάνω στον κακό λύκο. Και πάλι με αφελέστατο ύφος, η Κοκκινοσκουφίτσα ρωτάει...
- Λύκε λύκε, γιατί έχεις τόσο μεγάλα αυτιά;
- Για να σε ακούω καλύτερα, λέει με ακόμα πιο αγριεμένο ύφος ο κακός λύκος.
Η ιστορία επαναλαμβάνεται, και η Κοκκινοσκουφίτσα επιστρέφει στο μάζεμα. Λίγο πιο κάτω, πίσω από κάτι βράχους, η Κοκκινοσκουφίτσα συναντάει για ακόμα μία φορά τον κακό λύκο. Έχει αρχίσει να ψυλλιάζεται τη δουλειά, και μπαίνει γρήγορα στο νόημα...
- Λύκε λύκε, γιατί έχεις τόσο μεγάλη μύτη;
- Για να σε μυρίζω καλύτερα, απαντάει ο λύκος που με δυσκολία πλέον κρατούσε την οργή του!
Η Κοκκινοσκουφίτσα, συνηθισμένη πλέον, φεύγει αδιάφορη για να ασχοληθεί και πάλι με τα αγριολούλουδα. Σε κάποια στιγμή, και ενώ το καλάθι της είχε σχεδόν γεμίσει, βλέπει μία σπηλιά και μπαίνει μέσα. Εκεί, (για φαντάσου) συναντά και πάλι τον κακό το λύκο, ο οποίος έδειχνε προκλητικά τα δόντια του. Η Κοκκινοσκουφίτσα αμέσως ρωτάει...
- Λύκε λύκε, γιατί έχεις τόσο μεγάλα δόντια;
Και ο λύκος...
- Θα με αφήσεις, γα** το φελέκι μου, να χέσω με την ησυχία μου επιτέλους;
Είναι ο Σούπερμαν και ψάχνει απελπισμένα να ρίξει ένα καλό πήδημα. Εκεί λοιπόν που πετάει βλέπει τον Batman πάει προς αυτόν και του λέει:
- Εεεε φίλε μου Batman, πρέπει οπωσδήποτε να βρω να πηδήξω, έχω τρελαθεί σου λέω.
- Γιατί δε δοκιμάζεις με την Wonder Woman; Κάνει τα καλύτερα πηδήματα εδώ στην χώρα των κόμικς.
- Μμμ, η Wonder Woman είναι καλή μου φίλη, δεν θα μπορούσα να κάνω κάτι τέτοιο, και φεύγει.
- Παρακάτω, βρίσκει τον Spiderman, και του λέει κι αυτού το δράμα του και τον ρωτάει αν έχει καμιά καλή πρόταση.
- Θα σου πρότεινα την Wonder Woman. Είναι σίγουρα η καλύτερη.
- "Η Wonder Woman είναι φίλη μου. Μπα, δεν μπορώ να κάνω κάτι τέτοιο", λέει και φεύγει πάλι.
- Τι διάολο σκέφτεται καθώς πετάει, όλους τους έχει πάρει;
Τότε ξαφνικά βλέπει την Wonder Woman στο χωράφι από κάτω, με ανοιχτά τα πόδια σε κατάσταση έκστασης.
- Το θέαμα είναι άκρως προκλητικό. Δε βαριέσαι σκέφτεται, φίλοι φίλοι, αλλά και η ανάγκη μεγάλη, θα χρησιμοποιήσω τις υπερδυνάμεις μου, θα κάνω τη δουλειά γρήγορα γρήγορα, πριν το καταλάβει θα έχω φύγει.
- Πράγματι, πέφτει σαν σφαίρα πάνω στην Wonder Woman, τελειώνει την δουλειά και πριν πεις κύμινο έχει εξαφανιστεί.
- Τι στο καλό ήταν αυτό, λέει η Wonder Woman κοιτώντας με θολό βλέμμα προς τον ουρανό.
- Δεν ξέρω, λέει ο Invisible Man, αλλά ο κώλος μου με πεθαίνει.
Οδηγιεσ σε περιπτωση σεισμου:
1. Μην αρχίσετε να τρέχετε πανικόβλητοι από το ένα γραφείο στο άλλο φωνάζοντας «Σεισμός !». Όλοι το ξέρουμε ότι γίνεται σεισμός
2. Σταθείτε κάτω από τραπέζια ή γραφεία. Βάλτε μία σφυρίχτρα στο στόμα και αλειφτείτε με τζατζίκι έτσι ώστε να σας βρουν τα σκυλιά της ΕΜΑΚ.
3. Σε περίπτωση που σας έχει έρθει το Monitor καπέλο μείνετε εκεί που είστε διότι μπορεί να προκαλέσετε πανικό στους γύρω σας νομίζοντας ότι είστε εξωγήινος.
4. Αν σας έρθει η Κυρά Κατίνα από το πουθενά, μην πανικοβληθείτε! Mάλλον συγύριζε στην ταράτσα!
5. Μην παίρνετε τηλέφωνο στο κινητό τσάμπα ! Έτσι κι αλλιώς και το σταθερό, την ώρα του σεισμού είναι κινητό!
6. Προς Θεού, μην αρχίσετε να κλέβετε μνήμες, οθόνες, ποντίκια κ. Τ. Λ. εκμεταλλευόμενοι το γεγονός.
7. Μην πάτε να κατέβετε με το ασανσέρ, είναι άσκοπο. Θα κατέβετε μαζί με τον όροφο.
8. Μην τρέξετε στους πυροσβεστήρες χωρίς λόγο. Αυτοί είναι σχεδιασμένοι για άλλη θεομηνία. Μην αρχίσετε να ψεκάζετε CO2 παντού όπου βρίσκετε!
9. Μην πλησιάζετε στις ακτές ! Μπορεί να βγει ο Γκοτζίλα!
10. Αν βρεθείτε έξω την ώρα του σεισμού μείνετε έξω ! Αν βρεθείτε μέσα μείνετε μέσα! Αν προβληματιζόσαστε για το αν ήσασταν μέσα ή έξω μάλλον έχει γίνει της π**τάνας!
11. Μην αρχίσετε τα τηλέφωνα στον Βαρώτσο. Δεν απαντάει ο π**στης!
12. Μην τρέχετε όλοι στην έξοδο κινδύνου ! Δεν υπάρχει τέτοια έξοδος!
Μία μέρα , στην τάξη του Μπόμπου , εμφανίστηκε ο τοπικός επιθεωρητής ο οποίος θέλοντας να διαπιστώσει το πόσο καλή δουλειά γίνεται στο σχολείο , είπε στην δασκάλα να κάνει ένα τεστ νοημοσύνης στα παιδιά .
Έτσι , η δασκάλα σκέφτεται λίγο και καταλήγει σε ένα βιαστικό τεστ . Σηκώνεται από την καρέκλα της και λέει στην τάξη .
- Ποίο παιδάκι θα μου πει πως μπορούμε να βάλουμε μία τρύπα μέσα σε μια άλλη τρύπα ;
Με το που ακούγεται η λέξη " τρύπα " όλα τα βλέμματα στρέφονται προς τον Μπόμπο , ο οποίος όμως δίχνει να βρίσκεται σε βαθιά σκέψη . Ενώ όλοι περιμένουν να πει κάτι ο Μπόμπος , πετάγεται η Ελενίτσα ...
- Κυρία , κυρία , κυρία ...
- Ναι Ελενίτσα , λέει η δασκάλα απευθύνοντάς της το λόγο .
- Να . έτσι , λέει η Ελενίτσα και ενώνοντας τους δείκτες και τους αντίχειρές της , τοποθετεί την εικονική αυτή τρύπα γύρω από το στόμα της .
- Μπράβο Ελενίτσα , λέει η δασκάλα .. ήταν πολύ ευρηματικό .. ποιο παιδάκι θα μου πει τώρα πως να βάλουμε δύο τρύπες σε μια τρύπα ;
Το βλέμμα όλων ξαναπέφτει στο Μπόμπο, ο οποίος όμως μουρμουρίζει επιθετικά , χωρίς να γίνεται κατανοητός ..
- Κυρία , κυρία , κυρία ... ξαναπετάγεται η Ελενίτσα.
- Ναι Ελενίτσα ;
- Να .. έτσι .. και τοποθετεί ξανά την εικονική τρύπα στο πρόσωπό της .. αυτή τη φορά πάνω από τα ρουθούνια της .
- Μπράβο Ελενίτσα .. την επαινεί ξανά η δασκάλα ..
Ο Μπόμπος στο μεταξύ είχε αρχίσει να αφρίζει . Δεν ήταν δυνατόν να του την " έμπαινε " έτσι η Ελενίτσα ... Μετά από λίγο ακολουθεί και τρίτη , πιο εξελιγμένη ερώτηση ...
- Ποίο παιδάκι θα μου πει , πως να βάλουμε 3 τρύπες σε μια τρύπα αυτή τη φορά .
Ο Μπόμπος κοντεύει να σκάσει , γιατί και αυτή τη φορά δεν έχει απάντηση .. Ενώ ξαναπετάγεται η Ελενίτσα ...
- Κυρία , κυρία , κυρία ...
- Ναι Ελενίτσα ... ;
- Να έτσι , και αυτή τη φορά βάζει την εικονική τρύπα πάνω από το στόμα της και τα ρουθούνια της ...
- Συγχαρητήρια Ελενίτσα , λέει η δασκάλα , είσαι πολύ έξυπνη ...
Έξαλλος πλέον ο Μπόμπος πετάγεται και λέει στην δασκάλα ...
- Εγώ κυρία , μπορώ να βάλω 9 τρύπες σε μία τρύπα ...
- Πώς θα το κάνεις αυτό Μπόμπο ; .. εκφράζει την απορία της η δασκάλα ..
- Θα βάλω μια φλογέρα στον κώ**ο της Ελενίτσας !
Ειναι ένας άνθρωπος ο οποίος πηγαίνει στη δουλειά του και περνά με τα πόδια έξω από ένα μαγαζί πτηνών.
Έξω από το μαγαζί είναι ένας παπαγάλος ο οποίος βλέπει τον άνθρωπο και λέει:
- Γειά σου, βλάκα.
"Μπα, δεν θα το είπε σε εμένα", λέει από μέσα του και φεύγει.
Την άλλη μέρα το ίδιο.
Την άλλη μέρα πάλι το ίδιο ώσπου μπαίνει στο μαγαζί και λέει ότι αν τον ξαναπεί ο παπαγάλος έτσι, θα κάνει μήνυση.
Την άλλη μέρα τον ξανάλέει ο παπαγάλος "βλάκα" εκείνος μπαίνει στο μαγαζί και τον αγοράζει.
Τον βάζει σε ένα σακί και τον κλείνει στο πορτμπαγκάζ.
Αρχίζει να τρέχει κάνοντας μανούβρες και απότομα φρεναρίσματα.
Φτάνει σε μία ερημιά, βγάζει το σακί και αρχίζει να κοπανάει τον παπαγάλο στα βράχια.
Κοπανάει μέχρι να κουραστεί, μετά ανοίγει το σακί και βγαίνει ο παπαγάλος ξεπουπουλιασμένος και λέει:
- Για δες μετά από τέτοιο σεισμό μόνο εγώ και ο βλάκας μείναμε!
Τρεις φίλοι επί καθημερινής βάσεως, Τρεις φίλοι επί καθημερινής βάσεως, συνηθίζουν να συναντιούνται μετά τη δουλειά και να πίνουν ουζάκια πριν το μεσημεριανό. Μια μέρα μπαίνει στο καφενείο ο ένας απ αυτούς με κατεβασμένα μούτρα.
- Τι έγινε; τον ρωτάνε οι άλλοι.
- Να ρε παιδιά, η γυναίκα μου με απατάει.
- Τι λες ρε παιδί μου και πώς το κατάλαβες;
- Χθες που γύρισα στο σπίτι, κοίταξα κάτω από το κρεβάτι να βρω τις παντούφλες μου και βρήκα κάτι πένσες, κάβουρες (και άλλα θαλασσινά),
Σωλήνες και τέτοια. Μια, λοιπόν και δεν ήταν δικά μου πρέπει να ήταν του
Εραστή της (κλάμα) και είναι υδραυλικός.
Τον συλλυπούνται οι άλλοι. "Έλα ρε παιδί, πώς κάνεις έτσι;" και τέτοια και φεύγουν.
Την άλλη μέρα έρχεται ο δεύτερος φίλος με προβοσκίδα.
- Τι έπαθες ρε μεγάλε; των ρωτούν.
- Τι να πάθω, τα ίδια με το φίλο μας. Υποψιασμένος χθες με το που γύρισα στο σπίτι κοίταξα κάτω από το κρεβάτι και βρήκα κάτι κουτιά με χρώματα. Αρα η γυναίκα μου τα έχει με μπογιατζή.
Τον παρηγορούν κι αυτόν, ο άλλος κερατάς και ο καθαροκούτελος και φεύγουν.
Την επομένη να σου και ο τρίτος στενοχωρημένος και κλαμένος.
- Τι έγινε; τον ρωτάνε οι ομοιοπαθείς.
- Αστε τα ρε παιδιά. Είμαι στη χειρότερη μοίρα απ όλους σας. Γυρίζοντας χθες στο σπίτι κι ακούγοντας τις ιστορίες σας, κοίταξα κι εγώ κάτω από το κρεβάτι. Και τι βρήκα που λέτε;
- Τι βρήκες;
- Ένα καπελάκι από τζόκεϊ.
- Ε, και;
- Τι ε, και; Η γυναίκα μου τα χει με άλογο!

Κάποιος κατεβάζει τον αγλέουρα πίσω από την βιτρίνα ενός εστιατόριου. Στο πεζοδρόμιο περνάει ένας Αλβανός, τον βλέπει να τρώει και τρέχουν τα σάλια του. Βλέπει ο γευματίζων τον Αλβανό και του κάνει νόημα να μπει μέσα. Μόλις πλησιάζει τον ρωτάει:
- Ρε φίλε, τι συμβαίνει και κάθεσαι εκεί και μετράς τις μπουκιές μου;
- Να αφεντικό, τι να σου κάνω... Έεεχω τρεις μέρες να φάω..
- Α, γι αυτό στενοχωριέσαι; του λέει ο άλλος, μη φοβάσαι και αυτό αντιμετωπίζεται εύκολα...
Φωνάζει το γκαρσόνι και του λέει να φέρει μια μεγάλη κανάτα νερο. Το γκαρσόνι την φέρνει, γεμίζει αυτός ένα ποτήρι και λέει στον Αλβανό να πιει...
- Μα αφεντικό, λέει αυτός, εεεγω δεν διψάω... πεινάω...
- Ρε, πιες που σου λέω, του λέει ο άλλος, θα δεις... θα σου κάνει καλό.
Ο Αλβανός τι να κάνει, κατεβάζει το ποτήρι, κι εξακολουθεί να κοιτάζει τον δικό μας με πεινασμένο βλέμμα...
- Εντάξει είσαι τώρα; ρωτάει αυτός.
- Τι Εντάξει αφεντικό, λέει αυτός, αφού σου λέω... Δεν διψάω... Πεινάααω..
- Καλά... Πιες ακόμη ένα, και του δίνει και δεύτερο ποτήρι.
Τι να κάνει ο δικός σου, κατεβάζει και το δεύτερο.
Ο άλλος τον ξαναρωτάει:
- Εντάξει τώρα;...
- Όχι αφεντικό, σου είπα, δεν διψάω... Πεινάω, απαντάει ο τύπος... κάπως αδύναμα.
- Α φιλαράκο, εσύ νομίζω πως έχεις πρόβλημα, πιες άλλα δυο ποτήρια... και τον υποχρεώνει να πιει αλλά δυο...
Τα πίνει ο Αλβανός και... Κοντεύει να σκάσει απ το νερό...
- Τώρα ρε μεγάλε τι γίνεται; ρωτάει ο πρώτος.
- Τι να γίνεται αφεντικό; απαντάει αυτός βαριανασαίνοντας και με την κοιλιά του να έχει γίνει σαν... Μπαλόνι,... δεν βλέπεις;... Ωωχ... κοντεύω να σκάσω...
- Ωραία, τώρα θες να φας κάτι;
- Αστειεύεσαι αφεντικό; Τι να φάω τώρα μ αυτό το χαλί...
- Ε είδες ρε μπαγάσα, λέει ο άλλος θριαμβολογώντας, είδες που σου έλεγα; Εσύ χρυσέ μου δεν πεινούσες, διψούσες...
Καποιος απελπισμένος άνεργος βγαίνει στην αγορά με σκοπό την αναζήτηση εργασίας!
Σε κάποια στιγμή μπαίνει μέσα σε μια βιοτεχνία!
Βρίσκει το αφεντικό και του λέει απελπισμένος πως χρειάζεται επειγόντως δουλειά!
Συμφωνούνε στον μισθό και ο άνεργος χαίρεται που τα κατάφερε...
Την ώρα που φεύγει, ξαφνικά γυρνάει και λέει στο αφεντικό:
- Ξέρετε, έχω ένα μικρό προβληματάκι το οποίο όμως δεν πιστεύω να σας ενοχλεί!
- Τι δηλαδή;
- Να μωρέ, δεν έχω αρχίδια!
- Αααα! Δεν γίνεται να σας προσλάβω, λέει συγχυσμένος ο εργοδότης...
Συνεχίζεται αυτό για αρκετές μέρες. Κάθε φορά που βρίσκει δουλειά, μόλις αναφέρει το πρόβλημά του, τον ξαποστέλνουνε...
Κάποια μέρα πάει στο γραφείο του δημάρχου, και ζητά δουλειά.
Ο δήμαρχος του λέει πως προσλαμβάνεται.
- Ξέρετε, λέει ο άνεργος, έχω ένα προβληματάκι... Δεν έχω αρχίδια...
- Α, μην μου στεναχωριέσαι, λέει ο δήμαρχος, δεν είναι πρόβλημα αυτό. Απλά μωρέ θα πρέπει να έρχεσαι από τις 12 το μεσημέρι και μετά για δουλειά!
Στεναχωριέται ο άνεργος και φοβούμενος ότι έτσι θα παίρνει μειωμένο μισθό λέει:
- Μα εγώ δεν έχω πρόβλημα με την ώρα... Μπορώ να ξυπνάω από νωρίς...
Τον χτυπά ο δήμαρχος στην πλάτη και του λέει:
- Όχι μωρέ, δεν είναι αυτό... Απλά εμείς εδώ μέχρι τις 12, ξύνουμε τα αρχίδια μας!