Είναι ένας νταλικέρης στην εθνική οπότε ξαφνικά βλέπει ένα μικρό κόκκινο ανθρωπάκι να του κάνει ώτο-στοπ.
Ο νταλικέρης σταματάει και τότε το κόκκινο ανθρωπάκι του λέει:
- "Γεια σου είμαι ο μικρός κόκκινος μαλάκας και θέλω να μου δώσεις κάτι να φάω!"
Τι να κάνει το τυπάκι του δίνει λίγο φαγητό.
Μετά από λίγο όμως βλέπει ένα μικρό πράσινο ανθρωπάκι να του κάνει και αυτό σήμα και να του λέει:
- "Γεια σου είμαι ο μικρός πράσινος μαλάκας και θέλω να με πας μέχρι το σπίτι μου."
Ο νταλικέρης πράγματι πάει το πράσινο ανθρωπάκι σπίτι του, αλλά μετά απο λίγο βλέπει ένα μικρό κίτρινο ανθρωπάκι να του κάνει κι αυτό ωτο-στοπ. Τι να κάνει σταματάει και το μικρό κίτρινο ανθρωπάκι του λέει:
- "Γεια σου είμαι ο μικρός κίτρινος μαλάκας και θέλω να μου δώσεις κάτι να πιω γιατί διψάω πολύ!"
Ο νταλικέρης είχε αρχίσει να τα παίρνει αλλά έκανε υπομονή και του έδωσε λίγο νερό.
Λίγα μέτρα όμως πιο κάτω βλέπει ένα μικρό μπλε ανθρωπάκι και εκνευρισμένος πριν προλάβει να του ζητήσει οτιδήποτε του λέει:
- "Ξέρω, ξέρω είσαι ο μικρός μπλε μαλάκας και τι θέλεις;"
- "... Αδεια και δίπλωμα παρακαλώ!"

Ένας άνεργος ηθοποιός παίρνει τηλεφώνημα από έναν συνάδελφο:
- Σε δυο ώρες έχουμε πρεμιερα. Εχουμε κάποιον που λέει μια φράση στην
Αρχή του έργου. Ε να, έπαθε ατύχημα και δεν μπορεί να ρθει. Δέχεσαι να
Τον αντικαταστήσεις; Μια ατάκα μόνο θα πεις, με θεατρικό τρόπο
Βεβαία, γι`αυτο και δεν βάζουμε όποιον όποιον, και η αμοιβή πολύ
Καλή. Τι λες;
- Τι λέει η ατάκα;
- Άκου! τα κανόνια μουγκρίζουν!
- Εντάξει, ντύνομαι κι έρχομαι.
- Κάνε γρήγορα
Ο τύπος ξεκινάει απ το σπίτι του βιαστικά και στο δρόμο "άκου, τα
Κανόνια μουγκρίζουν" και πάλι δώστου "άκου τα κανόνια
Μουγκρίζουν", φτάνει στο θέατρο, πάει να μπει, τον σταματάει ο θυρωρός.
- Εσύ ποιος είσαι; -εγώ είμαι ο άκου τα κανόνια μουγκρίζουν!-είσαι ο
Άκου τα κανόνια μουγκρίζουν; άργησες γρήγορα, τρέξε στην
Μακιγιέζ... Τρέχει στην μακιγιέζ -εσύ ποιος είσαι; -εγώ είμαι ο άκου
Τα κανόνια μουγκρίζουν! -έλα ρε χριστιανέ μου τελευταία στιγμή, κάτσε
Κάτω να σε φτιάξω... Τον μακιγιάρει -τρέξε στη σκηνή!... Τρέχει, πέφτει
Απάνω στον σκηνοθέτη -εσύ ποιος είσαι; -εγώ είμαι ο άκου τα κανόνια
Μουγκρίζουν -άντε ρε παιδί μου ακριβώς πάνω στην ώρα που βγαίνεις,
Και τον σπρώχνει στη σκηνή, ανοίγει η αυλαία και βρίσκεται ο τύπος
Μπροστά σε ένα θέατρο φίσκα τίγκα και ξαφνικά ακούγεται από πίσω του
Ένας ΤΡΟΜΑΧΤΙΚΟΣ θόρυβος, ο τύπος παθαίνει το τρέμουλο της ζωής
Του, επί σκηνής, αλλά, απ`την άλλη, συνειδητοποιώντας ότι τον βλέπουν
Χιλιάδες μάτια, προσπαθεί να το παίξει κουλ και λέει.
- Ρε, και γαμώ τον θόρυβο, ε;
Ο Γιώργος, ωραίο παιδί πλην όμως μπακούρι, μπαίνει σ` ένα μπαρ και βλέπει το φίλο του το Σταύρο, που δεν έλεγε και τίποτα το ιδιαίτερο εμφανισιακά, να είναι παρέα με τρεις γκόμενες.
- Ρε μεγάλε, του λέει, που τις βρήκες και τις τρεις και εμείς δε μπορούμε να σταυρώσουμε γυναίκα;
- Αγόρι μου, του λέει ο Σταύρος, τη σήμερον ημέρα οι γυναίκες δεν κοιτάζουν μόνο την εξωτερική εμφάνιση.
- Δηλαδή;
- Δηλαδή θέλουν να πας, να μιλήσεις σ` αυτές, να τους πιάσεις την κουβέντα, να σε γνωρίσουν εν πάσει περιπτώσει καλύτερα!
- Τι εννοείς;
- Να, τη βλέπεις την ξανθιά που μπήκε τώρα μέσα;
- Ναι.
- Σ` αρέσει;
- Ωραία είναι.
- Ε λοιπόν πήγαινε να της πιάσεις την κουβέντα και τα άλλα θα έρθουν μόνα τους.
- Πάει λοιπόν να της πιάσει την κουβέντα, αλλά πριν προφτάσει να της μιλήσει, αυτή μπαίνει στην τουαλέτα.
- Τί να κάνω τώρα; ξαναρωτά τον Σταύρο απελπισμένος.
- Τί να κάνεις βρε βλάκα; Να την περιμένεις έξω απ` την τουαλέτα για να της πιάσεις την κουβέντα όταν βγει, του λέει αυτός.
- Αυτό θα κάνω! λέει κι ο Γιώργος.
- Περιμένει λοιπόν 5 λεπτά, 10 λεπτα, 15 λεπτά. Μετά απο 20 λεπτά αυτή βγαίνει.
- Εε.. Γειά σου! της λέει.
- Γειά σου! Του λέει κι αυτή.
- Εεεμ... Έχεζες ε;

Ο γύφτος ταξιδεύει με το λεωφορείο. Έχει πιει και τα ουζάκια του και,
Όπως κάθεται πάνω σε μια βαλίτσα, στο διάδρομο,
Τραγουδάει μονότονα το ίδιο συνέχεια στιχάκι:
"Τέλω να πετάνω, τέλω να
Πετάνω...". Περνάει ένα τέταρτο, μισή ώρα, τους έχει
Σπάσει τα νεύρα. "Που σαι", του λέει ο εισπράκτορας. "Βούλωσ το, γιατί
Μας έπρηξες...". Τίποτα ο γύφτος. "Τέλω να πετάνω,
Τέλω να πετάνω...".
"Σταμάτα...".
"Τέλω να πετάνω, τέλω να πετάνω...". Ο
Εισπράκτορας έχει πάρει χοντρές ανάποδες. "Ρε, θα
Το βουλώσεις επιτέλους;". Αδιάφορος ο γύφτος:
"Τέλω να πετάνω, τέλω να
Πετάνω...".
"Σκάσε, γιατί θα σου πετάξω τη
Βαλίτσα...".
"Τέλω να πετάνω, τέλω να πετάνω...".
"Σοβαρά το λέω, θα
Στην πετάξω...".
"Τέλω να πετάνω, τέλω να πετάνω...".
"Ε, λοιπόν, εσύ δεν βάζεις μυαλό!", λέει ο εισπράκτορας, σηκώνεται, πάει
Κοντά στο γύφτο, τον σηκώνει, βουτάει τη βαλίτσα και
Την... πετάει από το παράθυρο. Γυρίζοντας, λοιπόν, φωνάζει στο γύφτο:
"Για να δούμε, τώρα. Θα το βουλώσεις;". Και ο γύφτος,
Στον ίδιο πάντα σκοπό:
"Ντεν ήταν ντική μου, ντεν ήταν ντική μου...".
Μια ηλιόλουστη μέρα στο καφενεδάκι ενός μικρού χωριού συζητούσε ένας χωρικός με τον παπά του χωριού. Έξαφνα ένα πουλί που πετούσε αυτή την στιγμή από πάνω τους κάνει μια κουτσουλιά και πέφτει πάνω στον χωριάτη. Αυτός άρχισε να βλαστημάει.
- Τέκνον μου!, τοv μάλωσε ο παπάς δεν πρέπει να βλαστημάς. Πρέπει πάντα να υμνείς τα έργα του Θεού!
- Μα τι θέλεις τώρα, να υμνήσω το Θεό γι" αυτό που έπαθα;
- Σκέψου, απάντησε πονηρά ο παπάς, ότι ο Θεός δεν έδωσε φτερά στις αγελάδες...!