Ήταν ο Πάπας στο Βατικανό και του λένε οι άλλοι παπάδες :
- Κύριε μας πρέπει να πας διακοπές!
- Τι να σας πω , αλλά θα πάω γρήγορα και θα γυρίσω .
- Όπως θέλεις, του λένε και αμέσως πάει ο Πάπας και ετοιμάζει τις βαλίτσες του.
Φωνάζει τον σοφέρ του και ξεκινάν.
Λέει ο πάπας στον σοφέρ του:
- Θα πας όσο πιο γρήγορα μπορείς.
- Εντάξει, του λέει φοβισμένος .
Μετά από κάποια χιλιόμετρα φτάνουν πάνω στην εθνική οδό και λέει ο Πάπας:
- Σοφέρ! σου είπα να πάς όσο πιο γρήγορα μπορείς!
- Μα παντού έχει όλο μπάτσους, του απαντά.
- Σταμάτα! θα οδηγήσω εγώ, λέει ο Πάπας.
Αλλάζουν θέσεις και πατάει ο πάπας φουλ το γκάζι. Το κοντέρ κολλημένο στα 250km/h και ακούγετε μια σειρήνα . Λέει ο Πάπας:
- Όχι ρε π****ι μου! μας πιάσανε!
Πάει ο ένας από τους δύο μπάτσους στο τζάμι του αυτοκινήτου κα παίρνει ένα περίεργο φοβισμένο ύφο , τον ρωτάει ο άλλος:
- Τι έγινε ρε , ποιος είναι, είναι κανένας πρωθυπουργός;
- Όχι , όχι!
- Ε τότε γιατί τρόμαξες μόλις τον είδες , ποιός είναι ρε ;
- Δεν ξέρω ποιός είναι αλλά ο οδηγός του είναι ο Πάπας!

Περιμένουν όλοι οι επιβάτες ενός αεροπλάνου στο "Ελ. Βενιζελος" στις θέσεις τους περιμένοντας την απογείωση. Είχε και λίγη ώρα καθυστέρηση η Ολυμπιακή κατά τα γνωστά και υπάρχει ένας γενικός εκνευρισμός.
Σε κάποια στιγμή, μπαίνουν στο αεροπλάνό οι δύο πιλότοι από την πίσω πόρτα του αεροπλάνου και περπατάνε στη μέση του διαδρόμου προς την καμπίνα. Και οι δύο μοιάζουν να είναι τυφλοί. Ο ένας για να προχωρήσει πιάνεται από κάθισμα σε κάθισμα, ο άλλος έχει ένα άσπρο μπαστούνι και το χτυπάει δεξιά κι αριστερά και φοράνε και οι δύο μαύρα γυαλιά.
Οι επιβάτες δεν δίνουν πολλή σημασία στην αρχή, νομίζοντας ότι θα είναι καμία κακόγουστη φάρσα. Οι πιλότοι όμως μπαίνουν μέσα στην καμπίνα και βάζουν μπροστά τις μηχανές. Μερικοί αρχίζουν κάτι να ψιθυρίζουν και να κοιτάνε με ανησυχία τις συνοδούς. Εκείνες μοιάζουν να είναι ήρεμες και χαμογελάνε με επαγγελματική ψυχρότητα.
Το αεροπλάνο ξεκινάει, κάνει μια επιτόπου στροφή και ξεχύνεται με μεγάλη ταχύτητα στο διάδρομο απογείωσης. Αρχίζει να πέφτει ένας πανικός στον κόσμο. Μερικοί επιβάτες κάνουν το σταυρό τους, οι γυναίκες αρχίζουν να στριγκλίζουν και κάποιοι τρέχουν έντρομοι στα παράθυρα. Το αεροπλάνο επιταχύνει συνέχεια, καταβροχθίζοντας τα μέτρα του διαδρόμου απογείωσης.
Οι υστερικές κραυγές δυναμώνουν, ακούγονται κάτι "Βαγγελίστρα μου !" και όλοι πλέον έντρομοι βλέπουν να φτάνει το τέλος του διαδρόμου απογείωσης και το σιδερένιο πουλί να μη λέει να σηκωθεί. Όταν πια δεν μένουν παρά 50-60 μέτρα για το τέλος, ακούγεται πια μια δυνατή κραυγή τρόμου από όλους τους επιβάτες, αλλά ευτυχώς την τελευταία στιγμή, το αεροπλάνο παίρνει απότομα κλίση και επιτέλους απογειώνεται.
Μέσα στην καμπίνα γυρίζει ο ένας πιλότος και λέει στον άλλον. "Θα τύχει καμία από αυτές τις μέρες ξέρεις, να μη φωνάξουν οι επιβάτες και θα σκοτωθούμε !"
Πάνε για κυνήγι ένας ψυχολόγος ένας θεολόγος κι ένας μηχανικός.
Πιάνει μια καταιγίδα και οι τρεις κυνηγοί αναζητούν καταφύγιο. Το κοντινότερο χωριό είναι 3 ώρες δρόμο αλλά για καλή τους τύχη βρίσκουν μια πέτρινη καλύβα.
Προχωρούν προς αυτή και φωνάζουν τον ιδιοκτήτη.
Δεν παίρνουν απάντηση και αποφασίζουν να μπουν αφού η πόρτα ήταν ανοιχτή.
Μπαίνοντας μέσα στο καλύβι βρίσκονται μπροστά σε ένα πολύ παράξενο θέαμα.
Όλα μέσα στην καλύβα ήταν όπως θα τα περίμενε κανείς. Ένα χτιστό κρεββάτι, μερικά κούτσουρα για καρέκλες, ένα προχειροφτιαγμένο τραπέζι δίπλα στο παράθυρο και μια στρογγυλή μεγάλη ξυλόσομπα... κρεμασμένη με συρματόσκοινα από το ταβάνι στη μέση του δωματίου.
- Α! κάνει ο ψυχολόγος! η ανάγκη επιστροφής στη μήτρα που λέει ο Φρόυντ! Αυτός εδώ ο άνθρωπος είναι τόσο μονος έδω πάνω ώστε αισθάνεται πιο έντονη αυτή την ανάγκη!
- Τραβηγμένο από τα μαλλιά αδερφέ μου! λέει ο θεολόγος. Μα δε βλέπεις ότι είναι ακριβώς όπως ένα τεράστιο θυμιατό; Απλά ο άνθρωπος θελει να ικανοποιήσει το θρησκευτικό του συναίσθημα!
- Τρελλός παππάς σας βάφτισε! Την κρέμασε ΑΚΡΙΒΩΣ στο κέντρο ώστε να ακτινοβολεί τη θερμότητα ομοιόμορφα και να μη χάνει ούτε θερμίδα από τα λίγα ξύλα που θα έχει για κάψιμο, λέει ο μηχανικός. Όμως έχει κάνει ένα λαθάκι! Έπρεπε να την τοποθετήσει στο κέντρο του δαπέδου, έτσι ώστε εκτός από την ακτινοβολία να εκμεταλλεύεται και την μετάδοση θερμότητας μέσω συναγωγής που έτσι πάει όλη στο ταβάνι. Αμα θα έρθει θα του εξηγήσω ότι είναι ανώφελο αυτό εκεί το κρέμασμα.
Πάνω στην κουβέντα έφτασε κι ο ιδιοκτήτης της καλύβας. Τους ρίχνει μια έκπληκτη και καχύποπτη ματιά.
Μετά κουνάει αδιάφορα τους ώμους του, ξεφορτώνει τα εφόδια του από το σακίδιο του και ρωτά:
- Πως από δω ρε παιδιά;
- Να! Ήμασταν κυνήγι και μας έπιασε ο παλιόκαιρος. Να στεγνώσουμε λίγο φίλε και μετά θα φύγουμε.
- Τι λέτε ρε παιδιά! Καθήστε όσο θέλετε! Να! τυχεροί είστε, έφερα κι ένα τσίπουρο πρώτο πράμα να πιούμε. Παντα χαίρομαι άμα έχω παρέα...
Αφού τα τσούξανε, έσπασε ο πάγος και αποφάσισαν να θέσουν το ερώτημα που τους απασχολούσε. "Τι γυρεύει μία σόμπα κρεμασμένη στη μέση του δωματίου;"
- Να μωρέ! Δεν είχα αρκετή σωλήνα, αλλά είχα πάρα πολλά συρματόσκοινα...
Τρία ροζ μπαλάκια...
Ήταν ένα άτεκνο ζευγάρι και προσπαθούσε να κάνει παιδί. Μετά από πολλές προσπάθειες το κατάφεραν. Γεννιέται το παιδί και το βαφτίζουν Γιάννη. Στα γενέθλια του του έπαιρναν διάφορα παιχνιδάκια για μωρά. Όταν πήγε ο Γιαννάκης 3 χρονών και άρχισε να μιλάει, τον ρωτάει η μάνα του τι δώρο θέλει για τα γενέθλια του και ο Γιαννάκης απαντάει:
- Τρία ροζ μπαλάκια!
- Καλά του λέει η μάνα του.
Πάει 4 χρονών και τον ρωτάει ο πατέρας του τι δώρο θέλει για τα γενέθλια του.
- Τρία ροζ μπαλάκια λέει πάλι ο Γιάννης.
- Μα γιε μου, του λέει ο πατέρας, σου πήραμε τα μπαλάκια πέρσι...
- Δεν με νοιάζει λέει ο μικρός, εγώ θέλω 3 ροζ μπαλάκια... και αρχίζει να κλαίει.
Με τα πολλά, του πήρε τα μπαλάκια. Περνούσαν τα χρόνια, και κάθε φορά ο Γιάννης ήθελε 3 ροζ μπαλάκια για τα του.
Πήγε στο δημοτικό και είχε τους καλύτερους βαθμούς. Του λέει η μάνα του:
- Γιε μου τι θέλεις να σου πάρω;
- 3 ροζ μπαλάκια!
- Μα γιε μου, μεγάλωσες τώρα, δε θες να σου πάρω ένα PC καλύτερα;
- Όχι! Θέλω 3 ροζ μπαλάκια!
Τι να κάνει η μάνα του, του τα παίρνει. Τελείωσε το δημοτικό, τελείωσε και το γυμνάσιο, κάθε χρόνο ο Γιάννης ζητούσε το ίδιο πράγμα. Τρία ροζ μπαλάκια!
Τελειώνει το λύκειο, τελειώνει το πανεπιστήμιο, ανοίγει ιατρείο και πάντα, κάθε χρόνο ζητάει τα τρία ροζ μπαλάκια.
Μετά από δέκα χρόνια τραυματίζεται θανάσιμα σε ένα τροχαίο. Πριν πεθάνει του λέει ο πατέρας του:
- Γιε μου έχω μια απορία, τόσα χρόνια από τότε που γεννήθηκες, κάθε χρόνο μας ζητάς το ίδιο πράγμα: Τρία ροζ μπαλάκια. Πες μου σε παρακαλώ τι τα ήθελες αυτά τα ροζ μπαλάκια;
- Πατέρα θα σου πω... είναι πολύ απλό. Τα μπαλάκια τα ήθελα για... και πέθανε χωρίς να προλάβει να τελειώσει τη φράση του!

Προσοχη! Το ανεκδοτο αυτο ειναι απο τα πιο κρυα που υπαρχουν, παρακαλω φυλαχτειτε!
Ήταν μια μέρα ένα αγόρι που βοήθησε έναν γέρο να διασχίσει το δρόμο. Αυτός, για να τον ευχαριστήσει του έδωσε έναν φάκελο που είχε μέσα ένα γράμμα και του λέει να μην το ανοίξει ποτέ να το διαβάσει ο ίδιος, αλλά να το δώσει σε άλλους να το διαβάσουν.
Πηγαίνει λοιπόν σπίτι του και δίνει το γράμμα αυτό στην μητέρα του. Αυτή το διαβάζει και αμέσως, θυμωμένη, διώχνει το γιο της από το σπίτι και ορκίζεται να μην τον ξαναδεί ποτέ.
Στενοχωρημένος αυτός πηγαίνει στον κολλητό του και του λέει τι έγινε. Του δίνει μετά το γράμμα να το διαβάσει, το διαβάζει αυτός και αμέσως τον βρίζει, τον πλακώνει στο ξύλο και φεύγει.
Έτσι το αγόρι αυτό μεγάλωσε παντρεύτηκε και έκανε οικογένεια. Μια μέρα δίνει το γράμμα αυτό στη γυναίκα του, το διαβάζει αυτή και τον χωρίζει, παίρνει τα παιδιά τους και πάνε να ζήσουν σε άλλη πόλη.
Αυτός λοιπόν είχε χάσει εντελώς το ηθικό του. Στο τέλος αποφασίζει να διαβάσει και ο ίδιος το γράμμα, και έτσι καθώς περπατάει στον δρόμο διαβάζει το γράμμα. Όμως σε μια διάβαση πεζών δεν προσέχει και περνάει το δρόμο με κόκκινο, με αποτέλεσμα να τον πατήσει ένα αυτοκίνητο και να βρει ακαριαίο θάνατο.
- Ποιό είναι το ηθικό δίδαγμα αυτής της ιστορίας;
- Να μην περνάμε το δρόμο με κόκκινο...!
Κάποτε ήταν ένας πάμπλουτος εισοδηματίας καί στήν άκρη τής πόλης διατηρούσε μιά βίλλα μέ τεράστια πισίνα όπου μέσα της κολυμπούσαν τέσσερις καρχαρίες.
Κάποια μέρα γιά νά διώξει τhν ανία του βγάζει μιά ανακοίνωση στήν πόλη του η οποία λέει πώς τήν προσεχή Κυριακή θά διεξαχθεί ένας διαγωνισμός στήν πισίνα του. Δηλ. όποιος μπορέσει νά βουτήξει μέσα στήν πισίνα καί νά βγεί σώος απέναντι, τό έπαθλο θά είναι: 40 γυναίκες, 10 καράβια και ένας πούστης.
Μαζεύτηκε τήν προκαθορισμένη ώρα κόσμος, αλλά κανείς δέν τολμούσε νά βουτήξει καθώς έβλεπε τούς καρχαρίες νά κόβουν βόλτες. Κάποια στιγμή βλέπουν έναν νά βουτάει μέσα καί μέ φοβερές προσπάθειες νά φθάνει στήν απέναντι όχθη, ενώ ένας από τούς καρχαρίες πού τόν κυνηγούσαν κόντεψε να τον πιάσει στα σαγόνια του. Μαζεύτηκε αμέσως ο κόσμος καί τόν σήκωσε στά χέρια γιά τήν τόλμη του. Αυτός μέ τό πού βγήκε έξω άρχισε νά φωνάζει:
- Φέρτε μου τόν πούστη, φέρτε μου τόν πούστη.
Πλησιάζει τότε ο εισοδηματίας καί αφού τόν συγχαίρει τού λέει:
- Θά τόν πάρεις τόν πούστη,αλλά έχεις νά πάρεις 40 γυναίκες καί 10 καράβια.
- Δέν τά θέλω αυτά! Φέρτε μου τόν πούστη!
Τότε πάει ο πλούσιος καί τού φέρνει τον πούστη. Μόλις τόν βλέπει αυτός αρχίζει πάλι νά ωρύεται καί νά ουρλιάζει:
- Όχι αυτόν, ρε! Τον πούστη πού με πέταξε μέσα!