Μα τί έγινε χτες βράδυ;
Ο Παναγιώτης ξυπνάει στο κρεβάτι του με ένα τρομερό πονοκέφαλο. Το κεφάλι του πάει να σπάσει. Με το ζόρι ανοίγει τα μάτια του και το πρώτο που βλέπει είναι 2 ασπιρίνες και ένα ποτήρι νερό στο κομοδίνο του. Ανακάθεται και βλέπει τα ρούχα του καθαρά και διπλωμένα στην καρέκλα μπροστά του. Κοιτάζει το δωμάτιο και συνειδητοποιεί ότι όλα είναι πεντακάθαρα και τακτοποιημένα. Βγαίνοντας από το δωμάτιο βλέπει ότι όλο το σπίτι είναι στην εντέλεια. Στην κουζίνα βρίσκει ένα σημείωμα. "Μωρό μου, θα βρεις το πρωινό σου στον φούρνο. Πήγα να ψωνίσω για να σου μαγειρέψω λαγό το μεσημέρι που ξέρω ότι λατρεύεις. Σαγαπώ." Πράγματι το πρωινό ήταν στον φούρνο, ζεστό και λαχταριστό. Πάει να καθίσει και κάθεται πάνω σε έναν "Φίλαθλο". Τον κοιτάει και προς έκπληξη του είναι σημερινός. Εκείνη την στιγμή μπαίνει και ο γιος του στην κουζίνα.
- Καλημέρα γιε μου, μπορείς να μου πεις τι έγινε χθες; - Κοίταξε, γύρισες σπίτι στις 5 το πρωί, μεθυσμένος και με λερωμένα ρούχα γιατί κάπου είχες πέσει στον δρόμο, έπεσες και από τις σκάλες καθώς ανέβαινες και από τα νεύρα σου έσπασες το καλό σερβίτσιο και κάτι έπιπλα.
- Και τότε γιατί η μητέρα σου μου έκανε πρωινό, μου αγόρασε Φίλαθλο και έχει όλο το σπίτι στην εντέλεια; - Α, αυτό λες; Η μαμά σε έσυρε στο κρεβάτι και όταν πήγε να σου βγάλει το παντελόνι άρχισες να φωνάζεις :
"Ασε με ήσυχο κυρά μου, είμαι παντρεμένος!"

Ήταν κάποιος άντρας και πήγε στο γιατρό και του λέει:
- Γιατρέ μου, έχω κάποιο πρόβλημα και δεν μπορώ να κάνω παιδί.
- Εντάξει, του λέει ο γιατρός. Θα σου δώσω αυτό το μπουκαλάκι και θα μου βάλεις λίγο σπέρμα και θα μου το φέρεις αύριο.
Πάει την άλλη μέρα ο άντρας και δεν έχει φέρει το σπέρμα. Τον ρωτάει τότε ο γιατρός γιατί δεν πήρε και του λέει αυτός:
- Γιατρέ μου, προσπάθησα με το ένα χέρι, με τα δυο χέρια, η γυναίκα μου, με το στόμα, με τα πόδια πάνω, ανοιχτά μα τίποτα. Φωνάξαμε και μια φίλη τις γυναίκας μου και πάλι τίποτα. Φωνάξαμε και έναν μποντιμπιλνταρά που μένει εκεί στη γειτονιά, δοκίμασε με το ένα χέρι, με τα δυο χέρια, με το στόμα, με τα δόντια...
- Με τα δόντια; λέει ο γιατρός.
- Ναι γιατρέ μου, του λέει. Με τα δόντια αφού το καπάκι του μπουκαλιού δεν άνοιγε με τίποτα!
Πάει ένα ζευγάρι στο γιατρό. Ο άντρας, που έχει και το πρόβλημα, κάθεται να τον εξετάσει ο γιατρός και μετά βγαίνει από το δωμάτιο, καθώς ο γιατρός φωνάζει τη γυναίκα του ασθενούς να μπει:
- Τι έχεις γιατρέ μου;
- Κοιτάξτε, η κατάσταση είναι πολύ σοβαρή. Έχει αρρωστήσει από το υπερβολικό άγχος γι αυτό θα πρέπει να του κάνεις τα εξής κάθε μέρα και ώρα, διαφορετικά θα πεθάνει. Κάθε μέρα θα σηκώνεσαι πριν από αυτόν και θα του φτιάχνεις ένα μεγάλο και υγιεινό πρωινό. Να είσαι ευχάριστη και καλοδιάθετη. Για δείπνο να του ετοιμάζεις ένα ελαφρύ δείπνο, μην το βαραίνεις με λίπη και τριγλυκερίδια. Επίσης, μην του γκρινιάζεις και μην του παραπονιέσαι. Πηγαίνετε μαζί καμιά εκδρομούλα κανένα Σαββατοκύριακο να ξεσκάσετε, να πάρει και καθαρό αέρα. Εάν το κάνεις αυτό για ένα χρόνο, η υγεία του θα αποκατασταθεί. Γυρίζοντας λοιπόν στο σπίτι το ζευγάρι, ο άντρας ρωτάει:
- Τι σου είπε λοιπόν ο γιατρός;
- Είπε ότι θα πεθάνεις!
Ήταν δύο φίλοι, ο Γιάννης και ο Κώστας, που αποφοίτησαν μαζί. Οπότε συμφώνησαν να συναντιόνται στο ίδιο μέρος κάθε 5 χρόνια. Μετά από πέντε χρόνια, συναντιόνται στο προκαθορισμένο μέρος. Οπότε λένε τις επιτυχίες τους:
- Εγώ, λέει ο Γιάννης, είμαι ξακουστός δικηγόρος. Εσύ;
- Εγώ, λέει ο Κώστας, πίνω πολύ.
Μετά από πέντε χρόνια, ξανασυναντιόνται.
- Εγώ, λέει ο Γιάννης, έγινα πρέσβης της χώρας μου. Εσύ;
- Εγώ, λέει ο Κώστας, πίνω ακόμα.
Και πάλι μετά από πέντε χρόνια, ξανασυναντιόνται.
- Εγώ, λέει ο Γιάννης, έγινα πρωθυπουργός. Εσύ;
- Εγώ, λέει ο Κώστας, πίνω ακόμα.
Ύστερα από πέντε χρόνια, ο Γιάννης περιμένει τον Κώστα στο ίδιο μέρος. Περιμένει, περιμένει, μα ο Κώστας άφαντος. Ύστερα από κάνα δυo ώρες, βλέπει ένα μεγάλο ελικόπτερο από κάποια απόσταση και γύρω του πολλά αλλά συνοδευτικά ελικόπτερα. Προσγειώνονται όλα, και υπηρέτες κατεβαίνουν από τα συνοδευτικά ελικόπτερα και στρώνουν κόκκινα χαλιά, παίζουν τρομπέτες κτλ για να κατέβει ο Κώστας από το κεντρικό ελικόπτερο!
- Βρε Κώστα, λέει ο Γιάννης, πού βρήκες τόσα χρήματα; Πως τα κατάφερες; τον ρωτάει έκπληκτος.
- Πούλησα τις μπουκάλες!

Ήταν δύο καλόγριες. Η Αδελφή Μαθηματικά (ΑΜ) και η Αδελφή Λογική (ΑΛ). Ενα βράδυ, καθώς σουρούπωνε ήταν και οι δύο ακόμη μακριά από το μοναστήρι.
Αμ:
- Προσέξατε τον άνδρα που μας παρακολουθεί εδώ και 37 λεπτά; Αναρωτιέμαι τι να θέλει.
ΑΛ: Λογικά, θα θέλει να μας βιάσει.
Αμ:
- Ωχ, όχι. Στην απόσταση που βρίσκεται, θα μας προφτάσει σε λιγότερο από 15. Τι μπορούμε να κάνουμε;
Αλ:
- Το μόνο λογικό φυσικά. Να βαδίσουμε γρήγορα.
Αμ:
- Δεν καταφέραμε τίποτα.
Αλ:
- Μα φυσικά. Ο άνδρας έκανε το πιο λογικό πράγμα που μπορούσε. Ανέπτυξε ταχύτητα και ο ίδιος.
Αμ:
- Τότε τι κάνουμε;
Σε ένα λεπτό θα μας έχει φτάσει.
Αλ:
- Το μόνο λογικό είναι να χωριστούμε. Εσείς από εδώ και εγώ από εκεί. Δεν θα μπορεί να μας ακολουθήσει και τις δύο.
Ο άνδρας επέλεξε να ακολουθήσει την Αδελφή Λογική. Η Αδελφή Μαθηματικά φτάνει στο μοναστήρι και ανησυχεί για την ΑΛ που δεν έχει φανεί ακόμη.
Όταν τελικά φτάνει και εκείνη στο μοναστήρι, τρέχει να της μιλήσει με αγωνία.
Αμ:
- Δόξα τω Θεώ. Φτάσατε. Τι συνέβη;
Αλ:
- Συνέβη το πιο λογικό. Αρχισα να τρέχω και ο άνδρας έκανε το ίδιο.
Αμ:
- Και μετά;
Αλ:
- Συνέβη το πιο λογικό. Με πρόφτασε.
Αμ:
- Θεέ μου! Και μετά;
Αλ:
- Ο,τι ήταν πιο λογικό να κάνω. Σήκωσα τη ρόμπα μου.
Αμ:
- Πώς; Και μετά τι έγινε;
Αλ:
- Του ξέφυγα. Λογικό δεν είναι αδελφή; Μια καλόγρια με τη ρόμπα σηκωμένη τρέχει πιο γρήγορα από έναν άντρα με κατεβασμένα τα παντελόνια.