Το χασάπικο.
Μια μέρα δυο αδέλφια αποφάσισαν να ανοίξουν ένα χασάπικο. Το άνοιξαν λοιπόν και ήθελαν να κάνουν πρόβα. Λέει ο ένας:
- Θα κάνω εγώ τον πελάτη και εσύ τον ταμία.
Βγαίνει έξω, και ξαναμπαίνει κάνοντας τον πελάτη.
- Καλημέρα σας.
- Καλημέρα σας, λέει ο ταμίας.
- Θέλω μια μπύρα!
- Ρε βλάκα, δεν έχουμε μπύρα εδώ! Χασάπικο ανοίξαμε! Βγες και ξαναμπές!
Βγαίνει έξω, και ξαναμπαίνει.
- Καλημέρα σας.
- Καλημέρα σας, λέει ο ταμίας.
- Θέλω μια σόδα!
- Ρε βλάκα, δεν έχουμε σόδα εδώ! Βγες και ξαναμπές!
Βγαίνει έξω, και ξαναμπαίνει κάνοντας τον πελάτη.
- Καλημέρα σας.
- Καλημέρα σας, λέει ο ταμίας.
- Θέλω μια πορτοκαλάδα!
- Ρε βλάκα, σου είπα! Δεν έχουμε ποτά εδώ! Χασάπικο ανοίξαμε! Θα βγώ εγώ να κάνω τον πελάτη, να δεις πώς γίνεται.
Ξαναμπαίνει:
- Καλημέρα σας.
- Καλημέρα σας.
- Θέλω ένα κιλό κιμά!
- Να κεράσω και μια μπύρα;
Ένας γεράκος πάει στην εκκλησία και θέλει να εξομολογηθεί.
Λέει:
- Πάτερ, έχω αμαρτήσει!
- Εντάξει .. Τέκνον μου... (Τί "τέκνον"; Τον έκοβε ο παπάς με το μάτι για να του βρεί θέση εκεί όπου κανείς με τα σωστά του δεν θέλει να πάει, αλλά που θα πάμε όλοι μας...)
- Λοιπόν, παπά, το 1943 τότε που οι Γερμανοί κυνηγούσαν τους Εβραίους άκουσα δυνατά χτυπήματα στην πόρτα μου. Δεν φοβόμουνα τους Γερμανούς ούτε τους Γκεσταπίτες γιατί ήμουν μαυραγορίτης. Ανοίγω και τι να δώ! Μιά όμορφη κοπελιά 16-17 χρονών. Μου είπε ότι είναι Εβραία. Μάρτυρας μου ο Θεός την πίστεψα. Την έκρυψα στο μαγαζάκι -πάνω στο πατάρι-, την τάιζα, την πότιζα, την έντυνα, αλλά κάποια στιγμή μπήκε ο πειρασμός και φτάσαμε στα ανεπανόρθωτα.
Και μετά το συνεχίζαμε σχεδόν κάθε βράδυ...
- Εντάξει εντάξει..., λέει και ο παπάς. Αυτά είναι ανθρώπινα! Νέοι και οι δυό σε συνθήκες πολέμου! Και πείνας και στέρησης... Μήν το σκέφτεσαι πια καθόλου!
- Ευχαριστώ πάτερ, αλλά τώρα που γεράσαμε μπορώ να της πω ότι ο πόλεμος τέλειωσε εδώ κι 60 χρόνια;