Ο Κώστας, ταξιδεύοντας με το αυτοκίνητο, μένει από βενζίνη. Αποφασίζει να κάνει ότο-στοπ προς ανεύρεση βενζίνης και με ένα μπιντόνι στο χέρι, σταματά στην άκρη του δρόμου και περιμένει. Περνά ένα Toyota με ένα τσιγγάνο και τον παίρνει.
Η μέρα είναι πολύ ζεστή, ο τσιγγάνος έχει ιδρώσει και σε κάποια στιγμή ρωτά τον επιβάτη του:
- Αφεντικό, πολλή ζέστη κάνεί, Πειράζει να βγάλω πουκάμισο;
- Και δεν το βγάζεις... Του λέει ο Κώστας.
Ο τσιγγάνος βγάζει το πουκάμισο και ο Κώστας παρατηρεί πως κάτω από το πουκάμισο, ο τσιγγάνος έχει ένα τατουάζ που λέει: ΑΧ-ΒΑΧ. Χαμογελά, αλλά δε λέει τίποτα. Λίγο, αργότερα, ο τσιγγάνος που φαίνεται να υποφέρει πολύ από τη ζέστη, ξαναλέει:
- Αφεντικό, πολλή ζέστη. Πειράζει να βγάλω και πανταλόνι;
- Και δεν το βγάζεις, απαντά ο Κώστας πάλι και παρατηρεί πως στα μπούτια του ο τσιγγάνος, έχει Τατουάζ που γράφουν: ΑΓΑΠΩ ΤΟ ΜΑΡΑΚΙ & ΜΑΡΑΚΙ, ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΕΡΧΟΜΑΙ. Χαμογελά μα δε λέει τίποτε.
Μερικά χιλιόμετρα πιο κάτω, ο Tσιγγάνος ξαναρωτά τον Κώστα.:
- Αφεντικό, μα πάρα πολλή ζέστη κάνει. Πειράζει να βγάλω και σλιπάκι;
- Βγάλτο, λέει ο Κώστας, περίεργος να δει τι τατουάζ θα υπάρχει κάτω από το σλιπάκι και απορεί, βλέποντας πως η.. τσουτσού του τσιγγάνου γράφει επάνω της... :ΞΙΔΙ. Λέει λοιπόν στον Τσιγγάνο.:
- Σε παρακαλώ, εξήγησέ μου. Καταλαβαίνω το ΑΧ-ΒΑΧ, ΑΓΑΠΩ ΤΟ ΜΑΡΑΚΙ, ΜΑΡΑΚΙ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΕΡΧΟΜΑΙ. ΄Όμως το ΞΙΔΙ, τι σημαίνει;
- Α, αφεντικό, λέει ο τσιγγάνος. Αυτό, άμα είναι... Τεντωμένο, γράφει:
- Καλο ταξιδι !
Τις κατάφερα!
Ήταν κάποτε ο Τοτός και παρατηρούσε τον πατέρα του να βγαίνει καθημερινός από το σπίτι και να γυρνάει μετά από δυο ώρες. Ο Τοτός, καθώς ήταν περίεργος, θέλησε να μάθει τι έκανε και που πήγαινε ο πατέρας του.
Μια φορά λοιπόν τον ακολούθησε και τον είδε να μπαίνει σε έναν οίκο ανοχής. Ο Τοτός μη γνωρίζοντας τι γίνεται εκεί μέσα, καθώς ήταν σε πολύ μικρή ηλικία, μπήκε να δει τι γίνεται. Η τσατσά τον είδε και τον ρώτησε:
- Τι κάνεις εδώ μικρέ.
- Θέλω να μάθω τι κάνουν εδώ!
Μη ξέροντας τι εξηγήσεις να δώσει στον πιτσιρικά, η τσατσά προσπάθησε να τον καλοπιάσει και να του αποσπάσει την προσοχή.
- Αγοράκι μου θέλεις μια φέτα με μέλι;
- Θέλω λέει ο Τοτός
Τρώει λοιπόν ο Τοτός τη φέτα και τον ξαναρωτάει η τσατσά:
- Θέλεις και μια δεύτερη;
- Θέλω λέει ο Τοτός, και τρώει την δεύτερη φέτα με το μέλι.
Καθώς δεν έφευγε, η τσατσά τον ξαναρωτάει:
- Θες και μια τρίτη φέτα;
Αν και είχε βαρυστομαχιάσει ο λιγούρης ο Τοτός απάντησε - Θέλω!. Επειδή όμως δεν μπορούσε να την φάει, έγλυψε το μέλι και αποφάσισε να φύγει. Στην έξοδο βρίσκει τον πατέρα του. Έκπληκτος, ο πατέρας του τον ρωτάει:
- Τι κάνεις εσύ εδώ;
Και ο Τοτός απαντάει γεμάτος υπερηφάνεια:
- Τις δυο τις κατάφερα, την άλλη την έγλυψα κι έφυγα!