Home
Κατηγορίες αστείων
Popular
Αστεία ανέκδοτα
Δημοφιλή ανέκδοτα
νέα ανέκδοτα
ανέκδοτα για άντρες
Ανέκδοτα για γυναίκες
Ανέκδοτα για δικηγόρους
Ανέκδοτα γυναικών - αντρών
Ανέκδοτα με γιατρούς, Ιατρικά ανέκδοτα
Ανέκδοτα με εθνότητες
Ανεκδοτα με Κυνηγους
Ανέκδοτα με μεθυσμένους
Ανεκδοτα με μπατσους
Ανέκδοτα με ξανθιές, Ανεκδοτα για ξανθιες
Ανέκδοτα με πεθερές
Ανέκδοτα με την Αννούλα
Ανεκδοτα με Τουρκους
Ανεκδοτα στο φαρμακειο
Ανεκδοτα Τοτος, Ανέκδοτα με τον Τοτό
Ανεκδοτα: Κανιβαλοι
Γκέι Ανέκδοτα
Ερωτήσεις - απαντήσεις
Ηθικά διδάγματα
Κρητικά ανέκδοτα
Κρύα ανέκδοτα
Μαύρο χιούμορ
Πρόστυχα ανέκδοτα
Σκωτσέζικα αστεία
Στρατιωτικά Αστεία
Τσακ Νορις ανεκδοτα
ανέκδοτα
Ανέκδοτα με ζώα
Διάφορα ανέκδοτα
Έξυπνα ανέκδοτα, Εξυπνα ανεκδοτα
Ερωτικά ανέκδοτα
Θρησκευτικά ανέκδοτα
Κουφά ανέκδοτα
Οικογενειακα-ανεκδοτα, Οικογενειακά
Παιδικά ανέκδοτα
Πολιτικά ανέκδοτα
Ποντιακά, Ποντιακα ανεκδοτα
Πως Λέγεται?
Σύντομα ανέκδοτα, Συντομα ανεκδοτα
Τοπικα Ανεκδοτα, Τοπικά
Български
English
Deutsch
Español
Русский
Français
Italiano
ελληνικά
Македонски
Türkçes
Українські
Portugal
Poland
Sweden
Dutch
Danish
Norwegian
Finnish
Hungarian
Romanian
Czech
Lithuanian
Latvian
Croatian
My Jokes
Edit Profile
Logout
νέα ανέκδοτα
Διάφορα ανέκδοτα
Ο κύριος Βασίλης Τσάπας
Μόναχο, ένα υγρό απόγευμ α σε ένα σιδηροδρομικό σταθμό. Ο κύριος Βασίλης Τσάπας, χρόνια τώρα μετανάστης στη Γερμανία, επιστρέφει στην πατρίδα, αφού έχει αποκτήσει μεγάλη περιουσία με σκληρή δουλειά. Ο σταθμός είναι σχεδόν άδειος και ο Βασίλης βαδίζει πάνω-κάτω αναμένοντας.
Σε μια στιγμή, το μάτι του αντιλαμβάνεται ένα ορθογώνιο κουτί, περίπου δύο μέτρα σε ύψος, ένα μέτρο πλάτος και άλλο τόσο βάθος (κάτι σαν αυτόματο πωλητή της pepsi), με πολλά λαμπιόνια, μια φωτεινή πινακίδα με scrolling message, μια σχισμή και ένα φαρδύ κόκκινο κουμπί. Το μήνυμα που κυλούσε στην πινακίδα έλεγε:
"Η μηχανή που γνωρίζει τα πάντα. Ρίξτε συνολικά δύο μάρκα σε κέρματα στη σχισμή και πατήστε το φαρδύ, κόκκινο κουμπί."
Παραξενεύτηκε ο Βασίλης, του περίσσευαν και μερικά μάρκα, στην πατρίδα του γυρνούσε, το τρένο δεν θα ερχότανε για δέκα λεπτά ακόμη, έριξε το αντίστοιχο των δύο μάρκων στη σχισμή και πάτησε το κουμπί. Το φωτεινό μήνυμα έσβησε, μετά ξανάναψε δείνοντας περίεργα ακατανόητα σχήματα, ξαναέσβησε, περίεργοι ήχοι ακούστηκαν, και τελικά το εξής μήνυμα άρχισε να κυλάει στον πίνακα (στα γερμανικά, πάντα):
"Είσαι ο Βασίλης Τσάπας, μετανάστης από την Ελλάδα, που πέρασες δεκαπέντε χρόνια δουλεύοντας σκληρά στο Μόναχο. Έχεις γυναίκα και δύο παιδιά στη Θεσσαλονίκη και περιμένεις το τρένο των 19:00 για να γυρίσεις σπίτι σου."
Ο Βασίλης κοκκάλωσε. Ανάπνευσε, κούνησε το κεφάλι του δεξιά και αριστερά, έβγαλε τα γυαλιά του, τα έτριψε, ψυχοψάχτηκε, ανέλυσε, αλλά η απορία του έμεινε: Πως είναι δυνατόν μία μηχανή στο σιδηροδρομικό σταθμό του Μονάχου να ξέρει τα πάντα για αυτόν;
Μονομιάς, μπαίνει μέσα στο σταθμό, χαλάει μερικά μάρκα ακόμη, πηγαίνει στις τουαλέτες, ανοίγει μία από τις βαλίτσες του, φοράει ένα εντελώς διαφορετικό παντελόνι, τρεις μπλούζες, από τις οποίες τη μία
Ανάποδα, χτενίζει τα μαλλιά του από την αντίθετη φορά, αντικαθιστά της αρβύλες του με ένα ζευγάρι δερμάτινα σαντάλια, βάζει όλα τα χαρτιά του (ταυτότητες, διαβατήρια, πιστωτικές κάρτες) μέσα στη βαλίτσα, παραδίδει τη βαλίτσα για φύλαξη και ξαναπάει μπρος στο μηχάνημα. Ρίχνει το αντίστοιχο δύο μάρκων στη σχισμή και πατάει το φαρδύ, κόκκινο κουμπί.
Το φωτεινό μήνυμα σβήνει, ξανανάβει δείνοντας περίεργα ακατανόητα σχήματα, ξανασβήνει, περίεργοι ήχοι ακούγονται, και τελικά το εξής μήνυμα αρχίζει να κυλάει στον πίνακα (στα γερμανικά, πάντα):
"Είσαι ο Βασίλης Τσάπας, μετανάστης από την Ελλάδα, που πέρασες δεκαπέντε χρόνια δουλεύοντας σκληρά στο Μόναχο. Εχεις γυναίκα και δύο παιδιά στη Θεσσαλονίκη και περιμένεις το τρένο των 19:00 για να γυρίσεις σπίτι σου."
Ο Βασίλης τα παίρνει. Τρεχάτος μπαίνει στο σταθμό, ανακτάει της βαλίτσες του από την υπηρεσία φύλαξης, μπαίνει στις τουαλέτες, βγάζει ένα μεγάλο ξυράφι, ξυρίζει το κεφάλι του, γδύνεται εντελώς, φοράει το πορτοκαλί ράσο που μόλις αγόρασε από το τμήμα σουβενίρ του σταθμού, και ξυπόλυτος τρέχει πίσω στο μηχάνημα, το οποίο μετά από την γνωστή διαδικασία αναβοσβήματος των λαμπιονιών του, δίνει την ίδια απαράλαχτη απάντηση:
"Είσαι ο Βασίλης Τσάπας, μετανάστης από την Ελλάδα, που πέρασες δεκαπέντε χρόνια δουλεύοντας σκληρά στο Μόναχο. Εχεις γυναίκα και δύο παιδιά στη Θεσσαλονίκη και περιμένεις το τρένο των 19:00 για να γυρίσεις σπίτι σου."
Τρελαίνεται. Αγοράζει ένα σετ αλυσίδες από το τμήμα σουβενίρ, μια ξανθή μακρυμάλλικη περούκα, δερμάτινο παντελόνι, μαντήλες, ραφτά iron maiden, τα φοράει όλα, υιοθετεί προσωρινά καμπoυριασμένο περπάτημα και κακόμοιρο ύφος και πλησιάζει το μηχάνημα. Ρίχνει το αντίστοιχο δύο μάρκων σε κέρματα στη σχισμή και πατάει το φαρδύ, τεράστιο και εχθρικό κόκκινο κουμπί. Η μηχανή σβήνει, ξανανάβει, θορυβεί, και ξανασβήνει. Κανει μια μετρήσιμη παύση και τελικά, με μεγάλα γράμματα το παρακάτω μήνυμα αρχίζει να κυλάει από τα δεξιά προς τα αριστερά πάνω στον πίνακα (στα γερμανικά, πάντα):
"Είσαι ο Βασίλης Τσάπας, μετανάστης από την Ελλάδα, που πέρασες δεκαπέντε χρόνια δουλεύοντας σκληρά στο Μόναχο. Εχεις γυναίκα και δύο παιδιά στη Θεσσαλονίκη, αλλά με τις αηδίες που έκανες έχασες το τρένο των 19:00 για θεσσαλονίκη και δεν θα γυρίσεις σπίτι σου. Τουλάχιστον όχι σήμερα."
0
0
4
Προηγούμενη
Διάφορα ανέκδοτα
Επόμενη
Σε μια στιγμή, το μάτι του αντιλαμβάνεται ένα ορθογώνιο κουτί, περίπου δύο μέτρα σε ύψος, ένα μέτρο πλάτος και άλλο τόσο βάθος (κάτι σαν αυτόματο πωλητή της pepsi), με πολλά λαμπιόνια, μια φωτεινή πινακίδα με scrolling message, μια σχισμή και ένα φαρδύ κόκκινο κουμπί. Το μήνυμα που κυλούσε στην πινακίδα έλεγε:
"Η μηχανή που γνωρίζει τα πάντα. Ρίξτε συνολικά δύο μάρκα σε κέρματα στη σχισμή και πατήστε το φαρδύ, κόκκινο κουμπί."
Παραξενεύτηκε ο Βασίλης, του περίσσευαν και μερικά μάρκα, στην πατρίδα του γυρνούσε, το τρένο δεν θα ερχότανε για δέκα λεπτά ακόμη, έριξε το αντίστοιχο των δύο μάρκων στη σχισμή και πάτησε το κουμπί. Το φωτεινό μήνυμα έσβησε, μετά ξανάναψε δείνοντας περίεργα ακατανόητα σχήματα, ξαναέσβησε, περίεργοι ήχοι ακούστηκαν, και τελικά το εξής μήνυμα άρχισε να κυλάει στον πίνακα (στα γερμανικά, πάντα):
"Είσαι ο Βασίλης Τσάπας, μετανάστης από την Ελλάδα, που πέρασες δεκαπέντε χρόνια δουλεύοντας σκληρά στο Μόναχο. Έχεις γυναίκα και δύο παιδιά στη Θεσσαλονίκη και περιμένεις το τρένο των 19:00 για να γυρίσεις σπίτι σου."
Ο Βασίλης κοκκάλωσε. Ανάπνευσε, κούνησε το κεφάλι του δεξιά και αριστερά, έβγαλε τα γυαλιά του, τα έτριψε, ψυχοψάχτηκε, ανέλυσε, αλλά η απορία του έμεινε: Πως είναι δυνατόν μία μηχανή στο σιδηροδρομικό σταθμό του Μονάχου να ξέρει τα πάντα για αυτόν;
Μονομιάς, μπαίνει μέσα στο σταθμό, χαλάει μερικά μάρκα ακόμη, πηγαίνει στις τουαλέτες, ανοίγει μία από τις βαλίτσες του, φοράει ένα εντελώς διαφορετικό παντελόνι, τρεις μπλούζες, από τις οποίες τη μία
Ανάποδα, χτενίζει τα μαλλιά του από την αντίθετη φορά, αντικαθιστά της αρβύλες του με ένα ζευγάρι δερμάτινα σαντάλια, βάζει όλα τα χαρτιά του (ταυτότητες, διαβατήρια, πιστωτικές κάρτες) μέσα στη βαλίτσα, παραδίδει τη βαλίτσα για φύλαξη και ξαναπάει μπρος στο μηχάνημα. Ρίχνει το αντίστοιχο δύο μάρκων στη σχισμή και πατάει το φαρδύ, κόκκινο κουμπί.
Το φωτεινό μήνυμα σβήνει, ξανανάβει δείνοντας περίεργα ακατανόητα σχήματα, ξανασβήνει, περίεργοι ήχοι ακούγονται, και τελικά το εξής μήνυμα αρχίζει να κυλάει στον πίνακα (στα γερμανικά, πάντα):
"Είσαι ο Βασίλης Τσάπας, μετανάστης από την Ελλάδα, που πέρασες δεκαπέντε χρόνια δουλεύοντας σκληρά στο Μόναχο. Εχεις γυναίκα και δύο παιδιά στη Θεσσαλονίκη και περιμένεις το τρένο των 19:00 για να γυρίσεις σπίτι σου."
Ο Βασίλης τα παίρνει. Τρεχάτος μπαίνει στο σταθμό, ανακτάει της βαλίτσες του από την υπηρεσία φύλαξης, μπαίνει στις τουαλέτες, βγάζει ένα μεγάλο ξυράφι, ξυρίζει το κεφάλι του, γδύνεται εντελώς, φοράει το πορτοκαλί ράσο που μόλις αγόρασε από το τμήμα σουβενίρ του σταθμού, και ξυπόλυτος τρέχει πίσω στο μηχάνημα, το οποίο μετά από την γνωστή διαδικασία αναβοσβήματος των λαμπιονιών του, δίνει την ίδια απαράλαχτη απάντηση:
"Είσαι ο Βασίλης Τσάπας, μετανάστης από την Ελλάδα, που πέρασες δεκαπέντε χρόνια δουλεύοντας σκληρά στο Μόναχο. Εχεις γυναίκα και δύο παιδιά στη Θεσσαλονίκη και περιμένεις το τρένο των 19:00 για να γυρίσεις σπίτι σου."
Τρελαίνεται. Αγοράζει ένα σετ αλυσίδες από το τμήμα σουβενίρ, μια ξανθή μακρυμάλλικη περούκα, δερμάτινο παντελόνι, μαντήλες, ραφτά iron maiden, τα φοράει όλα, υιοθετεί προσωρινά καμπoυριασμένο περπάτημα και κακόμοιρο ύφος και πλησιάζει το μηχάνημα. Ρίχνει το αντίστοιχο δύο μάρκων σε κέρματα στη σχισμή και πατάει το φαρδύ, τεράστιο και εχθρικό κόκκινο κουμπί. Η μηχανή σβήνει, ξανανάβει, θορυβεί, και ξανασβήνει. Κανει μια μετρήσιμη παύση και τελικά, με μεγάλα γράμματα το παρακάτω μήνυμα αρχίζει να κυλάει από τα δεξιά προς τα αριστερά πάνω στον πίνακα (στα γερμανικά, πάντα):
"Είσαι ο Βασίλης Τσάπας, μετανάστης από την Ελλάδα, που πέρασες δεκαπέντε χρόνια δουλεύοντας σκληρά στο Μόναχο. Εχεις γυναίκα και δύο παιδιά στη Θεσσαλονίκη, αλλά με τις αηδίες που έκανες έχασες το τρένο των 19:00 για θεσσαλονίκη και δεν θα γυρίσεις σπίτι σου. Τουλάχιστον όχι σήμερα."