Ο Τοτός κάνει πάρτυ στο σπίτι του για τα γενέθλια του. Η μητέρα του είναι στην κουζίνα και ετοιμάζει λιχουδιές για τα παιδιά. Εκείνη την ώρα έρχεται ο πατέρας του Τοτού από τη δουλειά και λέει στη γυναίκα του.
- Γυναίκα έχω ορμές και θέλω να κάνουμε έρωτα τώρα αμέσως.
- Μα αντρούλη, έχουμε πάρτυ, καλεσμένους και θα γίνουμε ρεζίλι.
- Δεν αντέχω ούτε λεπτό και πρέπει να κάνουμε κάτι για να τα βολέψουμε.
- Δηλαδή σαν τι;
- Να, εσύ θα κοπείς λίγο με το μαχαίρι, θα σπάσουμε και ένα πιάτο και θα πούμε ότι έσπασε ένα πιάτο και κόπηκες όταν μάζευες τα σπασμένα και ότι θα πάμε πάνω για να στο δέσω.
Πράγματι κόβεται λίγο η μητέρα του Τοτού, πετάνε και ένα πιάτο κάτω για να σπάσει. Ακούει ο Τοτός το θόρυβο και τρέχει στην κουζίνα.
- Τι έγινε;
- Τίποτα σημαντικό, απαντάει ο πατέρας του, έσπασε ένα πιάτο η μαμά σου και κόπηκε όταν τα μάζευε και θα πάμε πάνω να το δέσουμε.
- Καλά, λέει ο Τοτός και ξαναγυρίζει στους φίλους του, ενώ οι γονείς του πήγανε επάνω.
Η ώρα περνούσε, οπότε ο Τοτός ανησύχησε και πήγε επάνω να τι γίνεται. Περνώντας έξω από την κρεβατοκάμαρα των γονιών άκουσε βογκητά. Σκύβει και βλέπει τους γονείς του να κάνουν έρωτα. Αμέσως αλλάζει χρώμα και γίνεται άσπρος, κατεβαίνει με τα τέσσερα τα σκαλοπάτια, τρέχει κλείνει τη μουσική και γυρίζει προς τους φίλους του και τους λέει:
- Μην τολμήσει κανένας να σπάσει πιάτο γιατί θα τον γαμήσει ο πατέρας μου.
Μια φορά κι ένα καιρό ένας φτωχούλης χωρικός σηκώνεται πρωί πρωί με την αυγουλά να αρμέξει την αγελάδα του. Πάει στο στάβλο και τη βρίσκει νεκρή. Η στενοχώρια του ήταν μεγάλη. Η αγελάδα ήταν η μόνη πηγή χρημάτων που είχε για να τρέφει την οικογένεια του. Πάνω στην απελπισία του κρεμάστηκε.
Πάει η γυναίκα του στο στάβλο, βρίσκει την αγελάδα νεκρή και τον άνδρα της κρεμασμένο και πάνω στην απελπισία της τον μιμείται.
Πάει ο γιος στο στάβλο, βλέπει το θέαμα και αποφασίζει να πάει να πέσει στον ποτάμι να πνιγεί. Ήταν έτοιμος να πνιγεί όταν ένα χέρι τον βγάζει από το νερό. Ήταν μια γυναίκα πανέμορφη. Ποτέ του δεν είχε ξαναδεί τόσο ωραία γυναίκα.
- Είμαι η νεράιδα του ποταμού. Ξέρω τι σου συνέβη. Αν με πη**εις πέντε φορές θα σε σώσω και θα αναστήσω τους γονείς σου και την αγελάδα.
Τη βάζει κάτω ο νεαρός την πη**ει μια, δυο, τρεις φορές αλλά στην τέταρτη τα φτύσε.
- Καταραμένε, άντε πνίξου.
Και επιστρέφει στο νερό μέσα και πνίγεται.
Πάει στο στάβλο και ο δεύτερος αδελφός, βλέπει κι αυτός το θέαμα και πάει κι αυτός να πέσει να πνιγεί. Έτοιμος ήταν να τον πάρει ο χάρος και η νεράιδα τον σώζει:
- Είμαι η νεράιδα του ποταμού. Ξέρω τι σου συνέβη. Αν με πη**εις δέκα φορές θα σε σώσω και θα αναστήσω τους γονείς σου, τον αδελφό σου και την αγελάδα.
Τη βάζει κι αυτός κάτω την πη**ει 8 φορές αλλά την ενάτη τα φτύσε.
- Καταραμένε, άντε πνίξου κι εσύ.
Και επιστρέφει στο νερό και πνίγεται.
Πάει και ο τρίτος αδελφός, βλέπει τι συνέβη και πάει κι αυτός να πνιγεί. Πάλι η νεράιδα τον σώζει.
- Είμαι η νεράιδα του ποταμού. Ξέρω τι σου συνέβη. Αν με πη**εις δεκαπέντε φορές θα σε σώσω και θα αναστήσω τους γονείς σου, τα αδέλφια σου και την αγελάδα.
- Μόνο δεκαπέντε, θες. Εγώ σε πη**ω και είκοσι.
- Α, έτσι μου σαι, ε λοιπόν τώρα θέλω είκοσι πέντε.
- Τριάντα.
- Κόλλα το.
Αρχίζει, λοιπόν να την πη**ει αλλά εκεί που την πη**σε σταματάει ξαφνικά και της λέει:
- Δε φαντάζομαι μετά το τριακοστό να πεθάνεις κι εσύ όπως η αγελάδα.
- Γιατί η Αννούλα σκότωσε τους γονείς της;
- Για να πάει εκδρομή με το ορφανοτροφείο.
- Γιατί σκότωσε και το θειο και τη θεια της;
- Για να πάρει και τα ξαδέρφια της μαζί.
- Γιατί λυπήθηκε και άρχισε να κλαίει;
- Γιατί η εκδρομή τελικά αναβλήθηκε.
- Τι είπε στους δικαστές;
- Λυπηθείτε με, είμαι ορφανή.
- Τι κάνει η μαμά της Αννούλας για την Αννούλας που δεν κάνουν οι υπόλοιπες μητέρες για τα παιδιά τους;
- Μνημόσυνο.
- Τι κάνει η Αννούλα που δεν κάνουν τα αλλά παιδιά;
- Χημειοθεραπεία.
- Γιατί η μικρή Αννούλα δεν μπορεί να χτενιστεί;
- Γιατί της έπεσαν όλα της τα μαλλιά από τη χημειοθεραπεία.
- Γιατί η μικρή Αννούλα γελάει;
- Γιατί τη γαργαλάνε τα σκουλήκια.
- Γιατί η μικρή Αννούλα νιώθει μοναξιά;
- Γιατί τα σκουλήκια πήγαν στον τάφο του Κωστάκη.
- Γιατί η μικρή Αννούλα δεν μπορεί να δει τον ουρανό;
- Γιατί την έχουνε θάψει μπρούμυτα.
- Γιατί ο θόλος του τάφου δεν είναι γυάλινος.
- Γιατί η μικρή Αννούλα δεν μπορεί να πάρει τα παιχνίδια της μαζί;
- Γιατί δεν χωράνε όλα στο φέρετρο.
- Γιατί η μικρή Αννούλα κλαίει;
- Γιατί έχουνε φυτρώσει κρεμμύδια γύρω από τον τάφο της.
Ήμουν ευτυχισμένος. Η κοπέλα μου κι εγώ βγαίναμε πάνω από ένα χρόνο και έτσι αποφασίσαμε να παντρευτούμε.
Οι γονείς μας, μας βοήθησαν με κάθε τρόπο, οι φίλοι μου με παρότρυναν και η κοπέλα μου ήταν ένα όνειρο! Ένα μόνο με απασχολούσε: Η πεθερά μου. Ήταν γυναίκα καριέρας, έξυπνη αλλά όμορφη και σέξι και μερικές φορές με φλέρταρε κάνοντάς με να νιώθω αμήχανα. Μια μέρα με κάλεσε σπίτι της να ελέγξουμε τις προσκλήσεις. Έτσι πήγα. Ήταν μόνη της και όταν έφτασα μου ψιθύρισε στο αυτί ότι είχε κάποια αισθήματα για μένα και επιθυμίες που δεν μπορεί να κατανικήσει. Έτσι πριν παντρευτώ και δεθώ μόνιμα με την κόρη της θα ήθελε να κάνουμε έρωτα έστω μια φορά μόνο. Τι να έλεγα... Ήμουν σε κατάσταση σοκ και δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη. Έτσι, μου είπε:
- Πάω στην κρεβατοκάμαρα και αν θέλεις κι εσύ έλα σε περιμένω... Έμεινα αποσβολωμένος να κοιτώ τον υπέροχο πισινό της καθώς ανέβαινε τις σκάλες. Για 1-2 λεπτά έμεινα ακίνητος και μετά προχώρησα προς την εξώπορτα. Την άνοιξα και βγήκα έξω. Ο πεθερός μου ήταν εκεί και με δάκρυα στα μάτια με αγκάλιασε και μου είπε, πολύ χαρούμενος ότι πέρασα το μικρό τους τεστ και ότι δεν θα έβρισκαν καλύτερο σύζυγο για την κόρη τους και με καλωσόρισε στην οικογένεια. Όσο για μένα... το μάθημα που έμαθα ήταν :> > > > >> > > > >> > > > >> > > > >> > > > >> > > > >> > > > >Πάντα να κρατώ τα προφυλακτικά στο αυτοκίνητο!

Ο φτωχός νέος και η πλούσια νέα συζητούν για την μακρόχρονη σχέση τους.
- "Πρέπει να γνωρίσεις τους γονείς μου" λέει η πλούσια νέα.
- "Μα είμαι φτωχός και δεν θα με θέλουν" λέει ο φτωχός νέος.
- "Αγάπη μου εγώ σε θέλω και αυτό έχει σημασία, θα έρθεις εσύ και οι γονείς σου να γνωρίσετε τους δικούς μου γονείς, αλλιώς χωρίζουμε".
Μη μπορώντας να κάνει αλλιώς ο φτωχός νέος δέχεται, και μετά από λίγο καιρό αυτός και οι γονείς του επισκέπτονται την πλούσια νέα και τους γονείς της.
Μπαίνοντας στο σαλόνι κάθονται σε ένα καναπέ η πλούσια μάνα και ο πλούσιος πατέρας, σε έναν άλλο ο φτωχός πατέρας και η φτωχή μάνα, σε μια καρέκλα η πλούσια νέα, και σε έναν καναπέ ο φτωχός νέος και ο γάτος της πλούσιας μάνας.
Καθώς μιλούσαν, του έρχεται του φτωχού νέου να κλάσει... Ζορίζετε, την κρατάει... Τελικά δεν αντέχει και ζαρτ την αμολάει.
"Ζαν", λέει η πλούσια μάνα κοιτώντας το γάτο.
"Ουφ καλά που είναι το γατί εδώ και το έριξαν σε αυτό το κλάσιμο", σκέφτεται ο φτωχός νέος.
Καθώς η συζήτηση συνεχιζόταν ξανά ο φτωχός νέος βρίσκεται στη δύσκολη θέση που βρισκόταν πιο πριν μα τώρα η κλανιά είναι μεγαλύτερη.
Κρατιέται... Σφίγγετε.. απο εδώ από εκεί δεν αντέχει και την αμολάει... Ζαν", λέει ξανά η πλούσια μάνα, κοιτώντας το γάτο.
"Ουφ καλά που είναι το γατί εδώ και το έριξαν σε αυτό το κλάσιμο", σκέφτεται ξανά ο φτωχός νέος.
Ε να μην τα πολυλογούμε μετά από λίγο μην αντέχοντας ξανά ο φτωχός νέος ρίχνει μια πολύ δυνατή κλανιά.
"Ζαν, καλά τι περιμένεις να σε χέσει και να φύγεις από εκεί;" λέει η πλούσια μάνα.
Πού είναι ο Θεός;
Ήταν δύο αδελφάκια 8 και 10 χρόνων τόσο ζωηρά, που έμπλεκαν διαρκώς σε μπελάδες. Κάθε φορά που γινόταν κάτι περίεργο στη μικρή πόλη όπου ζούσαν, οι γονείς τους ήταν σίγουροι πως τα παιδιά τους ήταν ανακατεμένα με κάποιον τρόπο. Οι άνθρωποι είχαν πια χάσει την υπομονή τους ώστε αποφάσισαν κάποια μέρα να στείλουν τα παιδιά στον ιερέα της εκκλησίας της πόλης τους, μήπως και κατάφερνε να τα συνετίσει. Ο ιερέας συμφώνησε και τους ζήτησε να του στείλουν πρώτα τον μικρό και μετά το μεγαλύτερο. Όταν, λοιπόν, πήγε ο οκτάχρονος στην εκκλησία, κάθισε σε ένα σκαμνί απέναντι από τον ιερέα, ο οποίος κοιτάζοντάς τον για λίγο στα μάτια, τον ρωτάει:
- Που είναι ο Θεός;
Τίποτα ο μικρός. Ο ιερέας τον ξαναρωτάει:
- ΠΟΥ είναι ο Θεός;
Πάλι τίποτα ο μικρός. Δίνοντας μεγαλύτερη ένταση στη φωνή του, ο ιερέας ξαναρωτάει το μικρό κουνώντας με στόμφο το δείκτη του χεριού του:
- Που ειναι ο θεοσ;
Αυτή τη φορά, ο πιτσιρίκος σηκώνεται απότομα από το σκαμνί και τρέχει βολίδα για το σπίτι του όπου πάει και κλείνεται μέσα στη ντουλάπα του δωματίου του. Το βλέπει αυτό ο μεγαλύτερος αδερφός και αφού ανοίγει τη ντουλάπα ρωτάει το μικρό τι συνέβη.
- ʼσε! του λέει εκείνος. Αυτή τη φορά είμαστε στ’ αλήθεια ΠΟΛΥ μπλεγμένοι! Έχασαν το Θεό και νομίζουν ότι εμείς τον κρύβουμε!