Πεθαίνει ένας άνθρωπος και πηγαίνει στον Παράδεισο. Περνάει πρώτα όμως έξω από την Κόλαση, όπου και ακούει έναν χαμό από γλέντια. Με Ζαμπέτα, Τσιτσάνη, και δεν συμμαζεύεται. Τρίβει τα χέρια του όλο χαρά και σκέφτεται:
- "Αφού η Κόλαση είναι έτσι... φαντάσου ο Παράδεισος".
Φτάνοντας, τον καλωσορίζει ο Αγιος Πέτρος. Αργότερα του δείχνει το δωμάτιο του.
- "Περίεργο", σκέφτεται ο τύπος. "Πολύ ησυχία έχει... μάλλον θα τελείωσε το γλέντι..."
- Την επόμενη μέρα, ρωτάει τον Αγιο Πέτρο:
- "Ποιο είναι το πρόγραμμα για σήμερα;"
- "Το πρωί πηγαίνουμε στο λιβάδι να μαζέψουμε λουλούδια. Το μεσημέρι έχει λειτουργία και μετά ακολουθεί το λιτό μας γεύμα. Έπειτα έχουμε ξεκούραση και το βράδυ εσπερινό και αγρυπνία!", του απαντάει ο Αγιος Πέτρος.
- Σκέφτεται λοιπόν ο τύπος, ότι ίσως δεν ήταν σήμερα μέρα για γλέντι. Αυτό συνεχίστηκε και τις επόμενες μέρες. Οπότε, πιάνει μια μέρα τον Αγιο Πέτρο και τον ρωτά:
- "Το γλέντι πότε είναι;"
- "Ποιο γλέντι;" απαντάει ο άγιος.
- "Μα, καθώς ερχόμουν περνώντας έξω από την Κόλαση, άκουσα Τσιτσάνη και τραγούδια... Εδώ πότε γλεντάμε;"
- "Μα καλά, μέτρησες πόσοι είστε εδώ;"
- "Ναι, είμαστε 14."
- "Και με συμφέρει εμένα για 14 άτομα, να φέρω ορχήστρα;"
Ο καινούριος παπάς της ενορίας ήταν τόσο νευρικός στην πρώτη του λειτουργία, που δε μπορούσε να μιλήσει. Πριν την επόμενη λειτουργία ρωτάει τον Αρχιεπίσκοπο, τι θα μπορούσε να κάνει για να χαλαρώσει. Ο Αρχιεπίσκοπος τον συμβουλεύει ως εξής:
- Την επόμενη φορά ρίξε μερικές σταγόνες βότκα στο νερό που θα πιεις και θα δεις πώς θα χαλαρώσεις.
Την Κυριακή ο παπάς ακολουθεί τη συμβουλή και πραγματικά νιώθει ότι θα μπορούσε να κάνει κήρυγμα χωρίς άγχος. Μετά τη λειτουργία επιστρέφει στο σπίτι του, όπου μετά από λίγο εμφανίζεται ο Διάκος του Αρχιεπισκόπου και του παραδίδει ένα σημείωμα που έγραφε τα εξής:
"Αγαπητέ πάτερ, την επόμενη φορά να ρίξετε μερικές σταγόνες βότκα στο νερό, κι όχι, μερικές σταγόνες νερό στη βότκα. Σας παραθέτω μερικές παρατηρήσεις, για να μην επαναληφθούν τα σημερινά:
*Δε χρειάζεται να τοποθετείτε φέτα λεμονιού στο χείλος του δισκοπότηρου.
*Το κουβούκλιο στην αριστερή πλευρά είναι το εξομολογητήριο, όχι το μπάνιο.
*Ο Αρχάγγελος είπε στη Παρθένο:
"Χαίρε κεχαριτωμένη", όχι "Γεια σου πιπίνι".
*Καλό θα είναι να μην ακουμπάτε στο άγαλμα της Παναγίας, πόσο μάλλον να το αγκαλιάζετε και να το φιλάτε με τέτοιο πάθος.
*Οι εντολές είναι 10 και όχι 12.
*Οι απόστολοι ήταν 12 και όχι 7. Κανείς δεν ήταν νάνος.
*Δεν αναφερόμαστε στον Ιησού Χριστό και στους αποστόλους ως "Ι. Χ και Σία ".
*Ο Ιούδας ήταν προδότης, όχι "σκατορουφιάνος του κερατά" που είπατε εσείς.
*Ο Χριστός μας, είπε στον Πέτρο ότι "πριν αλέκτωρ λαλήσει τρίς, θα με αρνηθείς", δε του είπε:
"Μέχρι να λαλήσουν τα κοκόρια θα με έχεις γράψει στα αρχίδια σου".
*Δεν επιτρέπετε να αποκαλούμε την κεφαλή της εκκλησίας μας "Νονό".
*Το καθαγιασμένο ύδωρ είναι για να ευλογούμε, όχι για να δροσίζουμε τον σβέρκο μας.
*Ποτέ δε κηρύττουμε καθισμένοι στα σκαλιά του ιερού και σε καμία περίπτωση δεν ακουμπάμε το πόδι μας πάνω στη Βίβλο.
*Ο άρτος χρησιμεύει για τη Θεία Ευχαριστία, όχι ως απεριτίφ που συνοδεύει το κρασί.
*Η παρότρυνση να χορέψει το ποίμνιο ήταν ενδιαφέρουσα, δε χρειαζόταν όμως και να χορέψει γιάνκα γύρω από την εκκλησία.
*Τη λειτουργία την τελειώνουμε με "Αμήν", όχι με "Όλε"!
*Αυτός που καθόταν στην άκρη του Ιερού και τον οποίο αποκαλέσατε "αδελφάρα" και "τραβεστί με μάξι" ήμουν εγώ!
*Τις σκάλες του άμβωνος τις κατεβαίνουμε κανονικά, όχι τσουλήθρα στο κάγκελο.
Ελπίζω αυτά τα λάθη να διορθωθούν την ερχόμενη Κυριακή!
Με τιμή,
Ο Αρχιεπίσκοπος"
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια καλόγρια που είχε πάει στην πόλη για κάποιες δουλειές και έχασε το τελευταίο λεωφορείο για το μοναστήρι. Μην έχοντας άλλη επιλογή αποφασίζει να κάνει οτοστόπ.
Σταματάει μια πολυτελής Mercedes κι ακούγεται από μέσα μια γυναικεία φωνή:
- Που πηγαίνετε μοναχή;
- Για το μοναστήρι, απαντάει η καλόγρια.
- Μπές μέσα να σε πάω, της λέει η οδηγός.
Μπαίνει, λοιπόν μέσα η καλόγρια και βλέπει μια πανέμορφη ξανθιά, καλοντυμένη, περιποιημένη και με ακριβά κοσμήματα.
Η καλόγρια γεμάτη περιέργεια τη ρωτάει:
- Δεσποινίς, αν μου επιτρέπεται…. πόσο σας κόστισε αυτό το ωραίο μεταξωτό φόρεμα που φοράτε;
- Όχι ιδιαίτερα αδελφή, ίσα-ίσα μια ερωτική βραδιά.
Η καλόγρια αναστατώθηκε, γυρίζει από την άλλη και βλέπει μια φανταστική γούνα.
- Αυτή η γούνα δεσποινίς μου, πόσο σας κόστισε αν επιτρέπεται;
- Όχι ιδιαίτερα αδελφή, ίσα-ίσα μια ερωτική βραδιά.
Είχε περάσει η ώρα και πλησίαζαν στο μοναστήρι. Η καλόγρια όμως είχε λυσσάξει από περιέργεια και ήθελε πριν κατέβει να κάνει μια τελευταία ερώτηση:
- Δεσποινίς μου, συγχωρήστε με αν γίνομαι αδιάκριτη αλλά θα ήθελα να μάθω πόσο σας κόστισε αυτή η πολυτελής Mercedes που οδηγάτε.
- Μπα, ίσα-ίσα λίγες μόνο ερωτικές βραδιές.
Η καλόγρια, αν και αναστατωμένη, ευχαρίστησε την κυρία που την εξυπηρέτησε και κατέβηκε από το αυτοκίνητο.
Μπαίνει μέσα στο μοναστήρι και κλείνεται στο κελί της. Μετά από κάποια ώρα κάποιος της χτυπά την πόρτα.
- Ποιος είναι; ρώτησε η μοναχή.
- Εγώ είμαι αδελφή Τερέζα, ο πάτερ Νεκτάριος.
Και του απαντάει η καλόγρια:
- Πάτερ Νεκτάριε δεν πας στο διάολο κι εσύ και οι καραμελίτσες σου!
Δύο παπάδες συναντιούνται κάθε πρωί με τα ποδήλατά τους καθώς πηγαίνουν να κάνουν λειτουργία στις εκκλησίες τους. Μια μέρα ενώ ο ένας πήγαινε με το ποδήλατο συναντά τον άλλο που πήγαινε με τα πόδια.
- Τι έγινε αδελφέ; τον ρωτάει. Τι έγινε; που είναι το ποδήλατό σου;
- ʼσε... Μου το κλέψανε αδελφέ! του απαντάει ο άλλος ο παπάς, και τώρα δεν ξέρω τί να κάνω...
- ʼκου να σου πω λέει ο άλλος: Την Κυριακή στην εκκλησία, που θα είναι πολλοί, στο κήρυγμα θα αρχίσεις να λες τις 10 εντολές. Όταν θα φτάσεις στο ου κλέψεις, θα δεις ποιός θα ταραχτεί από κάτω, και θα καταλάβεις ποιός στο πήρε.
Πράγματι, έτσι κι έκανε. Tη Δευτέρα το πρωί συναντιούνται πάλι, κι ο πάπας είχε βρει το ποδήλατό του.
Τι έγινε; τον ρωτάει ο άλλος, πως το βρήκες;
- Έκανα ότι μου είπες, λέει ο παπάς. Στο κήρυγμα, άρχισα να λέω τις 10 εντολές. Φτάνω στο ου κλέψεις, κοιτάω να δω αν κουνήθηκε κανένας, αν ταράχτηκε... τίποτα. Όταν όμως έφτασα στην εντολή ου μοιχεύσεις, θυμήθηκα που το είχα αφήσει!
Προχτές πήγα σε ένα τοπικό βιβλιοπωλείο, που πουλά θρησκευτικά βιβλία.
Εκεί είδα ένα αυτοκόλλητο με τίτλο "Κορνάρετε αν αγαπάτε τον Θεό". Το αγόρασα και το έβαλα αμέσως στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου μου.
Είμαι πολύ χαρούμενη που το έκανα αυτό. Τι εποικοδομητική εμπειρία ακολούθησε, δεν μπορείτε να φανταστείτε...
Είχα σταματήσει σε ένα φανάρι ενός πολυσύχναστου δρόμου και χαμένη στις σκέψεις μου για τον Θεό, δεν πρόσεξα ότι το φανάρι είχε αλλάξει χρώμα και ήταν πλέον πράσινο.
Εκείνη την ώρα, το αυτοκόλλητο έκανε την δουλειά του. Βρήκα ένα σωρό ανθρώπους που αγαπούν τον Θεό.
Ειδικά εκείνος ο καλός κύριος πίσω επόμενα, κορνάριζε σαν τρελός.
Πρέπει να αγαπούσε πραγματικά τον Θεό γιατί έβγαλε το κεφάλι του έξω από το παράθυρο και μου φώναξε όσο πιο δυνατά μπορούσε:
"... τον Θεό σου!
Προχώρα καμιά φορά... τον Χριστό σου". Πολλοί άλλοι άρχισαν να κορνάρουν την ίδια στιγμή, γι αυτό έσκυψα έξω από το παράθυρό μου και τους χαιρέτησα και χαμογέλασα σε όλους αυτούς τους αξιαγάπητους ανθρώπους.
Ήταν κι ένας κύριος σε ένα άλλο αυτοκίνητο που με χαιρετούσε με ένα παράξενο τρόπο, με μόνο το μεσαίο δάχτυλο σηκωμένο στο χέρι του.
Μόλις είχα ρωτήσει τα εγγονάκια μου μέσα στο αυτοκίνητο τι σήμαινε αυτός χαιρετισμός.
Εκείνα κοίταξαν το ένα το άλλο, κρυφογέλασαν και μου είπαν ότι επρόκειτο για τον τοπικό χαιρετισμό της επαρχιακής πόλης και εύχεσαι καλή τύχη σε όποιον το κάνεις. Έτσι, έσκυψα πάλι από το παράθυρό μου και του έδωσα και εγώ τον χαιρετισμό της καλοτυχίας.
Κανά δύο κύριοι ενθουσιάστηκαν τόσο πολύ από την μαγεία της στιγμής, που βγήκαν από τα αυτοκίνητά τους και άρχισαν να με πλησιάζουν.
Ήμουν σίγουρη ότι ήθελαν να προσευχηθούμε αλλά, ακριβώς εκείνη την στιγμή, πρόσεξα ότι το φανάρι ήταν πράσινο και πάτησα με δύναμη το γκάζι.
Ήταν καλό που το έκανα αυτό μια και ήμουν το μοναδικό αυτοκίνητο που πέρασε το φανάρι αυτό.
Κοίταξα πίσω και τους είδα να στέκονται εκεί και να σηκώνουν τα χέρια τους προς τον Θεό, με ικεσία και να προσεύχονται δυνατά.
Έβγαλα το χέρι μου και πάλι από το παράθυρο και τους έκανα και πάλι το σήμα της καλοτυχίας. Θεέ μου, ευλόγησε όλους αυτούς τους θαυμάσιους ανθρώπους.
Πεθαίνει ένας μηχανικός και πάει στις πύλες του Παραδείσου. Εκεί ο Άγιος Πέτρος τον ρωτάει:
- Τί δουλειά έκανες;
- Ήμουν μηχανικός, απαντάει.
- Τότε δεν ήρθες στο σωστό μέρος. Στην Κόλαση θα πας. Οπότε πάει στην Κόλαση, όπου ο Σατανάς τον δέχεται. Όμως ο μηχανικός δεν είναι καθόλου ευχαριστημένος από τις παροχές και τις ανέσεις της Κόλασης. Οπότε, πιάνει δουλειά και αρχίζει να βελτιώνει τα πράγματα. Φτιάχνει ασανσέρ, βάζει κλιματισμό, βάζει καζανάκι στις τουαλέτες κλπ. Σε κάποια φάση λοιπόν, τηλεφωνάει ο Θεός τον Σατανά και τον ρωτάει:
- Τί γίνεται εκεί;
- Ε, μια χαρά. Τα πράγματα έχουν βελτιωθεί πολύ εδώ, απαντά εκείνος.
- Τί μου λες; Πώς έγινε αυτό;
- Ε, να ήρθε ένας μηχανικός και έχει βελτιώσει τα πράγματα, έβαλε κλιματισμό, ασανσέρ, καζανάκι στις τουαλέτες κλπ.
- Μηχανικός; Τί δουλειά έχει εκεί; Στείλε τον στον Παράδεισο.
- Τί λες ρε; Δεν στον δίνω.
- Δώσε τον, γιατί αλλιώς θα σου κάνω μήνυση.
- Και πού θα βρεις δικηγόρο;