Ένας κλέφτης μπαίνει σε ένα σπίτι με την πρόθεση να κάνει μια διάρρηξη. Τη στιγμή που αγγίζει τα πολυπόθητα ασημικά, ακούει μια φωνή:
- "Εγώ κι ο Θεός σε βλέπουμε."
Είναι η φαντασία μου σκέφτεται και συνεχίζει.
- "Εγώ κι ο Θεός σε βλέπουμε."
Αγνοώντας τη φωνή, συνεχίζει όταν εκείνη πιο βροντερή από ποτέ επαναλαμβάνει την ίδια φράση. Πανικόβλητος ψάχνει για τη φωνή. Τελικά βρίσκει ένα παπαγάλο σ` ένα κλουβί.
- "Καλά, εσύ με τρόμαξες παλιόπουλο;"
- "Ναι ρε, έχεις πρόβλημα;" αποκρίνεται ο παπαγάλος.
- "Πως σε λένε;" τον ρωτάει ο διαρρηκτής.
- "Πραξιτέλη."
- "Καλά, αυτό είναι όνομα για παπαγάλο;"
- "Γιατί, Θεός είναι όνομα για σκύλο;"
Ο φουκαράς της ιστορίας μας έχει προβλημα με τις αιμορροϊδες του.
Εχοντας πάει σε πολλούς γιατρούς και μη βρίσκοντας λύση για το πρόβλημά του, αποφασίζει να ακουλουθήσει τις συμβουλές ενός κομπογιαννίτη ο οποίος τον συμβούλευσε να βάζει επί 20 ημέρες στον πισινό του, το κατακάθι του ελληνικού καφέ που θα πίνει το πρωί. Του εξήγησε μάλιστα, ότι οι ουσίες που περιέχονται στο κατακάθι, είναι καταπραϋντικές και θά κάνουν άψογη δουλειά μετά από το προκαθορισμένο διάστημα. Οντως, ο δικός μας ακολουθεί την συμβουλή και επί 20 μέρες έβαζε το κατακάθι όπως του συνέστησε ο γιατρός. Ο καιρός πέρασε αλλά βελτίωση δεν φάνηκε. Απελπισμένος αποφάσισε να μην ξαναπάει στον κομπογιαννίτη και να αλλάξει γιατρό. Οταν λοιπόν επισκέφτηκε τον καινούριο γιατρό, εκείνοςτους ζήτησε να σκύψει για να τον εξετάσει.- Ααααα, χμμμμ, πω πω..., αναφώνησε ο γιατρός αμέσως.- Γιατρέ μου, είναι σοβαρό; ρωτάει ο ασθενής με αγωνία.- Οχι πολύ, αλλά βλέπω ότι μεγάλο δρόμο θα διαβείς, στεφάνι θα φορέσεις.

Ένας που βρισκόταν σε μια ερημική περιοχή κάπου ανάμεσα σε Αθήνα και Λαμία.
Ήταν χειμώνας, έκανε παγωνιά. Έκανε ώτο- στοπ για να πάει μέσα στην πόλη. Η ώρα ήταν περασμένες 2:00 τα μεσάνυχτα. Από τα λιγοστά αυτοκίνητα που πέρασαν κανένα δεν σταμάτησε. Τα χέρια του είχαν κοκαλώσει, μελάνιασε από το κρύο.
Καταλάβαινε πως αν δεν σταματήσει κάποιος μέσα σε λίγη ώρα θα έφτανε το τέλος του. Ελπίδες δεν είχε. Σκέφτηκε και είπε ε! αφού θα πεθάνω που θα πεθάνω ας ξαπλώσω στη μέση του δρόμου για να με βρουν. Εκεί που ξάπλωσε, από μακριά βλέπει ένα αυτοκίνητο να έρχεται με μικρή ταχύτητα, σηκώνεται τρέχει, ανοίγει την πόρτα μπαίνει μέσα.
Ααχ! παράδεισος είναι εδώ. Χίλια ευχαριστώ που σταμα... Στα.. Γυρίζει και βλέπει το κάθισμα του οδηγού άδειο. Το τραύλισμα άρχισε να μετατρέπεται σε πανικό όταν το αυτοκίνητο συνέχιζε να προχωράει! Αμάν το αμάξι είναι στοιχειωμένο! έκανε να ανοίξει την πόρτα να κατέβει αλλά ο τσουχτερός αέρας του άλλαξε το μυαλό.
Μπριτς! που θα κατέβω! στοιχειωμένο, ξεστοιχειωμένο εγώ εδώ θα μείνω. Το αυτοκίνητο εν τω μεταξύ συνέχιζε την πορεία του κανονικά είχε μπει στην εθνική και κάπου αργότερα έστριψε σ` ένα βενζινάδικο πήρε βενζίνη, σε λίγο ανοίγει η πόρτα του οδηγού, και μπαίνει ένας μέσα.
- "Αχ! μη! μη κύριε μπαίνετε σ` αυτό το αμάξι! είναι στοιχειωμένο!"
- "Πιο στοιχειωμένο ρε μαλάκα! απ` τα διόδια το σπρώχνω!"