Τρεις δικηγόροι και τρεις γιατροί, πρέπει να παρακολουθήσουν ένα συνέδριο σε μια επαρχιακή πόλη και ο μόνος τρόπος για να πάνε εκεί, είναι με το τραίνο. Στον σταθμό, οι τρεις γιατροί βγάζουν τρία εισιτήρια και βλέπουν τους δικηγόρους να βγάζουν μόνο ΕΝΑ εισιτήριο.
- Πώς θα ταξιδέψετε, τρία άτομα, με μόνο ένα εισιτήριο;
- Κοιτάξτε και θα δείτε, απαντάει ο ένας από τους δικηγόρους.
Ανεβαίνουν στο τραίνο και οι γιατροί κάθονται στις θέσεις τους και παρακολουθούν τους δικηγόρους να στριμώχνονται σε μια τουαλέτα και να κλείνουν την πόρτα πίσω τους.
Το τραίνο αναχωρεί και λίγο αργότερα, ο εισπράκτορας φτάνει για να ελέγξει τα εισιτήρια. Χτυπά την πόρτα της τουαλέτας και φωνάζει “Eισιτήρια, παρακαλώ”. Η πόρτα ανοίγει και ένα χέρι βγαίνει από μέσα με το εισιτήριο. Ο εισπράκτορας το ακυρώνει και φεύγει. Αμέσως μετά, οι δικηγόροι βγαίνουν και κάθονται στις θέσεις.
Οι γιατροί το βλέπουν αυτό και συμφωνούν ότι είναι πολύ έξυπνη ιδέα. Έτσι, μετά το συνέδριο, αποφασίζουν να αντιγράψουν τους δικηγόρους και στον σταθμό, βγάζουν μόνο ένα εισιτήριο, για το ταξίδι της επιστροφής. Βλέπουν όμως τους δικηγόρους, οι οποίοι δεν αγόρασαν ΚΑΝΕΝΑ εισιτήριο αυτήν την φορά.
- Πώς θα ταξιδέψετε στο τραίνο χωρίς καν εισιτήριο;
- Κοιτάξτε και θα δείτε.
Ανεβαίνουν στο τραίνο. Οι τρεις γιατροί στριμώχνονται σε μια τουαλέτα και οι δικηγόροι σε μιαν άλλη κοντινή. Το τραίνο αναχωρεί. Λίγο αργότερα, ένας από τους δικηγόρους βγαίνει από την τουαλέτα τους, περπατά προς την τουαλέτα των γιατρών, σταματά, χτυπά την πόρτα και λέει:
- Eισιτήρια, παρακαλώ...

Κατά την διάρκεια μιας πτήσης από Αθήνα για Νέα Γιόρκη, κάθονται δίπλα δίπλα ένας μεγαλοδικηγόρος και μια ξανθιά. Ο δικηγόρος γυρνάει, κοιτάζει την ξανθιά και την ρωτάει:
- Θες να παίξουμε ένα παιχνίδι όπου θα σου κάνω μια ερώτηση και αν δεν μου απαντήσεις θα μου δώσεις πέντε Ευρώ και ακολούθως εσύ.
Η ξανθιά γυρνάει, τον κοιτάζει βαριεστημένα και φτιάχνει το μαξιλάρι της για να κοιμηθεί. Ο τύπος τότε για να την δελεάσει της προτείνει 1500 Ευρώ αν δεν απαντήσει σωστά αυτός. Η ξανθιά δέχεται, και αρχίζει ο δικηγόρος:
- Ποια είναι η απόσταση της γης από την σελήνη;
Η ξανθιά ανοίγει την τσάντα της και του δίνει πέντε Ευρώ. Την προκαλεί ο δικηγόρος να βάλει τα δυνατά της. Τότε αυτή γυρίζει και του λέει:
- Τι είναι αυτό που ανεβαίνει το λόφο με τα τρία πόδια και τον κατεβαίνει με τα τέσσερα πόδια;
Ο δικηγόρος μην μπορώντας να απαντήσει παίρνει τηλέφωνο σε γνωστούς και φίλους. Μάταια όμως γιατί κανένας δεν γνωρίζει την απάντηση. Ανοίγει το Λαπ-Τοπ, ψάχνει τα αρχεία, τίποτα. Συνδέεται με την βιβλιοθήκη της Οξφόρδης, καμία απάντηση. Αφού έχει περάσει καμιά ώρα και η ξανθιά έχει αράξει δίπλα, βγάζει 1500 Ευρώ και της τα δίνει. Οπότε την ρωτάει ποια είναι η λύση.
Η ξανθιά τότε του δίνει 5 Ευρώ και γυρίζει για ύπνο...
Ένας δικηγόρος παντρεύεται κάποια η οποία προηγουμένως είχε πάρει δέκα διαζύγια.
Την πρώτη νύχτα του γάμου λέει στο νέο της σύζυγο:
"Σε παρακαλώ, να είσαι ευγενικός, γιατί ακόμη είμαι παρθένα".
"Τι πράγμα;" ρωτάει προβληματισμένος ο γαμπρός.
"Πώς είναι δυνατόν αφού παντρεύτηκες δέκα φορές;"
"Να σου πω. Ο πρώτος σύζυγος ήταν αντιπρόσωπος πωλήσεων. Συνέχεια μου έλεγε πόσο μεγάλο θα ήταν.
- Ο δεύτερος ασχολούνταν με λογισμικό.
Ποτέ δεν ήταν βέβαιος πώς λειτουργούσε αλλά είπε ότι θα το έψαχνε και θα επέστρεφε.
- Ο τρίτος ήταν από τον τομέα των υπηρεσιών. Είπε ότι όλα ήταν ελεγμένα εκ των προτέρων αλλά όμως δεν κατάφερνε να σηκώσει το σύστημα.
- Ο τέταρτος ήταν στις τηλεπωλήσεις. Αν και γνώριζε ότι είχε την εντολή, δεν ήξερε πότε θα μπορούσε να κάνει την παράδοση.
- Ο πέμπτος ήταν μηχανικός. Γνώριζε τη βασική διαδικασία αλλά χρειαζόταν τρία χρόνια για την έρευνα, την εφαρμογή και τη σχεδίαση μιας νέας εξειδικευμένης μεθόδου.
- Ο έκτος σύζυγος ήταν από τον τομέα της διοίκησης. Γνώριζε πώς, αλλά δεν ήταν σίγουρος αν ήταν δική του δουλειά ή όχι.
- Ο έβδομος σύζυγος ασχολούνταν με την προώθηση προϊόντων. Αν και διέθετε ένα ωραίο προϊόν, ποτέ δεν ήταν σίγουρος πώς πρέπει να το τοποθετήσει. Ό ένατος σύζυγος ήταν γυναικολόγος. Μόνο το κοίταζε.
- Ο δέκατος ήταν συλλέκτης γραμματοσήμων.
Το μόνο που έκανε ήταν... Θεέ μου, μου έλειψε. Αλλά τώρα που παντρεύτηκα εσένα είμαι αναστατωμένη. "Καλά, αλλά γιατί;" ρωτά ο σύζυγος.
"Γιατί είσαι δικηγόρος. Αυτή τη φορά σίγουρα ... θα με κανονίσουν".
Ήταν δύο φίλοι, ο Γιάννης και ο Κώστας, που αποφοίτησαν μαζί. Οπότε συμφώνησαν να συναντιόνται στο ίδιο μέρος κάθε 5 χρόνια. Μετά από πέντε χρόνια, συναντιόνται στο προκαθορισμένο μέρος. Οπότε λένε τις επιτυχίες τους:
- Εγώ, λέει ο Γιάννης, είμαι ξακουστός δικηγόρος. Εσύ;
- Εγώ, λέει ο Κώστας, πίνω πολύ.
Μετά από πέντε χρόνια, ξανασυναντιόνται.
- Εγώ, λέει ο Γιάννης, έγινα πρέσβης της χώρας μου. Εσύ;
- Εγώ, λέει ο Κώστας, πίνω ακόμα.
Και πάλι μετά από πέντε χρόνια, ξανασυναντιόνται.
- Εγώ, λέει ο Γιάννης, έγινα πρωθυπουργός. Εσύ;
- Εγώ, λέει ο Κώστας, πίνω ακόμα.
Ύστερα από πέντε χρόνια, ο Γιάννης περιμένει τον Κώστα στο ίδιο μέρος. Περιμένει, περιμένει, μα ο Κώστας άφαντος. Ύστερα από κάνα δυo ώρες, βλέπει ένα μεγάλο ελικόπτερο από κάποια απόσταση και γύρω του πολλά αλλά συνοδευτικά ελικόπτερα. Προσγειώνονται όλα, και υπηρέτες κατεβαίνουν από τα συνοδευτικά ελικόπτερα και στρώνουν κόκκινα χαλιά, παίζουν τρομπέτες κτλ για να κατέβει ο Κώστας από το κεντρικό ελικόπτερο!
- Βρε Κώστα, λέει ο Γιάννης, πού βρήκες τόσα χρήματα; Πως τα κατάφερες; τον ρωτάει έκπληκτος.
- Πούλησα τις μπουκάλες!
Ενας πατέρας, δικηγόρος το επάγγελμα, αφού κατάφερε και έκανε και το γιο του δικηγόρο για να συνεχίσει το γραφείο του, άρχισε να του αναθέτει σιγά-σιγά κάποιες υποθέσεις απο τις δικές του, για να πάρει μπρος.
Ενας πατέρας, δικηγόρος το επάγγελμα, αφού κατάφερε και έκανε και το γιο του δικηγόρο για να συνεχίσει το γραφείο του, άρχισε να του αναθέτει σιγά-σιγά κάποιες υποθέσεις απο τις δικές του, για να πάρει μπρος.
Μετά απο ενα μήνα, έρχεται ο γιος γεμάτος χαρά και λεει στον πατέρα ενθουσιασμένος:
- Πατέρα, τελείωσα εκείνη την υπόθεση που εσύ την παίδευες για χρόνια!
- Να βλάκα! Με αυτή την υπόθεση σε μεγάλωσα!
Ένα ζευγάρι αιωνόβιοι πηγαίνουν στο δικηγόρο και του ζητούν να βγάλουν διαζύγιο...
- Ροχαλίζει, είναι ακατάστατος, τριγυρνάει στα μπάρ όλη νύχτα, μου λερώνει το σπίτι με τους φίλους του, με βρίζει, με δέρνει, λέει η σύζυγος, που είναι 104 χρόνων.
- Είναι κακή νοικοκυρά, γκρινιάζει συνέχεια, δεν μου μαγειρεύει, δεν φροντίζει τα ρούχα μου, βρίζει τους φίλους μου, κρύβει τα γυαλιά μου, με βασανίζει, παραπονιέται ο σύζυγος, που είναι 108 χρόνων.
Έκπληκτος ο δικηγόρος, τους ρωτά πόσα χρόνια είναι παντρεμένοι και του λένε πως είναι μαζί εδώ και 85 χρόνια. Η έκπληξη του δικηγόρου μεγαλώνει...
- Και πόσα χρόνια έχετε αυτά τα παράπονα ο ένας για τον άλλο;
- Πάνω από 70 χρόνια, απαντά ο σύζυγος.
- Και καλά, ξαναρωτά με ακόμα μεγαλύτερη έκπληξη ο δικηγόρος, γιατί δεν χωρίζατε τόσα χρόνια;
- Να σας πω, λέει η σύζυγος. Περιμέναμε να πεθάνουν τα παιδιά...
Ο μαφιόζος αρχινονός, συνοδευόμενος μόνο από τον δικηγόρο του, μπαίνει σε ένα δωματιάκι όπου περιμένει ο λογιστής του.
Ο Νονός ρωτά το λογιστή:
- Πού βρίσκονται τα τρία εκατομμύρια δολλάρια που καταχράστηκες;
Ο λογιστής δεν απαντά.
Ο Νονός τον ξαναρωτά:
- Λέγε, πού είναι τα τρία εκατομμύρια που καταχράστηκες;
Ο δικηγόρος ξεροβήχει:
- Με συγχωρείτε, αλλά θυμάστε που λέγαμε να προσλάβουμε κωφάλαλο λογιστή; Δεν καταλαβαίνει τι λέτε. Να κάνω μετάφραση;
- Ρώτα, λέει ο Νονός, τι έχει κάνει τα λεφτά!
Χρησιμοποιώντας νοηματική γλώσσα, ο δικηγόρος ρωτά τον λογιστή πού βρίσκονται τα τρία εκατομμύρια δολλάρια.
Ο λογιστής με νοήματα του απαντά:
- Δεν έχω ιδέα για τι πράγμα μιλάτε.
Ο Νονός βγάζει το πιστόλι του, ακουμπά την κάννη στον κρόταφο του λογιστή, οπλίζει και ξαναλέει:
- Ρώτα τον άλλη μια φορά τι έχει κάνει τα λεφτά.
Ο δικηγόρος λέει με νοήματα στον λογιστή:
- Θέλει οπωσδήποτε να του πεις πού είναι τα λεφτά.
- Εντάξει, εντάξει, απαντά ο λογιστής με νοήματα. Πες του ότι τα έχω κρύψει σε μια βαλίτσα στο υπόστεγο πίσω από το σπίτι μου!
Ο Νονός αδημονεί:
- Λοιπόν, τι σου είπε;
Ο δικηγόρος διστάζει λίγο, ξεροκαταπίνει, και μεταφράζει:
- Να, λέει ότι δεν έχετε τα κότσια να τον πυροβολήσετε.

Ο Τζιράκης, ένας βοσκός από το χωριό Αβρακόντε Λασιθίου που συνελήφθη να κλέβει αρνιά στην Δίκτη, λίγο πριν γίνει η δίκη του λέει στον Δικηγόρο του ικετευτικά:
- Σώσε με, κύριε Δικηγόρε, και εγώ ... . ό,τι θες μου ζήτα. Και, όταν λέω ό,τι θες το εννοώ. Θες αυτοκίνητο θα σου το πάρω. Θες λεφτά, ένα-δυο εκατομμύρια, όσο θες, θα σου τα δώσω.
- Η υπόθεσή σας είναι δύσκολη, του απαντά ο δικηγόρος, όμως με δέκα εκατομμύρια, όσο κάνει μια μερσεντές, και συνάμα αν κάνεις ό,τι σου πω, θα αθωωθείς. Συμφωνείς ή όχι;
- Συμφωνώ και λέγε γρήγορα τι να κάνω;
- Λοιπόν, σε λίγο ό,τι σε ρωτά ο πρόεδρος του δικαστηρίου, τον συμβουλεύει ο δικηγόρος, εσύ θα απαντάς "μπεε..." και άφησε τα υπόλοιπα σε μένα, εντάξει;
- Εντάξει και παραντάξει, συμφωνεί ο Τζιράκης.
Σε λίγο ο πρόεδρος ρωτά τον κατηγορούμενο:
- Πως λέγεσαι κατηγορούμενε;
- Μπεε, απαντά αυτός.
- Ρε, σε ρώτησα πως σε λένε;
- Μπεε, απαντά και πάλι αυτός.
- Μήπως δεν ακούς, κατηγορούμενε; Από πού είσαι κατηγορούμενε;
- Μπεε, λέει πάλι αυτός.
Μετά από λίγο ο πρόεδρος του δικαστηρίου νευριάζει και λέει δυνατά στον εισαγγελέα και στους αστυνομικούς:
- Κύριε εισαγγελέα, ο άνθρωπος αυτός είναι τρελός, αστυνομικοί πάρτε τον από εδώ, αθώος!
Μετά από αυτό ο δικηγόρος φωνάζει τον Τζιράκη και του λέει θριαμβευτικά:
- Με παραδέχεσαι κ. Τζιράκη; Σε αθώωσα. Δώσε μου τώρα ό,τι συμφωνήσαμε και όποτε με χρειασθείς εδώ είμαι.
Και ο Τζιράκης του απαντά με τρελό ύφος:
- Μπέε!
Πάνε δυό φίλοι, ο Μήτσος και ο Κώστας, στο βουνό για ορειβασία και πέφτουν σε μια χιονοθύελλα τρομερή.
Για καλή τους τύχη πετυχαίνουν εκεί κοντά σε ένα χωριό ένα σπίτι και ζητούν καταφύγιο για να περάσουν την νύχτα. Τους προκύπτει εκεί πέρα μια ωραία χήρα και τους λέει ότι για λόγους κουτσομπολιού δεν μπορούν να μείνουν στο σπίτι, αλλά στον στάβλο που είναι άδειος και καθαρός.
Φυσικά οι τύποι δέχονται, άλλωστε είχαν και τον κατάλληλο εξοπλισμό: υπνόσακκο, κάριματ, θερμικά εσώρουχα, ρούχα κλπ. Βολεύονται λοιπόν την νύχτα και γυρίζουν μετά στην Αθήνα. Μετά από εννιά μήνες έρχεται ένας δικηγόρος στον Κώστα σταλμένος από την χήρα, του λέει κάτι και παθαίνει ζημιά! Τηλεφωνεί λοιπόν στον Μήτσο να ρωτήσει:
- Έλα ρε Μήτσο, θυμάσαι την ωραία χήρα που μας φιλοξένησε;
- Φυσικά, γιατί ρωτάς;
- Μήπως ρε το βράδυ που κοιμόμουνα πήγες στο σπίτι της και την πήδηξες;
- Μμμ, ναι, δεν μπορούσα να συγκρατηθώ.
- Μάλιστα, μήπως της έδωσες και το δικό μου όνομα για δικό σου;
- Ναι, ρε συγγνώμη, ελπίζω να μην σε πειράζει.
- Όχι, καθόλου γιατί πέθανε και μου άφησε όλη την περιουσία της!
Ο δημόσιος κατήγορος στο δικαστήριο μιας μικρής επαρχιακής πόλης καλεί την πρώτη του μάρτυρα, μια γιαγιά γύρω στα 80 και την ρωτάει με τελείως επαγγελματικό ύφος:
- Με γνωρίζετε εμένα κυρία Θεοδώρου;
- Και βέβαια σας γνωρίζω κύριε Αλεξίου. Σας ξέρω από μικρό παιδάκι και πρέπει να ομολογήσω ότι με έχετε απογοητεύσει. Λέτε ψέματα, απατάτε συνέχεια τη γυναίκα σας, κουτσομπολεύετε τους πελάτες σας. Βεβαίως σας γνωρίζω!
Αποσβολωμένος τελείως ο δικηγόρος από την απρόσμενη απάντηση της γριάς και μη ξέροντας τι άλλο να πει, δείχνει με το δάχτυλό του στην άλλη μεριά της αίθουσας και λέει:
- Τον δικηγόρο της υπεράσπισης τον γνωρίζετε;
- Ω ναι και τον κύριο Σοφόπουλο τον γνωρίζω, και μπορώ να πω ότι κι αυτός με έχει απογοητεύσει. Είναι μέθυσος και χαρτοπαίκτης, δεν μπορεί να κάνει σχέση με κανένα και είναι από τους χειρότερους δικηγόρους της πόλης μας!
Στο σημείο αυτό, ο πρόεδρος κτυπά το σφυράκι του στην έδρα, διακόπτει τη διαδικασία και καλεί και τους δύο δικηγόρους να πλησιάσουν την έδρα. Όταν πλησιάζουν, σκύβει μπροστά και τους λέει με σιγανή φωνή:
- Όποιος άτιμος από τους δυο σας τη ρωτήσει αν με ξέρει, την έβαψε!