Ευτυχισμένο ήτανε το ζευγάρι. Καλός εκείνος, καλή κι εκείνη αγαπιόντανε καλά κι ας είχανε περάσει χρόνια απ όταν ευλογηθήκανε. Είχανε ξεπουλιάσει τα κοπέλια, είχανε παντρευτεί κι είχανε πιάσει φύλα και φτερά ...
Μοναδικός σύντροφος του ζευγαριού στα γεράματα η πεθερά η μάνα τσι γυναίκας δηλαδή ένας καλός άνθρωπος που ήτανε όμως παράλυτη. Αγόγγυστα τη σήκωνε ο γαμπρός τσι τη μια να τήνε πάει στον ήλιο την άλλη στον ασκιανό. Φορά δεν του πε η γυναίκα ντου {πάρε τη μάνα μου και βάλε τήνε εκειε} και να μην τση κάμει το χατίρι. Κάποτε κι ενώ περιμένανε να ποθάνει η πεθερά ένας ξαφνικός κόλπος έριξε κάτω το... Γαμπρό.
Στο μοιρολόι η κερά δεν ξέχασε τσι καλοσύνες του άντρα τζη και τσι περιποιήσεις του για τη μάνα τζη. (Η μάνα μου μ απόμεινε, βλαστέ μου, κι ήντα θα τήνε κάμω εδά αητέ μου που μόνο να σου το λεγα, καμάρι μου ντελόγο τήνε σήκωνες, κλωνάρι μου, και πάντα μου την κάθιζες, καλέ μου, όπου θελά σου δείξω ,καντηφέ μου, και ΄δα άπου μ ΄απόθανες, καμάρι μου, ποιος θα μου την καθίζει, κανακάρη μου)
Ήταν ένα νιόπαντρο ζευγάρι. Την πρώτη νύχτα του γάμου, ο άντρας (που ήταν μαμάκιας) τηλεφωνεί στην μαμά του.
- Έλα μαμά, φτάσαμε σπίτι, τι να κάνω;
- Εεεε, τώρα, λέει η μαμά, φίλησε την νύφη...
Μετά από πέντε λεπτά, ξανατηλεφωνεί:
- Έλα μαμά, την φίλησα, τώρα;
- Εε, τώρα ξάπλωσε την στο κρεβάτι...
Μετά από δέκα λεπτά:
- Μαμά το έκανα, τώρα;
- Λοιπόν τώρα γδύστην...
Μετά από δεκαπέντε λεπτά:
- Έλα μαμά, την έγδυσα και τώρα;
- Ε παιδί μου τώρα χώσε το πιο μακρύ σημείο του σώματος σου, εκεί που κατουράει η γυναίκα.
Μετά από μισή ώρα παίρνει τηλέφωνο η νύφη την μάνα της.
- Έλα μαμά, ο Κώστας έχει χώσει το πόδι του στην λεκάνη, και δεν το βγάζει με τίποτα!
Ένας κυνηγός ήταν άσχετος και δεν έπιανε τίποτα. Μια φορά εκεί που γκρίνιαζε, τον συμβουλεύει ένας φίλος να αγοράσει κυνηγόσκυλα. Πάει λοιπόν, αγοράζει δυό σκυλιά και πάει πάλι για κυνήγι. Με το που πυροβολεί όμως, τα σκυλιά κατατρόμαξαν και έφυγαν χιλιόμετρα μακριά!
Μιαν άλλη φορά, πάλι, με το που πυροβολεί, τα σκυλιά κατατρόμαξαν και έφυγαν πάλι χιλιόμετρα μακριά!
Πάει πάλι στον φίλο του και τον λέει:
- Φτού γαμώτο, κι εγώ που τα πήρα για κυνήγι, τί να κάνω;
- Να τα πας στην Κρήτη, σε γάμους, όπου ρίχνουν μπαλωθιές και θα συνηθίσουν.
Τα βάζει στο πλοίο της γραμμής και πάνε στην Κρήτη. Όπου γάμος και χαρά, ο κυνηγός πρώτος. Στους γάμους όταν αρχίζαν οι μπαλωθιές τα σκυλιά τρέχανε να κρυφτούνε από το φόβο τους χιλιόμετρα μακριά.
Πάνε σε έναν άλλο γάμο, αρχίζουν οι μπαλωθιές και τα σκυλιά τρόμαξαν και έφυγαν ένα χιλιόμετρο μακριά.
Στον επόμενο γάμο που πήγαν, αρχίζουν οι μπαλωθιές και τα σκυλιά τρόμαξαν και έφυγαν μισό χιλιόμετρο μακριά.
Γάμο με το γάμο, τα σκυλιά συνήθισαν τα τραγούδια, τους χορούς, τα γλέντια και τις μπαλωθιές. Χαρούμενος ο τύπος γυρνάει πίσω και ξαναπάει για κυνήγι. Και με το που πυροβολεί, τα σκυλιά δεν φοβήθηκαν αλλά άρχισαν να χορεύουν χορεύουν πεντοζάλη