Αρραβωνιάζεται η Πόντια κόρη και πάει τον γαμπρό σπίτι για τα τραπεζώματα.
- Τί ωραία φαγητά έχετε φτιάξει, ρωτάει ο γαμπρός την πεθερά.
- Ε, σου έσφαξα μια κότα.
Ξανάρχεται άλλη μέρα ο γαμπρός:
- Τί φαγητό να σου κάνω, γαμπρέ μου; ρωτάει η πεθερά.
- Ε, δεν σφάζεις μια κότα;
Ξανάρχεται ο γαμπρός:
- Τί να σου κάνω, γαμπρέ μου;.
- Ε, δεν σφάζεις μια κότα;
Μετά από μέρες έρχεται ο γιος από τον στρατό.
- Παιδί μου, τί να σε κάνω να φας;
- Ρε μάνα, δεν σφάζεις μία κότα;
- Αχ, παιδί μου, τις έφαγε όλες ο γαμπρός μας.
- Εμ γαμπρό κάναμε εμείς; Ή αλεπού;
Είναι πρωί στη Κηφισίας και μια Mercedes 500 και τη μισή αλφάβητο μετά σταματάει στο φανάρι.
Από δίπλα ένα Φολκς Βάγκεν σκαθάρι σε χρώμα κυλοτί... Ο οδηγός του VW ανοίγει το παράθυρο και κορνάρει κάνοντας νοήματα στον άλλο. Ο ενοχλημένος χοντροσνο- μπάκιας dream-car οδηγός πατάει τέλος πάντων το κουμπί και φσσσστ κατεβάζει το τζάμι.
- Σ εμένα μιλάς; λέει με ύφος μπλαζέ.
- Ναι σε σένα μιλάω, ακούγεται η φωνή του οδηγού του VW μέσα από ένα ακατάσχετο πρρα-πρρα-πρρα... Δεν μου λες, έχει καφετιέρα τ αμάξι σου;
- Καφετιέρα; Όχι, απαντά ο άλλος αμήχανα.
- Πάνε πέτα το μωρέ καϋμένεεε ! Το δικό μου έχει από τη μάνα του, του λέει ο VW και κλείνει το παράθυρο πριν προλάβει ο άλλος να απαντήσει.
Ο dream-car τα παίρνει κρανίο και μια και δυο στο Λαϊνόπουλο:
- Δεν ξέρω τι θα κάνεις, θα του βάλεις καφετιέρα ! Τι σκατά, έδωσα 60 εκατομμύρια και μου τη βγαίνει ο τύπος με το πορδοβούλωμα;
Ψιλό παραξενευμένοι οι άνθρωποι στο συνεργείο, του βάζουνε τη καφετιέρα και φεύγει με ένα χαμόγελο μέχρι τ αυτιά του.
"Θα τον ξανά πετύχω το μάγκα, που θα μου πάει" σκέφτεται.
Πραγματικά την άλλη κιόλας μέρα, να σου ο τύπος με το VW δίπλα του στο φανάρι του Υγεία:
- Φίλε, φίλε έχω καφετιέρα ! Νάτη, του λέει σηκώνοντας το υβρίδιο Miele-Mercedes κοντά στο παράθυρο.
- Και τι μου το λες ρε μεγάλε; Χαρά στο πράμα. Για δες εδώ αποχυμωτή που έχω εγώ. Έχεις τέτοιο εσύ; Ασε μας μωρέ καϋμένεεε !, του γυρίζει ο VW και φεύγει μέσα σε ένα πανζουρλισμό από χράκα χρούκα.
Έξαλλος ο τύπος, πάει πάλι κατ ευθείαν στην αντιπροσωπεία και τους λέει να του βάλουνε της Παναγίας τα μάτια. Αποχυμωτή, μίξερ, πετρογκάζ, ιονιστή, διαόλους, τριβόλους... Το κάνει το αμάξι τελείως καρνάβαλο. Και πάλι στους δρόμους να ψάχνει τον θρασύ οδηγό του VW σαν τη νύφη στο κρεβάτι.
Κάποια μέρα με τα πολλά, να τος πάλι δίπλα του ο έτσι με τον κουβά του. Κλειστά τα παράθυρα του VW και ούτε που τον κοιτάει.
Ο άνθρωπός μας αρχίζει να κορνάρει, να χτυπιέται, να κάνει κάθε είδους κωμικά σκέρτσα για να τον προσέξει ο διπλανός. Κοντεύει να ανάψει πράσινο, όταν επιτέλους κατεβάζει το παράθυρο ο τύπος και του λέει:
- Τι είναι πάλι; Τι θέλεις και χτυπιέσαι;
- Λοιπόν κρατήσου φιλάρα. Έχω αποχυμωτή, τοστιέρα, σίδερο, ηλεκτρικό μαχαίρι..., και του απαριθμίζει όλο τον απίστευτο εξοπλισμό κουζίνας που απέκτησε.
- Ε και γι αυτό με βγάζεις από το μπάνιο ρε;
Πάνε στον βασιλιά Σολομώντα, τον ονομαστό έως τις μέρες μας για την σοφή κρίση του στις δύσκολες περιστάσεις, δύο υποψήφιες πεθερές με ένα παλικάρι και τσακώνονται:
Σολομών: Τι τρέχει;
Γυναίκα Α : Ω Μεγάλε Βασιλεύ, ο γαμπρός αυτός είναι δικός μου, την κόρη μου
Θα παντρευτεί.
Γυναίκα Β: Όχι Μεγαλειότατε, την δική μου κόρη θα πάρει.
Γυναίκα Α: Τη δική μου αγαπάει εδώ και χρόνια.
Γυναίκα Β: Ψεύτρα. Τη δική μου αγαπάει. Ασε που η δική μου τον αγαπάει πιο πολύ κι από τη ζωή της. Τον φροντίζει, του έχει συμπαρασταθεί στις πιο δύσκολες στιγμές.
Γυναίκα Α: Ποιες δύσκολες στιγμές και κουραφέξαλα που αν δεν ήταν η δική μου...
Σολομών: Ησυχία! Κατάλαβα περί τίνος πρόκειται. Στρατιώτη, φέρε μου το σπαθί μου. Πρέπει να βρούμε μια δίκαιη και ισότιμη λύση. Να τι θα κάνουμε:
Θα κόψουμε το παλικάρι στην μέση
Και θα πάρει η κάθε μία σας από ένα μισό.
Γυναίκα Α: Ω σοφέ Βασιλιά. Ποιος θα περίμενε μια τόσο σοφή λύση. Ναι, η γνώμη σας είναι διαταγή για μένα.
Γυναίκα Β: Όχι Βασιλιά μου, για όνομα του Θεού, μην το κόψεις το παλικάρι.
Δεν πειράζει, δωσ το στην κόρη της άλλης.
Και ο πάνσοφος Βασιλιάς απαντάει:
Η πρώτη κυρία είναι η πραγματική πεθερά.
Ευτυχισμένο ήτανε το ζευγάρι. Καλός εκείνος, καλή κι εκείνη αγαπιόντανε καλά κι ας είχανε περάσει χρόνια απ όταν ευλογηθήκανε. Είχανε ξεπουλιάσει τα κοπέλια, είχανε παντρευτεί κι είχανε πιάσει φύλα και φτερά ...
Μοναδικός σύντροφος του ζευγαριού στα γεράματα η πεθερά η μάνα τσι γυναίκας δηλαδή ένας καλός άνθρωπος που ήτανε όμως παράλυτη. Αγόγγυστα τη σήκωνε ο γαμπρός τσι τη μια να τήνε πάει στον ήλιο την άλλη στον ασκιανό. Φορά δεν του πε η γυναίκα ντου {πάρε τη μάνα μου και βάλε τήνε εκειε} και να μην τση κάμει το χατίρι. Κάποτε κι ενώ περιμένανε να ποθάνει η πεθερά ένας ξαφνικός κόλπος έριξε κάτω το... Γαμπρό.
Στο μοιρολόι η κερά δεν ξέχασε τσι καλοσύνες του άντρα τζη και τσι περιποιήσεις του για τη μάνα τζη. (Η μάνα μου μ απόμεινε, βλαστέ μου, κι ήντα θα τήνε κάμω εδά αητέ μου που μόνο να σου το λεγα, καμάρι μου ντελόγο τήνε σήκωνες, κλωνάρι μου, και πάντα μου την κάθιζες, καλέ μου, όπου θελά σου δείξω ,καντηφέ μου, και ΄δα άπου μ ΄απόθανες, καμάρι μου, ποιος θα μου την καθίζει, κανακάρη μου)
Ήταν ένα νιόπαντρο ζευγάρι. Την πρώτη νύχτα του γάμου, ο άντρας (που ήταν μαμάκιας) τηλεφωνεί στην μαμά του.
- Έλα μαμά, φτάσαμε σπίτι, τι να κάνω;
- Εεεε, τώρα, λέει η μαμά, φίλησε την νύφη...
Μετά από πέντε λεπτά, ξανατηλεφωνεί:
- Έλα μαμά, την φίλησα, τώρα;
- Εε, τώρα ξάπλωσε την στο κρεβάτι...
Μετά από δέκα λεπτά:
- Μαμά το έκανα, τώρα;
- Λοιπόν τώρα γδύστην...
Μετά από δεκαπέντε λεπτά:
- Έλα μαμά, την έγδυσα και τώρα;
- Ε παιδί μου τώρα χώσε το πιο μακρύ σημείο του σώματος σου, εκεί που κατουράει η γυναίκα.
Μετά από μισή ώρα παίρνει τηλέφωνο η νύφη την μάνα της.
- Έλα μαμά, ο Κώστας έχει χώσει το πόδι του στην λεκάνη, και δεν το βγάζει με τίποτα!
Μια φορά κι ένα καιρό ένας βασιλιάς και ήθελε να παντρέψει την κόρη του. Ήθελε όμως ο γαμπρός να έχει μεγάλη πούτσα. Μαζεύτηκαν πολλοί πρόθυμοι νέοι και άρχισε να τους εξετάζει ένα ένα και όλοι είχαν μεγάλη πούτσα αλλά υστερούσαν αλλού.
Κάποια στιγμή βρέθηκε ένας που την είχε πιο μικρή από όλους και έτσι ο βασιλιάς τον ρώτησε γιατί πήγε. Αυτός του απάντησε ότι όταν λέει την συλλαβή ντα του μεγαλώνει και όταν λέει την συλλαβή ρι του μικραίνει.
Ο βασιλιάς του είπε να του κάνει μια επίδειξη και παρατήρησε ότι του μεγάλωνε και του μίκραινε όταν έλεγε αυτές τις συλλαβές και έτσι του έδωσε την κόρη του.
Την πρώτη νύχτα του γάμου τους της λέει να πάει στην άλλη άκρη του σπιτιού και να στηθεί. Αυτός φωνάζει:
- Ντα, ντα, ντα, ντα, ντα! Έφτασε;
- Όχι του απαντά.
- Ξανά ντα,ντα,ντα,ντα! Έφτασε;
- Όχι.
- Ντα,ντα,ντα,ντα! Έφτασε;
- Ναι, μου μπήκε.
- Ωραία ντάρι, ντάρι, ντάρι, ντάρι.
Ένας κυνηγός ήταν άσχετος και δεν έπιανε τίποτα. Μια φορά εκεί που γκρίνιαζε, τον συμβουλεύει ένας φίλος να αγοράσει κυνηγόσκυλα. Πάει λοιπόν, αγοράζει δυό σκυλιά και πάει πάλι για κυνήγι. Με το που πυροβολεί όμως, τα σκυλιά κατατρόμαξαν και έφυγαν χιλιόμετρα μακριά!
Μιαν άλλη φορά, πάλι, με το που πυροβολεί, τα σκυλιά κατατρόμαξαν και έφυγαν πάλι χιλιόμετρα μακριά!
Πάει πάλι στον φίλο του και τον λέει:
- Φτού γαμώτο, κι εγώ που τα πήρα για κυνήγι, τί να κάνω;
- Να τα πας στην Κρήτη, σε γάμους, όπου ρίχνουν μπαλωθιές και θα συνηθίσουν.
Τα βάζει στο πλοίο της γραμμής και πάνε στην Κρήτη. Όπου γάμος και χαρά, ο κυνηγός πρώτος. Στους γάμους όταν αρχίζαν οι μπαλωθιές τα σκυλιά τρέχανε να κρυφτούνε από το φόβο τους χιλιόμετρα μακριά.
Πάνε σε έναν άλλο γάμο, αρχίζουν οι μπαλωθιές και τα σκυλιά τρόμαξαν και έφυγαν ένα χιλιόμετρο μακριά.
Στον επόμενο γάμο που πήγαν, αρχίζουν οι μπαλωθιές και τα σκυλιά τρόμαξαν και έφυγαν μισό χιλιόμετρο μακριά.
Γάμο με το γάμο, τα σκυλιά συνήθισαν τα τραγούδια, τους χορούς, τα γλέντια και τις μπαλωθιές. Χαρούμενος ο τύπος γυρνάει πίσω και ξαναπάει για κυνήγι. Και με το που πυροβολεί, τα σκυλιά δεν φοβήθηκαν αλλά άρχισαν να χορεύουν χορεύουν πεντοζάλη