Δύο νέοι αγαπιούνται παράφορα και αποφασίζουν να παντρευτούν.
- Θα έρθω σπίτι να σε ζητήσω από τους δικούς σου... λέει ο νέος.
- Να έρθεις αγάπη μου... το θέλω πολύ... αλλά να ξέρεις ότι οι δικοί μου έχουν ένα πατροπαράδοτο έθιμο για αυτή τη μέρα...
- Τι δηλαδή; ξαναλέει ο νέος.
- Να, λέει η κοπέλα, κάνουμε τραπέζι στον γαμπρό και προσφέρουμε φασολάδα σαν αρχή... μετά στιφάδο... φρούτα γλυκό.
- Κανένα πρόβλημα αγάπη μου... εγώ να σε παντρευτώ κι ότι θέλουν οι δικοί σου ας προσφέρουν στο τραπέζι...
Πράγματι πηγαίνει την επόμενη στο σπίτι σαν γαμπρός με το λογικό τρακ,
Τον βάζουν στην κεφαλή του τραπεζιού, απέναντι του κάθεται η τσαούσα πεθερά και γύρω γύρω οι λοιποί συγγενείς.
Στα πόδια του γαμπρού πάει και κάθεται το σκυλάκι του σπιτιού ο Αζώρ...
... Άρχισαν να έρχονται τα πιάτα... κατά πρώτον τα ορεκτικά...
Από το στρες ο γαμπρός του έρχεται να "αερισθεί" κοινώς να κλάσει...
- Πφ, πφ... την αφήνει απαλά ο γαμπρός και παρακαλά μη... μυρίσει.
Από απέναντι η πεθερά - γάτα - σκύβει κάτω από το τραπέζι σηκώνει το τραπεζομάνδηλο και φωνάζει...
- Αζώρ, Αζώρ, ααααααα και δαγκώνει το δάκτυλο της παραστατικά.
Σκύβει ο γαμπρός διακριτικά και χαϊδεύει το σκυλάκι... "αα καλό μου εσύ την πλήρωσες σαν κάτι να κατάλαβε η "φώκια"
Του ξανάρχεται του γαμπρού να κλάσει, σκέφτεται ότι ο σκύλος θα την πληρώσει πάλι την ... Αφήνει πιο θαρρετά...
Πριτς, Πριτς, Πριτς...
Ξανασκύβει η πεθερά και ξαναφωνάζει... Αζωρ, Αζώρ... Ααααχ αφιλότιμο σκυλάκι ... Ααααχ
Ξανασκύβει το ξαναχαϊδεύει ο γαμπρός το σκυλάκι ... Τον σωτήρα του!
Τρώνε την φασολάδα... και αρχίζει να ενεργεί... η αφιλότιμη...!
Του ξανάρχεται του γαμπρού η "φασουλοποιημένη πορδή" και...
- Πριτς ζαρτ ζααααρρρρτ την αφήνει ακόμη πιο ηχηρά και ελεύθερα
Ξανασκύβει η πεθερά και φωνάζει... Α ζ ω ρ, Α ζ ω ρ, Ααααααααααααααααχχχ τι θα σε κάνω άτιμο σκυλί...
Ο γαμπρός μέσα στη χαρά που το ξαναφορτώνεται το "κλάσιμο" ο σκύλος το ξαναχαϊδεύει... "καλό μου σκυλάκι και το ταΐζει στο στόμα.
Σερβίρεται και το στιφάδο, με εκείνο το "κοκκάρι κρεμμυδάκι" που νόστιμο το άτιμο αλλά φέρνει κάτι αέρια, μα τι αέρια... ατομική βόμβα... Το άτιμο το κρόμμιο...
Του έρχεται φυσικά του γαμπρού να ξανακλάσει... πιο άφοβα τώρα.
Ψιλοσφίγγεται κιόλας και την α φ η ν ε Ι...
- Ζζζζζζζζαααααααααααααρρρρρρρρρττττττττττσσσσσσσ
Και ξανά ζαααααααααρτς ηχηρότατα...
Οπότε ξανασκύβει η πεθερά και φωνάζει...
- Βρε άτιμοοοοο κολόσκυλοοοοοοοοοο τι περιμένεις; ν α σ ε χ έ σ ε ι ο γαμπρός για να φύγεις από τα πόδια του;
Όταν το διηγείστε βάζετε έμφαση στο θόρυβο της "πορδής" από απαλά, λιγότερο απαλά, μέτρια, σκληρότατα...
Με αγάπη "301" (χωρίς "ήχους"...)
Είναι πρωί στη Κηφισίας και μια Mercedes 500 και τη μισή αλφάβητο μετά σταματάει στο φανάρι.
Από δίπλα ένα Φολκς Βάγκεν σκαθάρι σε χρώμα κυλοτί... Ο οδηγός του VW ανοίγει το παράθυρο και κορνάρει κάνοντας νοήματα στον άλλο. Ο ενοχλημένος χοντροσνο- μπάκιας dream-car οδηγός πατάει τέλος πάντων το κουμπί και φσσσστ κατεβάζει το τζάμι.
- Σ εμένα μιλάς; λέει με ύφος μπλαζέ.
- Ναι σε σένα μιλάω, ακούγεται η φωνή του οδηγού του VW μέσα από ένα ακατάσχετο πρρα-πρρα-πρρα... Δεν μου λες, έχει καφετιέρα τ αμάξι σου;
- Καφετιέρα; Όχι, απαντά ο άλλος αμήχανα.
- Πάνε πέτα το μωρέ καϋμένεεε ! Το δικό μου έχει από τη μάνα του, του λέει ο VW και κλείνει το παράθυρο πριν προλάβει ο άλλος να απαντήσει.
Ο dream-car τα παίρνει κρανίο και μια και δυο στο Λαϊνόπουλο:
- Δεν ξέρω τι θα κάνεις, θα του βάλεις καφετιέρα ! Τι σκατά, έδωσα 60 εκατομμύρια και μου τη βγαίνει ο τύπος με το πορδοβούλωμα;
Ψιλό παραξενευμένοι οι άνθρωποι στο συνεργείο, του βάζουνε τη καφετιέρα και φεύγει με ένα χαμόγελο μέχρι τ αυτιά του.
"Θα τον ξανά πετύχω το μάγκα, που θα μου πάει" σκέφτεται.
Πραγματικά την άλλη κιόλας μέρα, να σου ο τύπος με το VW δίπλα του στο φανάρι του Υγεία:
- Φίλε, φίλε έχω καφετιέρα ! Νάτη, του λέει σηκώνοντας το υβρίδιο Miele-Mercedes κοντά στο παράθυρο.
- Και τι μου το λες ρε μεγάλε; Χαρά στο πράμα. Για δες εδώ αποχυμωτή που έχω εγώ. Έχεις τέτοιο εσύ; Ασε μας μωρέ καϋμένεεε !, του γυρίζει ο VW και φεύγει μέσα σε ένα πανζουρλισμό από χράκα χρούκα.
Έξαλλος ο τύπος, πάει πάλι κατ ευθείαν στην αντιπροσωπεία και τους λέει να του βάλουνε της Παναγίας τα μάτια. Αποχυμωτή, μίξερ, πετρογκάζ, ιονιστή, διαόλους, τριβόλους... Το κάνει το αμάξι τελείως καρνάβαλο. Και πάλι στους δρόμους να ψάχνει τον θρασύ οδηγό του VW σαν τη νύφη στο κρεβάτι.
Κάποια μέρα με τα πολλά, να τος πάλι δίπλα του ο έτσι με τον κουβά του. Κλειστά τα παράθυρα του VW και ούτε που τον κοιτάει.
Ο άνθρωπός μας αρχίζει να κορνάρει, να χτυπιέται, να κάνει κάθε είδους κωμικά σκέρτσα για να τον προσέξει ο διπλανός. Κοντεύει να ανάψει πράσινο, όταν επιτέλους κατεβάζει το παράθυρο ο τύπος και του λέει:
- Τι είναι πάλι; Τι θέλεις και χτυπιέσαι;
- Λοιπόν κρατήσου φιλάρα. Έχω αποχυμωτή, τοστιέρα, σίδερο, ηλεκτρικό μαχαίρι..., και του απαριθμίζει όλο τον απίστευτο εξοπλισμό κουζίνας που απέκτησε.
- Ε και γι αυτό με βγάζεις από το μπάνιο ρε;
Ένα νεαρό ζευγάρι, πολύ ερωτευμένο, αποφασίζει να παντρευτεί, όταν την τελευταία νύχτα πριν τον γάμο, συμβαίνει ένα τραγικό ατύχημα και σκοτώνονται.
Βρίσκονται προ των πυλών του Παραδείσου, να συνοδεύονται από τον Aγιο Πέτρο. Μερικές εβδομάδες αργότερα, ο νεαρός συναντιέται με τον Πέτρο και του λέει:
- Aγιε μου, η αρραβωνιαστικιά μου και εγώ είμαστε πολύ ευτυχισμένοι εδώ μέσα στον Παράδεισο. Όμως, μας έχει λείψει πολύ η όλη διαδικασία, η τελετή του γάμου. Είναι δυνατόν, για κάποιον που ζει στον Παράδεισο να παντρευτεί κάποιον άλλον;
Ο Aγιος Πέτρος τον κοιτάζει καλά και του λέει:
- Λυπάμαι πολύ. Ποτέ ξανά δεν έχω ακούσει κάποιον άλλον να θέλει να παντρευτεί μέσα στον Παράδεισο. Πολύ φοβάμαι ότι αν το θέλετε πολύ, θα πρέπει να μιλήσετε με τον Παντοδύναμο Θεό. Μπορώ να σας κλείσω ένα ραντεβού σε δύο βδομάδες από σήμερα.
Έφτασε η ημέρα του ραντεβού και οι δύο νέοι παρουσιάζονται εμπρός στον Παντοδύναμο. Του αναφέρουν το αίτημά τους. Ο Κύριος τους κοιτάζει σιωπηλά, σκέφτεται προβληματισμένα και του λέει:
- Ελάτε σε πέντε χρόνια από σήμερα. Εάν ακόμη θέλετε να παντρευτείτε, τότε θα σκεφτώ την επιθυμία σας.
Πέντε χρόνια αργότερα, το ζευγάρι εμφανίζεται και πάλι. Η επιθυμία τους είναι ακόμη ζωντανή. Η εντολή του Θεού είναι ίδια:
- Σε πέντε χρόνια, θα παρουσιαστείτε πάλι εμπρός μου. Τότε θα το συζητήσουμε και πάλι.
Την τρίτη φορά, το ζευγάρι εμφανίζεται και πάλι στον Θεό. Ακόμη επιθυμούν να έρθουν σε κοινωνία γάμου.
- Εντάξει λοιπόν. Μπορείτε να προβείτε σε γάμο. Αυτό το Σάββατο, στις 6.30 το απόγευμα, θα τελεστεί μια υπέροχη τελετή γάμου στην Κεντρική Εκκλησία του Παραδείσου. Αφήστε τις λεπτομέρειες σε μένα.
Ο γάμος ήταν μια μεγάλη επιτυχία. Όλοι οι καλεσμένοι ομολόγησαν ότι η νύφη ήταν πανέμορφη. Όλοι οι γνωστοί και μη, ήταν παρόντες στην τελετή. Ο Μύωσης έφερε σπάνια λουλούδια από τον Νείλο Ποταμό, ο Νώε έφερε σπάνια ορυκτά από την Μεσοποταμία και οι μαθητές του Ιησού έκαναν μερικά θαύματα για να εντυπωσιάσουν τους παρευρισκόμενους. Ακόμη και ο Γκάντι εμφανίστηκε, έμεινε μόνο για λίγο και φορούσε τα πιο καλά του ρούχα.
Όμως... Μόλις λίγες εβδομάδες αργότερα το παντρεμένο ζευγάρι, κατάλαβαν ότι έκαναν ένα φοβερό λάθος. Απλά, δεν μπορούσαν να συνεχίσουν να ζουν παντρεμένοι. Έτσι, αποφάσισαν να κλείσουν ένα ακόμη ραντεβού με τον Θεό, για να του ζητήσουν ένα διαζύγιο στον Παράδεισο.
Όταν ο Παντοδύναμος Θεός άκουσε το νέο αίτημά τους, βγήκε από τις χλαμύδες του. Τους κοίταξε με ένα ανάμεικτο, γεμάτο οίκτο, αυστηρότητα, και απογοήτευση, βλέμμα και τους είπε:
- Μα, είσαστε σοβαροί, επιτέλους ή αστειεύεστε; Μας πήρε δέκα χρόνια να βρούμε ένα παπά, εδώ στον ουρανό να σας παντρέψει. Μπορείτε να φανταστείτε πόσο καιρό θα μας πάρει να βρούμε έναν δικηγόρο;
Πάνε στον βασιλιά Σολομώντα, τον ονομαστό έως τις μέρες μας για την σοφή κρίση του στις δύσκολες περιστάσεις, δύο υποψήφιες πεθερές με ένα παλικάρι και τσακώνονται:
Σολομών: Τι τρέχει;
Γυναίκα Α : Ω Μεγάλε Βασιλεύ, ο γαμπρός αυτός είναι δικός μου, την κόρη μου
Θα παντρευτεί.
Γυναίκα Β: Όχι Μεγαλειότατε, την δική μου κόρη θα πάρει.
Γυναίκα Α: Τη δική μου αγαπάει εδώ και χρόνια.
Γυναίκα Β: Ψεύτρα. Τη δική μου αγαπάει. Ασε που η δική μου τον αγαπάει πιο πολύ κι από τη ζωή της. Τον φροντίζει, του έχει συμπαρασταθεί στις πιο δύσκολες στιγμές.
Γυναίκα Α: Ποιες δύσκολες στιγμές και κουραφέξαλα που αν δεν ήταν η δική μου...
Σολομών: Ησυχία! Κατάλαβα περί τίνος πρόκειται. Στρατιώτη, φέρε μου το σπαθί μου. Πρέπει να βρούμε μια δίκαιη και ισότιμη λύση. Να τι θα κάνουμε:
Θα κόψουμε το παλικάρι στην μέση
Και θα πάρει η κάθε μία σας από ένα μισό.
Γυναίκα Α: Ω σοφέ Βασιλιά. Ποιος θα περίμενε μια τόσο σοφή λύση. Ναι, η γνώμη σας είναι διαταγή για μένα.
Γυναίκα Β: Όχι Βασιλιά μου, για όνομα του Θεού, μην το κόψεις το παλικάρι.
Δεν πειράζει, δωσ το στην κόρη της άλλης.
Και ο πάνσοφος Βασιλιάς απαντάει:
Η πρώτη κυρία είναι η πραγματική πεθερά.
Ευτυχισμένο ήτανε το ζευγάρι. Καλός εκείνος, καλή κι εκείνη αγαπιόντανε καλά κι ας είχανε περάσει χρόνια απ όταν ευλογηθήκανε. Είχανε ξεπουλιάσει τα κοπέλια, είχανε παντρευτεί κι είχανε πιάσει φύλα και φτερά ...
Μοναδικός σύντροφος του ζευγαριού στα γεράματα η πεθερά η μάνα τσι γυναίκας δηλαδή ένας καλός άνθρωπος που ήτανε όμως παράλυτη. Αγόγγυστα τη σήκωνε ο γαμπρός τσι τη μια να τήνε πάει στον ήλιο την άλλη στον ασκιανό. Φορά δεν του πε η γυναίκα ντου {πάρε τη μάνα μου και βάλε τήνε εκειε} και να μην τση κάμει το χατίρι. Κάποτε κι ενώ περιμένανε να ποθάνει η πεθερά ένας ξαφνικός κόλπος έριξε κάτω το... Γαμπρό.
Στο μοιρολόι η κερά δεν ξέχασε τσι καλοσύνες του άντρα τζη και τσι περιποιήσεις του για τη μάνα τζη. (Η μάνα μου μ απόμεινε, βλαστέ μου, κι ήντα θα τήνε κάμω εδά αητέ μου που μόνο να σου το λεγα, καμάρι μου ντελόγο τήνε σήκωνες, κλωνάρι μου, και πάντα μου την κάθιζες, καλέ μου, όπου θελά σου δείξω ,καντηφέ μου, και ΄δα άπου μ ΄απόθανες, καμάρι μου, ποιος θα μου την καθίζει, κανακάρη μου)
Ήταν ένα νιόπαντρο ζευγάρι. Την πρώτη νύχτα του γάμου, ο άντρας (που ήταν μαμάκιας) τηλεφωνεί στην μαμά του.
- Έλα μαμά, φτάσαμε σπίτι, τι να κάνω;
- Εεεε, τώρα, λέει η μαμά, φίλησε την νύφη...
Μετά από πέντε λεπτά, ξανατηλεφωνεί:
- Έλα μαμά, την φίλησα, τώρα;
- Εε, τώρα ξάπλωσε την στο κρεβάτι...
Μετά από δέκα λεπτά:
- Μαμά το έκανα, τώρα;
- Λοιπόν τώρα γδύστην...
Μετά από δεκαπέντε λεπτά:
- Έλα μαμά, την έγδυσα και τώρα;
- Ε παιδί μου τώρα χώσε το πιο μακρύ σημείο του σώματος σου, εκεί που κατουράει η γυναίκα.
Μετά από μισή ώρα παίρνει τηλέφωνο η νύφη την μάνα της.
- Έλα μαμά, ο Κώστας έχει χώσει το πόδι του στην λεκάνη, και δεν το βγάζει με τίποτα!
Μια φορά κι ένα καιρό ένας βασιλιάς και ήθελε να παντρέψει την κόρη του. Ήθελε όμως ο γαμπρός να έχει μεγάλη πούτσα. Μαζεύτηκαν πολλοί πρόθυμοι νέοι και άρχισε να τους εξετάζει ένα ένα και όλοι είχαν μεγάλη πούτσα αλλά υστερούσαν αλλού.
Κάποια στιγμή βρέθηκε ένας που την είχε πιο μικρή από όλους και έτσι ο βασιλιάς τον ρώτησε γιατί πήγε. Αυτός του απάντησε ότι όταν λέει την συλλαβή ντα του μεγαλώνει και όταν λέει την συλλαβή ρι του μικραίνει.
Ο βασιλιάς του είπε να του κάνει μια επίδειξη και παρατήρησε ότι του μεγάλωνε και του μίκραινε όταν έλεγε αυτές τις συλλαβές και έτσι του έδωσε την κόρη του.
Την πρώτη νύχτα του γάμου τους της λέει να πάει στην άλλη άκρη του σπιτιού και να στηθεί. Αυτός φωνάζει:
- Ντα, ντα, ντα, ντα, ντα! Έφτασε;
- Όχι του απαντά.
- Ξανά ντα,ντα,ντα,ντα! Έφτασε;
- Όχι.
- Ντα,ντα,ντα,ντα! Έφτασε;
- Ναι, μου μπήκε.
- Ωραία ντάρι, ντάρι, ντάρι, ντάρι.