Είναι πρωί στη Κηφισίας και μια Mercedes 500 και τη μισή αλφάβητο μετά σταματάει στο φανάρι.
Από δίπλα ένα Φολκς Βάγκεν σκαθάρι σε χρώμα κυλοτί... Ο οδηγός του VW ανοίγει το παράθυρο και κορνάρει κάνοντας νοήματα στον άλλο. Ο ενοχλημένος χοντροσνο- μπάκιας dream-car οδηγός πατάει τέλος πάντων το κουμπί και φσσσστ κατεβάζει το τζάμι.
- Σ εμένα μιλάς; λέει με ύφος μπλαζέ.
- Ναι σε σένα μιλάω, ακούγεται η φωνή του οδηγού του VW μέσα από ένα ακατάσχετο πρρα-πρρα-πρρα... Δεν μου λες, έχει καφετιέρα τ αμάξι σου;
- Καφετιέρα; Όχι, απαντά ο άλλος αμήχανα.
- Πάνε πέτα το μωρέ καϋμένεεε ! Το δικό μου έχει από τη μάνα του, του λέει ο VW και κλείνει το παράθυρο πριν προλάβει ο άλλος να απαντήσει.
Ο dream-car τα παίρνει κρανίο και μια και δυο στο Λαϊνόπουλο:
- Δεν ξέρω τι θα κάνεις, θα του βάλεις καφετιέρα ! Τι σκατά, έδωσα 60 εκατομμύρια και μου τη βγαίνει ο τύπος με το πορδοβούλωμα;
Ψιλό παραξενευμένοι οι άνθρωποι στο συνεργείο, του βάζουνε τη καφετιέρα και φεύγει με ένα χαμόγελο μέχρι τ αυτιά του.
"Θα τον ξανά πετύχω το μάγκα, που θα μου πάει" σκέφτεται.
Πραγματικά την άλλη κιόλας μέρα, να σου ο τύπος με το VW δίπλα του στο φανάρι του Υγεία:
- Φίλε, φίλε έχω καφετιέρα ! Νάτη, του λέει σηκώνοντας το υβρίδιο Miele-Mercedes κοντά στο παράθυρο.
- Και τι μου το λες ρε μεγάλε; Χαρά στο πράμα. Για δες εδώ αποχυμωτή που έχω εγώ. Έχεις τέτοιο εσύ; Ασε μας μωρέ καϋμένεεε !, του γυρίζει ο VW και φεύγει μέσα σε ένα πανζουρλισμό από χράκα χρούκα.
Έξαλλος ο τύπος, πάει πάλι κατ ευθείαν στην αντιπροσωπεία και τους λέει να του βάλουνε της Παναγίας τα μάτια. Αποχυμωτή, μίξερ, πετρογκάζ, ιονιστή, διαόλους, τριβόλους... Το κάνει το αμάξι τελείως καρνάβαλο. Και πάλι στους δρόμους να ψάχνει τον θρασύ οδηγό του VW σαν τη νύφη στο κρεβάτι.
Κάποια μέρα με τα πολλά, να τος πάλι δίπλα του ο έτσι με τον κουβά του. Κλειστά τα παράθυρα του VW και ούτε που τον κοιτάει.
Ο άνθρωπός μας αρχίζει να κορνάρει, να χτυπιέται, να κάνει κάθε είδους κωμικά σκέρτσα για να τον προσέξει ο διπλανός. Κοντεύει να ανάψει πράσινο, όταν επιτέλους κατεβάζει το παράθυρο ο τύπος και του λέει:
- Τι είναι πάλι; Τι θέλεις και χτυπιέσαι;
- Λοιπόν κρατήσου φιλάρα. Έχω αποχυμωτή, τοστιέρα, σίδερο, ηλεκτρικό μαχαίρι..., και του απαριθμίζει όλο τον απίστευτο εξοπλισμό κουζίνας που απέκτησε.
- Ε και γι αυτό με βγάζεις από το μπάνιο ρε;

Σε μια ομάδα βρικολάκων ο αρχηγός ανακοινώνει πως την κόρη του θα την παντρευτεί εκείνος που θα επιστρέψει και θα έχει λερωθεί με αίμα περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο. Φεύγει ο πρώτος και γυρίζει στάζοντας με αίμα από το στόμα του.
- Πο, πω πως λερώθηκες τόσο;
- Βλέπεις εκείνον τον πύργο;
- Ναι, λέει ο αρχηγός.
- Από πίσω είναι ένα χωριό, πήγα και ρούφηξα το αίμα όλων των κατοίκων.
Φεύγει ο δεύτερος και επιστρέφει λερωμένος με αίμα μέχρι την κοιλιά του.
- Καλά, τι έγινε και λερώθηκες τόσο; Ρωτάει ο αρχηγός.
- Βλέπεις εκείνον τον πύργο; Πίσω από τον πύργο είναι ένα χωριό και πίσω από το χωριό υπάρχει μια πόλη. Εγώ ήπια το αίμα όλων των κατοίκων της πόλης.
Φεύγει και ο τρίτος και γυρνάει σε λίγο βουτηγμένος στο αίμα.
Έκπληκτος ο αρχηγός τον ρωτά πως τα κατάφερε και έγινε τόσο χάλια.
- Βλέπεις εκείνον τον πύργό; του λέει ο υποψήφιος γαμπρός. Ε, εγώ δεν τον είδα!
Η πεθερά και οι γαμπροί. Ήταν μια πεθερά και είχε 3 γαμπρούς. Ο ένας την αγαπούσε πολύ, ο άλλος πιο λίγο και ο άλλος καθόλου. Θέλοντας να δει ποιος την αγαπάει περισσότερο αποφάσισε να πάει στη θάλασσα με τον κάθε ένα από αυτούς. Πάει με τον πρώτο, μπαίνει στην θάλασσα και κάνει πως πνίγεται τότε ο γαμπρός της θα την σώσει. Την άλλη μέρα θα βρει έξω από το σπίτι του μια Mercedes κι ένα σημείωμα.
"Σε ευχαριστώ που μ? έσωσες η πεθερά σου".
Την άλλη εβδομάδα πάει με τον δεύτερο κάνοντας το ίδιο κόλπο. Ο γαμπρός της την έσωσε και την άλλη μέρα βρήκε έξω από το σπίτι μια Mercedes με το ίδιο σημείωμα.
Πάει με τον τρίτο την άλλη εβδομάδα. Η πεθερά του κάνει πως πνίγεται αλλά αυτός δεν την έσωσε και αυτή πνίγεται. Την άλλη μέρα στην κηδεία βρίσκει έξω από το σπίτι του 3 Mercedes και το μήνυμα.
"Σε ευχαριστώ που με έσωσες ο πεθερός σου".
Πάνε στον βασιλιά Σολομώντα, τον ονομαστό έως τις μέρες μας για την σοφή κρίση του στις δύσκολες περιστάσεις, δύο υποψήφιες πεθερές με ένα παλικάρι και τσακώνονται:
Σολομών: Τι τρέχει;
Γυναίκα Α : Ω Μεγάλε Βασιλεύ, ο γαμπρός αυτός είναι δικός μου, την κόρη μου
Θα παντρευτεί.
Γυναίκα Β: Όχι Μεγαλειότατε, την δική μου κόρη θα πάρει.
Γυναίκα Α: Τη δική μου αγαπάει εδώ και χρόνια.
Γυναίκα Β: Ψεύτρα. Τη δική μου αγαπάει. Ασε που η δική μου τον αγαπάει πιο πολύ κι από τη ζωή της. Τον φροντίζει, του έχει συμπαρασταθεί στις πιο δύσκολες στιγμές.
Γυναίκα Α: Ποιες δύσκολες στιγμές και κουραφέξαλα που αν δεν ήταν η δική μου...
Σολομών: Ησυχία! Κατάλαβα περί τίνος πρόκειται. Στρατιώτη, φέρε μου το σπαθί μου. Πρέπει να βρούμε μια δίκαιη και ισότιμη λύση. Να τι θα κάνουμε:
Θα κόψουμε το παλικάρι στην μέση
Και θα πάρει η κάθε μία σας από ένα μισό.
Γυναίκα Α: Ω σοφέ Βασιλιά. Ποιος θα περίμενε μια τόσο σοφή λύση. Ναι, η γνώμη σας είναι διαταγή για μένα.
Γυναίκα Β: Όχι Βασιλιά μου, για όνομα του Θεού, μην το κόψεις το παλικάρι.
Δεν πειράζει, δωσ το στην κόρη της άλλης.
Και ο πάνσοφος Βασιλιάς απαντάει:
Η πρώτη κυρία είναι η πραγματική πεθερά.
Εγώ με την γυναίκα μου έχουμε κάποια μυστικά για να κρατάει ο γάμος:
01. Δυο φορές την εβδομάδα πηγαίνουμε σε ένα καλό εστιατόριο, καλό κρασί, καλό φαγητό και καλή παρέα. Αυτή πηγαίνει Τρίτες και εγώ Παρασκευές.
02. Κοιμόμαστε σε ξεχωριστά κρεβάτια. Το δικό της είναι στην Αθήνα και το δικό μου στη Θεσσαλονίκη.
03. Πηγαίνω την γυναίκα μου παντού, αλλά πάντα βρίσκει το δρόμο για να γυρίσει.
04. Ρώτησα την γυναίκα μου «Που θέλεις να πάμε για την επέτειο μας;» «Κάπου που δεν έχω πάει καιρό». Έτσι της πρότεινα την κουζίνα!
05. Πάντα κρατιόμαστε χέρι-χέρι. Αν την αφήσω ψωνίζει.
06. Έχει ένα ηλεκτρικό μίξερ, ηλεκτρική τοστιέρα και ηλεκτρικό στίφτη. Μου είπε «Υπάρχουν πολλές συσκευές και δεν έχω μέρος να καθίσω». Της αγόρασα μια ηλεκτρική καρέκλα.
07. Μου είπε ότι το αυτοκίνητο δε πηγαίνει καλά γιατί έχει νερό στο καρμπυρατέρ. Την ρώτησα που είναι το αυτοκίνητο και μου είπε «Στη λίμνη!»
08. Η γυναίκα μου κάνει καινούργια δίαιτα Καρύδες και μπανάνες, δεν έχασε κιλό αλλά που να την δείτε πως σκαρφαλώνει δέντρα τώρα.
09. Έτρεξε πίσω από το σκουπιδιάρικο φωνάζοντας «Aργησα για τα σκουπίδια;» Ο οδηγός της είπε «Όχι, πήδα μέσα».
Ευτυχισμένο ήτανε το ζευγάρι. Καλός εκείνος, καλή κι εκείνη αγαπιόντανε καλά κι ας είχανε περάσει χρόνια απ όταν ευλογηθήκανε. Είχανε ξεπουλιάσει τα κοπέλια, είχανε παντρευτεί κι είχανε πιάσει φύλα και φτερά ...
Μοναδικός σύντροφος του ζευγαριού στα γεράματα η πεθερά η μάνα τσι γυναίκας δηλαδή ένας καλός άνθρωπος που ήτανε όμως παράλυτη. Αγόγγυστα τη σήκωνε ο γαμπρός τσι τη μια να τήνε πάει στον ήλιο την άλλη στον ασκιανό. Φορά δεν του πε η γυναίκα ντου {πάρε τη μάνα μου και βάλε τήνε εκειε} και να μην τση κάμει το χατίρι. Κάποτε κι ενώ περιμένανε να ποθάνει η πεθερά ένας ξαφνικός κόλπος έριξε κάτω το... Γαμπρό.
Στο μοιρολόι η κερά δεν ξέχασε τσι καλοσύνες του άντρα τζη και τσι περιποιήσεις του για τη μάνα τζη. (Η μάνα μου μ απόμεινε, βλαστέ μου, κι ήντα θα τήνε κάμω εδά αητέ μου που μόνο να σου το λεγα, καμάρι μου ντελόγο τήνε σήκωνες, κλωνάρι μου, και πάντα μου την κάθιζες, καλέ μου, όπου θελά σου δείξω ,καντηφέ μου, και ΄δα άπου μ ΄απόθανες, καμάρι μου, ποιος θα μου την καθίζει, κανακάρη μου)

Μια κοπέλα φέρνει σπίτι το φίλο της να τον γνωρίσει στους γονείς της , μια που αποφάσισαν να παντρευτούν .
- Ποια είναι λοιπόν τα σχέδιά σου ; ρώτησε ο πατέρας της κοπέλας .
- Έχω πάρει υποτροφία για το Πανεπιστήμιο , απάντησε ο νεαρός .
- Υποτροφία ... μμμμμ ... Αξιοθαύμαστο , αλλά πως θα μπορέσεις να παράσχεις στην κόρη μου ένα σπίτι για να ζήσει όπως έχει συνηθίσει ;
- Θα μελετήσω σκληρά κι έχει ο Θεός .
- Και τι θα κάνεις για να προσφέρεις στην κόρη μου το δαχτυλίδι αρραβώνων που της αξίζει ;
- Θα αφοσιωθώ στις σπουδές μου κι έχει ο Θεός .
- Και παιδιά ; Πως θα μπορέσεις να συντηρήσεις παιδιά ;
- Μην ανησυχείτε κύριε , έχει ο Θεός .
Η όλη συζήτηση συνεχίστηκε έτσι και κάθε φορά που ο πατέρας της κοπέλας ρωτούσε κάτι , ο ιδεαλιστής γαμπρός επέμενε ότι έχει ο Θεός .
Αργότερα η μητέρα της κοπέλας ρώτησε τον άντρα της :
- Πως πήγε η κουβέντα σας ;
- Δεν έχει δουλειά , δεν έχει σχέδια για το μέλλον αλλά τουλάχιστον πιστεύει ότι είμαι Θεός .
Μια φορά κι ένα καιρό ένας βασιλιάς και ήθελε να παντρέψει την κόρη του. Ήθελε όμως ο γαμπρός να έχει μεγάλη πούτσα. Μαζεύτηκαν πολλοί πρόθυμοι νέοι και άρχισε να τους εξετάζει ένα ένα και όλοι είχαν μεγάλη πούτσα αλλά υστερούσαν αλλού.
Κάποια στιγμή βρέθηκε ένας που την είχε πιο μικρή από όλους και έτσι ο βασιλιάς τον ρώτησε γιατί πήγε. Αυτός του απάντησε ότι όταν λέει την συλλαβή ντα του μεγαλώνει και όταν λέει την συλλαβή ρι του μικραίνει.
Ο βασιλιάς του είπε να του κάνει μια επίδειξη και παρατήρησε ότι του μεγάλωνε και του μίκραινε όταν έλεγε αυτές τις συλλαβές και έτσι του έδωσε την κόρη του.
Την πρώτη νύχτα του γάμου τους της λέει να πάει στην άλλη άκρη του σπιτιού και να στηθεί. Αυτός φωνάζει:
- Ντα, ντα, ντα, ντα, ντα! Έφτασε;
- Όχι του απαντά.
- Ξανά ντα,ντα,ντα,ντα! Έφτασε;
- Όχι.
- Ντα,ντα,ντα,ντα! Έφτασε;
- Ναι, μου μπήκε.
- Ωραία ντάρι, ντάρι, ντάρι, ντάρι.
Ένας κυνηγός ήταν άσχετος και δεν έπιανε τίποτα. Μια φορά εκεί που γκρίνιαζε, τον συμβουλεύει ένας φίλος να αγοράσει κυνηγόσκυλα. Πάει λοιπόν, αγοράζει δυό σκυλιά και πάει πάλι για κυνήγι. Με το που πυροβολεί όμως, τα σκυλιά κατατρόμαξαν και έφυγαν χιλιόμετρα μακριά!
Μιαν άλλη φορά, πάλι, με το που πυροβολεί, τα σκυλιά κατατρόμαξαν και έφυγαν πάλι χιλιόμετρα μακριά!
Πάει πάλι στον φίλο του και τον λέει:
- Φτού γαμώτο, κι εγώ που τα πήρα για κυνήγι, τί να κάνω;
- Να τα πας στην Κρήτη, σε γάμους, όπου ρίχνουν μπαλωθιές και θα συνηθίσουν.
Τα βάζει στο πλοίο της γραμμής και πάνε στην Κρήτη. Όπου γάμος και χαρά, ο κυνηγός πρώτος. Στους γάμους όταν αρχίζαν οι μπαλωθιές τα σκυλιά τρέχανε να κρυφτούνε από το φόβο τους χιλιόμετρα μακριά.
Πάνε σε έναν άλλο γάμο, αρχίζουν οι μπαλωθιές και τα σκυλιά τρόμαξαν και έφυγαν ένα χιλιόμετρο μακριά.
Στον επόμενο γάμο που πήγαν, αρχίζουν οι μπαλωθιές και τα σκυλιά τρόμαξαν και έφυγαν μισό χιλιόμετρο μακριά.
Γάμο με το γάμο, τα σκυλιά συνήθισαν τα τραγούδια, τους χορούς, τα γλέντια και τις μπαλωθιές. Χαρούμενος ο τύπος γυρνάει πίσω και ξαναπάει για κυνήγι. Και με το που πυροβολεί, τα σκυλιά δεν φοβήθηκαν αλλά άρχισαν να χορεύουν χορεύουν πεντοζάλη