Ενας διαρρήκτης μπαίνει σένα διαμέρισμα για...
Μεροκάματο και κατά την είσοδό του στην κρεβατόκάμαρα, ανάβουν ξαφνικά τα φώτα και βλέπει στο κρεβάτι ένα ζευγάρι ηλικιωμένων να τον κοιτάζουν έκπληκτοι." Λυπάμαι, αλλά τώρα που με είδατε πρέπει να σας σκοτώσω,αλλιώς θα με καταδώσετε στην Αστυνομία!" λέει ο διαρρήκτης και βγάζει ένα όπλο" Όχι, σε παρακαλούμε πολύ μη μας σκοτώσεις! Πάρε ό,τι θες και εμείς δε θα σε μαρτυρήσουμε", του απαντάνε με μία φωνή οι ταλαίπωροι ηλικιωμένοιΌμως ο διαρρήκτης είναι ανένδοτος:
" Δεν θα γλυτώσετε... και πρώτα εσύ παλιόγρια! Έλα εδώ και γονάτισε!"
Σηκώνεται η γιαγιά και γονατίζει μπροστά του. Ο διαρρήκτης με το όπλο στο κεφάλί της τη ρωτάει:
" Πες μου πως σε λένε?"
" Λίζα "
, απαντάει κλαίγοντας η γιαγιά Τότε ξαφνικά ο κλέφτης βάζει τα κλάμματα και της λέει:
" Λίζα έλεγαν και την αγαπημένη μου τη γιαγιά, που την έχασα πέρσι. Επειδή έχεις τόνομά της θα σου χαρίσω τη ζωή!" και εκείνη αρχίζει να του φιλάει τα χέρια ανακουφισμένη. " Εσύ όμως θα πεθάνεις τώρα!"
, γυρίζει και λέει στον παππού, ο οποίος κλαίει και τον παρακαλάει για την ζωή του. Ο κλέφτης βάζει τόπλο στο κεφάλι του παππού και τον ρωτάει:
" Πες μου πως σε λένε"
Και εκείνος:
" Εεε.. Κώστα με λένε, αλλά οι φίλοι μου μαποκαλούν.. Λίζα!"
Ανοιξιάτικο βραδάκι, εξοχικό το τοπίο, με το φως της μέρας ακόμη να κρατά και οι δυο φοιτητές της ιατρικής κάνουν τον περίπατό τους στον αγροτόδρομο για να ξεκουραστούν από τη μελέτη της ημέρας. Σε κάποια στιγμή και μετά από μια καμπή είδαν μπροστά τους σε αρκετή απόσταση να βαδίζει αργά, σκυφτός, σχεδόν διπλωμένος στα δύο, ένας άνδρας αρκετά ηλικιωμένος.
- Κοίταξε αυτόν το γέρο με τί δυσκολία βαδίζει! Παρατήρησε ο ένας φοιτητής. Στοιχηματίζω ότι πάσχει από σπονδυλαρθροίτιδα...
- Διαφωνώ! Είμαι σίγουρος ότι απλώς ξάφνιασε τη μέση του, έπαθε δηλαδή αυτό που λέμε λουμπάγκο... Τον αντέκρουσε ο άλλος. Όχι, σπονδυλαρθροίτιδα, όχι, λουμπάγκο, παρά λίγο να τσακωθούν. Αποφάσισαν λοιπόν, να επιταχύνουν το βήμα τους, να τον προλάβουν και να τον ρωτήσουν από τί υποφέρει. Αυτό και έκαναν. Τον πλησίασαν τον καλησπέρισαν ευγενικά και τον ρώτησαν.
- Μας συγχωρείτε, μα επειδή είμαστε φοιτητές ιατρικής και ως εκ τούτου κάναμε από μακριά ο καθένας μας διάγνωση περί της νόσουαπό την οποία υποφέρετε και σας κάνει να βαδίζετε έτσι, αλλά του καθενός μας είναι διαφορετική αυτή η διάγνωση, θα σας παρακαλούσαμε να μας πείτε εσείς τί ακριβώς έχετε...
- Μάλιστα! Εσείς νεαρέ μου, τί διαγνώσατε; ρωτάει τον πρώτο.
- Σπονδυλαρθροίτιδα!-Μάλιστα! Κι εσείς; ρωτάει τον άλλο.
- Εγώ πιστεύω πως σας έπιασε απλώς λουμπάγκο!...
- Κύριοι, λαθέψαμε και οι τρεις! Κι εγώ ενόμιζα, δυστυχώς, πως είχα μόνο ... Αέρια!
Καλοκαίρι. Μεσημέρι. Καύσωνας. Ο κύριος Πετρίδης επιστρέφει στο διαμέρισμα του κάπου στην άκρης της πόλης μετά από ένα κουραστικό πρωινό στο γραφείο του. Παρκάρει το αυτοκίνητο του και με το χαρτοφύλακα στο χέρι, ξεκινάει να διασχίσει το δρόμο για να μπει στην είσοδο του κτιρίου όπου μένει. Στα μισά του δρόμου αντιλαμβάνεται τον ιδρωμένο σωματώδη τύπο που έχει μόλις ξεφορτώσει δύο φέρετρα από το φορτηγάκι του και τα έχει ακουμπήσει στον τοίχο της πολυκατοικίας για να ξαποστάσει.
- Μπα, ποιος να πέθανε, εδώ στην πολυκατοικία. Κάποιος ηλικιωμένος δεν άντεξε τον καύσωνα μάλλον.
Συνεχίζει να περπατάει, αλλά ο ιδρωμένος τύπος τον κοιτάει περίεργα. Μόλις φτάνει να μπει στην είσοδο της πολυκατοικίας, ο τύπος αποφασίζει να του μιλήσει:
- Μπορείτε μήπως να με βοηθήσετε να μεταφέρω τα φέρετρα μέχρι τον τρίτο όροφο; Κάνει πολύ ζέστη για να το κάνω μόνος μου.
Ο κύριος Πετρίδης το σκέφτεται λίγο και δέχεται. Στο πίσω μέρος του μυαλού του όμως αναρωτιέται ποιος είναι αυτός που έμενε στον ίδιο όροφο με αυτόν και πέθανε. Βάζουν τα φέρετρα το ένα πάνω στο άλλο, το ακουμπάν πάνω στους ώμους τους, και ξεκινάνε να σκαρφαλώνουν τις σκάλες... Φτάνουν στον τρίτο όροφο και περπατάνε προς της δεξιά μεριά του διαδρόμου, ανησυχητικά κοντά στην είσοδο του διαμερίσματος του κυρίου Πετρίδη. Τελικά ο φορτωμένος εργάτης αποφασίζει ότι έφτασε στον προορισμό του και ακουμπάνε τα φέρετρα ακριβώς πλάι στην είσοδο του διαμερίσματος του κυρίου Πετρίδη. Γεμάτος απορία, προσπαθεί να βρει μερικές εξηγήσεις:
- Μα καλά, αυτό είναι το διαμέρισμα που μένω εγώ. Τι θέλει ένα ζευγάρι φέρ..
- Είστε ο κύριος Πετρίδης; Δεν το κατάλαβα τόση ώρα. Έφερα τα παιδιά από την κατασκήνωση.
Ένας ηλικιωμένος πλησιάζει την ταμία μιας τράπεζας και λέει:
- "Θέλω ν ανοίξω ένα γαμη***ο λογαριασμό"
- "Συγνώμη κύριε; Τι είπατε;"
- "Ένα γαμη***ο λογαριασμό θέλω ν ανοίξω"
- "Συγνώμη αλλά δεν είμαι υποχρεωμένη ν ακούω τέτοια γλώσσα, κύριε", είπε η ταμίας, απομακρύνθηκε από το ταμείο και πήγε στο διευθυντή της. Του εξήγησε την κατάσταση κι εκείνος πλησίασε τον ηλικιωμένο κύριο που περίμενε στο ταμείο.
- "Τι συνέβη με την υπάλληλό μας κύριε; Τι της είπατε;"
- "Είπα ότι κέρδισα 500.000.000 στο γαμη***ο λόττο, και θέλω, ο διάολος να με πάρει, ν ανοίξω ένα γαμη***ο λογαριασμό στη γαμη***η την Τράπεζά σας, γαμ* το μπελά μου, γαμ*!"
Και ο Διευθυντής.
- "Και αυτή η που***α σας τυραννάει, κύριε, ε! Χίλια συγνώμη"