Ένας ηλικιωμένος (γύρω στα 70) γερό ποτήρι πάει στο καφενείο της γειτονιάς του να πιει «κανένα» ποτηράκι.
- Πάλι εδώ είσαι Παναγή του λέει ο καφετζής.
- Ε, ήρθα να πιω κανένα ποτηράκι να ξανανιώσω. Λένε ότι κάθε ποτηράκι σε κάνει 10 χρόνια νεότερο.
- Ε, αν είναι έτσι να σου βάλω ένα.
Αφού πίνει λοιπόν ο Παναγής το πρώτο ποτηράκι ρωτάει τον καφετζή.
- Γιώργο πόσο με κάνεις τώρα, μετά το πρώτο ποτηράκι;
- Τι να σου πω, μου φαίνεται απίστευτο. Δείχνεις το πολύ 60 χρονών.
- Ωραία. Βάλε μου άλλο ένα ποτηράκι.
Αφού το πίνει και αυτό ξαναρωτά:
- Τώρα πως σου φαίνομαι;
- Α! Θαύμα! Τώρα δείχνεις το πολύ σαν 50αρης.
Να μην σας τα πολυλογώ συνέχισε αυτή η ιστορία και αφού «κατέβασε» 4 ποτηράκια ακόμη κάνοντας την γνωστή ερώτηση:
- Χικ, Για πες μου τώρα πωθ θου φαίνομαι τώλα;
- Καλά τώρα είσαι σαν ένα 10 χρόνο παιδάκι, Η σάκα σου λείπει να πας στο σχολείο.
- Ωραία, πολύ ωραία! Ε να πηγαίνω και εγώ τώρα...
- Ε, στάσου. Που πας; Δεν θα πληρώσεις;
- Θα πω στον μπαμπά μου να περάσει να σε πληρώσει! Εγώ είμαι μικρός δεν έχω τόσα λεφτά.

Ένας πολύ ηλικιωμένος ήταν ξαπλωμένος και αργοπέθαινε στο κρεββάτι.
Ξαφνικά μύρισε το άρωμα του αγαπημένου του μπισκότου σοκολάτας να έρχεται από την σκάλα και την κουζίνα.
Μάζεψε τις τελευταίες του δυνάμεις και ανασηκώθηκε από το κρεββάτι. Ακουμπώντας στον τοίχο, σιγά-σιγά βγήκε από το δωμάτιο και με μεγάλη προσπάθεια κατέβηκε τις σκάλες πιάνοντας και με τα δύο χέρια τα κάγκελα.
Λαχανιασμένος μπήκε στην κουζίνα.
Εκεί ήταν απλωμένες εφημερίδες στο τραπέζι και επάνω ήταν ταψιά με εκατοντάδες μπισκότα.
Ήταν στο παράδεισο; Ή ήταν μια τελευταία πράξη της αγάπης της αφοσιωμένης συζύγου του; Για να φύγει σαν ευτυχισμένος άνθρωπος; Με μια τελευταία προσπάθεια πήγε στο τραπέζι.
Με το γερασμένο χέρι του έπιασε ένα μπισκότο στην άκρη του τραπεζιού.
Όταν ξαφνικά τον χτύπησε με μια σπάτουλα η σύζυγός του.
- Αστα αυτά, είπε. Είναι για την κηδεία...
Καλοκαίρι. Μεσημέρι. Καύσωνας. Ο κύριος Πετρίδης επιστρέφει στο διαμέρισμα του κάπου στην άκρης της πόλης μετά από ένα κουραστικό πρωινό στο γραφείο του. Παρκάρει το αυτοκίνητο του και με το χαρτοφύλακα στο χέρι, ξεκινάει να διασχίσει το δρόμο για να μπει στην είσοδο του κτιρίου όπου μένει. Στα μισά του δρόμου αντιλαμβάνεται τον ιδρωμένο σωματώδη τύπο που έχει μόλις ξεφορτώσει δύο φέρετρα από το φορτηγάκι του και τα έχει ακουμπήσει στον τοίχο της πολυκατοικίας για να ξαποστάσει.
- Μπα, ποιος να πέθανε, εδώ στην πολυκατοικία. Κάποιος ηλικιωμένος δεν άντεξε τον καύσωνα μάλλον.
Συνεχίζει να περπατάει, αλλά ο ιδρωμένος τύπος τον κοιτάει περίεργα. Μόλις φτάνει να μπει στην είσοδο της πολυκατοικίας, ο τύπος αποφασίζει να του μιλήσει:
- Μπορείτε μήπως να με βοηθήσετε να μεταφέρω τα φέρετρα μέχρι τον τρίτο όροφο; Κάνει πολύ ζέστη για να το κάνω μόνος μου.
Ο κύριος Πετρίδης το σκέφτεται λίγο και δέχεται. Στο πίσω μέρος του μυαλού του όμως αναρωτιέται ποιος είναι αυτός που έμενε στον ίδιο όροφο με αυτόν και πέθανε. Βάζουν τα φέρετρα το ένα πάνω στο άλλο, το ακουμπάν πάνω στους ώμους τους, και ξεκινάνε να σκαρφαλώνουν τις σκάλες... Φτάνουν στον τρίτο όροφο και περπατάνε προς της δεξιά μεριά του διαδρόμου, ανησυχητικά κοντά στην είσοδο του διαμερίσματος του κυρίου Πετρίδη. Τελικά ο φορτωμένος εργάτης αποφασίζει ότι έφτασε στον προορισμό του και ακουμπάνε τα φέρετρα ακριβώς πλάι στην είσοδο του διαμερίσματος του κυρίου Πετρίδη. Γεμάτος απορία, προσπαθεί να βρει μερικές εξηγήσεις:
- Μα καλά, αυτό είναι το διαμέρισμα που μένω εγώ. Τι θέλει ένα ζευγάρι φέρ..
- Είστε ο κύριος Πετρίδης; Δεν το κατάλαβα τόση ώρα. Έφερα τα παιδιά από την κατασκήνωση.
Καθόταν ένας παππούς στην αυλή και κοίταζε τον μικρό του εγγονό να παίζει.
Βλέπει τον εγγονό να βγάζει ένα σκουλήκι από την τρύπα, οπότε πηγαίνει στον εγγονό και του λέει:
- Θα σου δώσω πέντε ευρώ αν μπορέσεις να ξαναβάλεις το σκουλήκι μέσα στην τρύπα από όπου το έβγαλες.
Το αγοράκι σκέφτηκε ότι είναι πολύ εύκολο, και έτσι προσπάθησε. Μετά από λίγο κατάλαβε ότι δεν γινόταν τίποτε έτσι. Έτρεξε μέσα πήρε την λακ της γιαγιάς και ψέκασε το σκουλήκι. Το άφησε να στεγνώσει και μετά χωρίς δυσκολία το έχωσε πάλι στην τρύπα.
- Αυτό ήταν πολύ έξυπνο κόλπο, είπε ο παππούς. Πάρε τα 5 σου ευρώ.
Την επόμενη μέρα το αγόρι έπαιζε πάλι, και ο παππούς το πλησιάζει και του δίνει άλλα 5 ευρώ.
- Γιατί είναι αυτά; ρωτάει το αγόρι.
- Και η γιαγιά σου πιστεύει ότι ήταν έξυπνο κόλπο!

Συζητούσαν κάποτε δυο ηλικιωμένοι φίλοι, πρώην ποδοσφαιριστές της Γ` Εθνικής. Η αγάπη τους για το ποδόσφαιρο ήταν τέτοια, που ακόμα και γέροι πια έτρεχαν συνέχεια στα γήπεδα.
- Βρε Μήτσο, λες να υπάρχει ποδόσφαιρο και στον άλλο κόσμο;
- Που να ξέρω... Αλλά ξέρεις τι λέω; Όποιος από μας πεθάνει πρώτος, να επιστρέψει και να πει στον άλλο τι γίνεται. Εντάξει;
- Εντάξει.
Κάποια μέρα πεθαίνει ο ένας και πάει στον Παράδεισο. Με τα χίλια ζόρια πείθει τον Άγιο Πέτρο να τον αφήσει να επισκεφτεί το φίλο του το Μήτσο στον ύπνο του. Τον επισκέπτεται λοιπόν και του λέει:
- Μήτσο, σου έχω και καλά και κακά νέα. Τα καλά νέα είναι ότι εδώ υπάρχουν καταπληκτικά γήπεδα και τρομερές ομάδες. Εγώ τώρα είμαι στην Α` Εθνική και μάλιστα την Κυριακή που μας έρχεται θα παίξω σέντερ μπακ στον Παραδεισαϊκό.
- Πόπο! Μπράβο, βρε συ! αποκρίνεται ο Μήτσος στον ύπνο του. Αλλά τα κακά νέα ποια είναι;
- Εσύ θα παίξεις σέντερ φόρ...
Μία γυναίκα πηγαίνει στα επείγοντα και την βλέπει ένας νεαρός γιατρός. Μετά απο 3 λεπτά εξέτασης, ο γιατρός της λέει ότι είναι έγκυος. Αμέσως η γυναίκα βγαίνει έξαλλη από το εξεταστήριο και αρχίζει να ουρλιάζει, τρέχοντας στον διάδρομο.
Ένας ηλικιωμένος γιατρός, την πλησιάζει, ρωτά την συνέβει, την ηρεμεί και την βάζει να καθίσει σε ένα άλλο δωμάτιο. Μετά πηγαίνει στο εξεταστήριο του νεαρού γιατρού:
- Τι στο καλό σκεφτόσουνα; Η γυναίκα είναι 63 χρονών, έχει δύο μεγάλα εγγόνια, και της λες ότι είναι έγκυος;
Ο νεαρός γιατρός συνεχίζει να σημειώνει στο μπλοκ του, και χωρίς να σηκώσει το κεφάλι του λέει:
- Ναι, αλλά δεν της πέρασε ο λόξυγκας;
Ανοιξιάτικο βραδάκι, εξοχικό το τοπίο, με το φως της μέρας ακόμη να κρατά και οι δυο φοιτητές της ιατρικής κάνουν τον περίπατό τους στον αγροτόδρομο για να ξεκουραστούν από τη μελέτη της ημέρας. Σε κάποια στιγμή και μετά από μια καμπή είδαν μπροστά τους σε αρκετή απόσταση να βαδίζει αργά, σκυφτός, σχεδόν διπλωμένος στα δύο, ένας άνδρας αρκετά ηλικιωμένος.
- Κοίταξε αυτόν το γέρο με τί δυσκολία βαδίζει! Παρατήρησε ο ένας φοιτητής. Στοιχηματίζω ότι πάσχει από σπονδυλαρθροίτιδα...
- Διαφωνώ! Είμαι σίγουρος ότι απλώς ξάφνιασε τη μέση του, έπαθε δηλαδή αυτό που λέμε λουμπάγκο... Τον αντέκρουσε ο άλλος. Όχι, σπονδυλαρθροίτιδα, όχι, λουμπάγκο, παρά λίγο να τσακωθούν. Αποφάσισαν λοιπόν, να επιταχύνουν το βήμα τους, να τον προλάβουν και να τον ρωτήσουν από τί υποφέρει. Αυτό και έκαναν. Τον πλησίασαν τον καλησπέρισαν ευγενικά και τον ρώτησαν.
- Μας συγχωρείτε, μα επειδή είμαστε φοιτητές ιατρικής και ως εκ τούτου κάναμε από μακριά ο καθένας μας διάγνωση περί της νόσουαπό την οποία υποφέρετε και σας κάνει να βαδίζετε έτσι, αλλά του καθενός μας είναι διαφορετική αυτή η διάγνωση, θα σας παρακαλούσαμε να μας πείτε εσείς τί ακριβώς έχετε...
- Μάλιστα! Εσείς νεαρέ μου, τί διαγνώσατε; ρωτάει τον πρώτο.
- Σπονδυλαρθροίτιδα!-Μάλιστα! Κι εσείς; ρωτάει τον άλλο.
- Εγώ πιστεύω πως σας έπιασε απλώς λουμπάγκο!...
- Κύριοι, λαθέψαμε και οι τρεις! Κι εγώ ενόμιζα, δυστυχώς, πως είχα μόνο ... Αέρια!
Ενας διαρρήκτης μπαίνει σένα διαμέρισμα για...
Μεροκάματο και κατά την είσοδό του στην κρεβατόκάμαρα, ανάβουν ξαφνικά τα φώτα και βλέπει στο κρεβάτι ένα ζευγάρι ηλικιωμένων να τον κοιτάζουν έκπληκτοι." Λυπάμαι, αλλά τώρα που με είδατε πρέπει να σας σκοτώσω,αλλιώς θα με καταδώσετε στην Αστυνομία!" λέει ο διαρρήκτης και βγάζει ένα όπλο" Όχι, σε παρακαλούμε πολύ μη μας σκοτώσεις! Πάρε ό,τι θες και εμείς δε θα σε μαρτυρήσουμε", του απαντάνε με μία φωνή οι ταλαίπωροι ηλικιωμένοιΌμως ο διαρρήκτης είναι ανένδοτος:
" Δεν θα γλυτώσετε... και πρώτα εσύ παλιόγρια! Έλα εδώ και γονάτισε!"
Σηκώνεται η γιαγιά και γονατίζει μπροστά του. Ο διαρρήκτης με το όπλο στο κεφάλί της τη ρωτάει:
" Πες μου πως σε λένε?"
" Λίζα "
, απαντάει κλαίγοντας η γιαγιά Τότε ξαφνικά ο κλέφτης βάζει τα κλάμματα και της λέει:
" Λίζα έλεγαν και την αγαπημένη μου τη γιαγιά, που την έχασα πέρσι. Επειδή έχεις τόνομά της θα σου χαρίσω τη ζωή!" και εκείνη αρχίζει να του φιλάει τα χέρια ανακουφισμένη. " Εσύ όμως θα πεθάνεις τώρα!"
, γυρίζει και λέει στον παππού, ο οποίος κλαίει και τον παρακαλάει για την ζωή του. Ο κλέφτης βάζει τόπλο στο κεφάλι του παππού και τον ρωτάει:
" Πες μου πως σε λένε"
Και εκείνος:
" Εεε.. Κώστα με λένε, αλλά οι φίλοι μου μαποκαλούν.. Λίζα!"