Ξυπνάει το πρωί ένας τύπος, πάει στην τουαλέτα, κάνει τη δουλεία του και πάει στον καθρέφτη να φτιαχτεί.
Εκεί κάνει έναν έλεγχο ρουτίνας στο εσώρουχο του (όπως όλοι άλλωστε) και ξαφνικά αισθάνεται κάτι περίεργο στα χεριά του. Κοιτά καλύτερα, τι να δει... το εργαλείο του ήταν πράσινο. Αρχίζει λοιπόν να ουρλιάζει, να τρέχει, να ντύνεται τρέχοντας κατεβαίνει στο αμάξι και πάει στο γιατρό. Στην αίθουσα αναμονής βλέπει άλλον έναν κακόμοιρο να μυξόκλαιει και να πιάνει την επίμαχη περιοχή. Τον πλησιάζει, κάθεται διπλά του και του λέει:
- Ρε φιλέ έχεις κι εσύ πρόβλημα με το όργανο σου;
- Άστα ρε μεγάλε ξύπνησα το πρωί και ήταν κατακόκκινο!
- Κι εσύ την έπαθες;
Αγκαλιάζονται λοιπόν και κλαίνε ώσπου ανοίγει την πόρτα ο γιατρός.
- Ας περάσει ο επόμενος...
Μπαίνει αυτός που την είχε κόκκινη πρώτος και ο άλλος περίμενε καθισμένος σε ανάμενα κάρβουνα. Βγαίνει σε λίγο ο πρώτος όλο χαμόγελο και του λέει:
- Άντε μεγάλε τίποτα δεν είχα, καλή τύχη
Παίρνει τα πάνω του ο τύπος μπαίνει στο γιατρό που τον ρωτάει:
- Τι έχουμε;
- Τίποτα γιατρέ, απλά το πουλί μου είναι πράσινο.
- Για κατεβάστε το παντελόνι σας παρακαλώ…
Χμμμμ Άσχημα τα πράγματα αγαπητέ μου, ίσως να χρειαστεί να το κόψουμε!
- Να το κόψουμε; Μα ο άλλος δεν είχε τίποτα!
- Μάγκα μου άλλο το κραγιόν και άλλο η μούχλα...

Μπερδέματα.
Πάνε τρεις άντρες στον παράδεισο. Όμως στην μεγάλη πύλη τους σταματάει ο Αγιος Πέτρος και τους αναγγέλλει πως θα περνούσε μόνο ένας την πύλη, αυτός που πέθανε με τον ποιο βάρβαρο τρόπο. Ρωτάει τον πρώτο:
- Εσύ πως πέθανες;
- Εγώ μένω στον τέταρτο όροφο μιας πολυκατοικίας. Γύρισα μια μέρα σπίτι μου και είδα την γυναίκα μου γυμνή στο κρεβάτι. Μωρή της λέω με κεράτωσες; Και άρχισα να ψάχνω τον εραστή παντού. Αφού δεν τον βρήκα βγήκα στο μπαλκόνι να πάρω λίγο αέρα και ξαφνικά βλέπω έναν άντρα κρεμασμένο στα συρματόσχοινα! Τότε από τα νεύρα μου άρχισα να του χτυπάω τα χέρια. Μετά αφού δεν έπεφτε πήρα ένα σφυρί κι άρχισα να τον κοπανάω και τέλος αφού έπεσε τον βλέπω και ξανασηκώνεται. Παίρνω κι εγώ το ψυγείο του σπιτιού μου και του το πετάω. Εγώ μετά από την χαρά μου που τον σκότωσα άρχισα να χοροπηδάω στο μπαλκόνι, παραπάτησα, έπεσα και σκοτώθηκα! λέει ο πρώτος.
- Εσύ πως πέθανες; ρωτάει τον δεύτερο.
- Εγώ μένω στον πέμπτο όροφο μιας πολυκατοικίας. Μια μέρα βγήκα να απλώσω στο μπαλκόνι κάτι ρούχα παραπατάω πέφτω και κρατιέμαι από τα συρματόσχοινα του τέταρτου ορόφου. Κι εκεί που φώναζα βοήθεια βλέπω ένα γείτονα και αντί να με βοηθήσει άρχισε να με κοπανάει με ένα σφυρί και να με βρίζει. Εγώ δεν άντεξα κι έπεσα. Κι όταν σηκώθηκα και είπα δόξα το Θεό που είμαι καλά βλέπω ένα ψυγείο να έρχεται κατά πάνω μου. Έτσι πέθανα εγώ!
- Εσύ πως πέθανες; ρωτάει και τον τελευταίο.
- Εγώ, Αγιε μου Πέτρο, το τελευταίο που θυμάμαι είναι πως ήμουν μέσα σε ένα ψυγείο!
Μπαίνει κάποιος στο μπαρ, φτάνει στον μπάρμαν και του λέει.
- Μπύρα έχεις;
- Έχω.
- Βάλε μου ένα μέτρο παρακαλώ, του λέει ο τύπος.
- Μέτρο δεν έχουμε, αλλά έχω ένα λίτρο αν σε βολεύει, του απαντά ο μπάρμαν.
- Α, όχι! Ευχαριστώ, λέει ο τύπος και φεύγει.
Πάει σε άλλο μπαρ.
Πάλι τα ίδια στον μπάρμαν.
- Μπύρα έχεις;
- Έχω.
- Βάλε μου ένα μέτρο παρακαλώ, του λέει ο τύπος.
- Μέτρο δεν έχουμε, αλλά έχω ένα λίτρο αν σε βολεύει, του απαντά ο μπάρμαν.
- Α, όχι! Ευχαριστώ, λέει ο τύπος και φεύγει.
Το έκανε αυτό σε όλα τα μπαρ του δρόμου.
Την επόμενη, όλοι οι μπάρμεν συζητούν το περιστατικό μεταξύ τους.
- Αφήστε τον σε μένα, λέει ο ένας. Θα τον φτιάξω εγώ καλά.
Να ο τύπος στο μπαρ το ίδιο βράδυ.
- Μπύρα έχεις;
- Έχω.
- Βάλε μου ένα μέτρο παρακαλώ, του λέει ο τύπος.
- Αμέσως, του απαντά ο μπάρμαν.
Πιάνει ένα σφυρί και ένα καλέμι, και ανοίγει μία ρωγμή, ένα μέτρο μήκος, πάνω στο μπάρ.
Πιάνει την μπύρα και την αδειάζει στην ρωγμή.
Το βλέπει ο τύπος και του λέει:
- Μπορείς να μου την τυλίξεις, να την πάρω μαζί μου;