Κάποτε ήταν ένας Γερμανός, ένας Ιταλός και ένας Έλληνας και τους έπιασε ένας βασιλιάς, τους πηγαίνει σε ένα μέρος που βρωμούσε απίστευτα και τους λέει:
- Κανένας δεν έχει διασχίσει αυτόν τον βάλτο. Όποιος πηδήξει και διασχίσει τον βρωμερό βάλτο με τους λευκούς καρχαρίες, τις βδέλλες και τους κροκόδειλους θα κερδίσει το βασίλειό μου.
Δεν πηδάει κανείς.
Ξαναλέει ο βασιλιάς:
- Όποιος πηδήξει και διασχίσει τον βρωμερό βάλτο με τους λευκούς καρχαρίες, τις βδέλλες και τους κροκόδειλους θα κερδίσει το βασίλειό μου ή έναν μαλάκα!
Πηδάει ο Έλληνας, τον κυνηγάν οι καρχαρίες, οι κροκόδειλοι, τον πλησιάζουν, ίσα που προλαβαίνει και βγαίνει στην άλλη πλευρά ματωμένος και ταλαιπωρημένος.
- Μπράβο, λέει ο βασιλιάς. Κανένας άλλος δεν είχε ποτέ διασχίσει τον βρωμερό βάλτο με τους λευκούς καρχαρίες, τις βδέλλες και τους κροκόδειλους. Τι θες λοιπόν; Το βασίλειό μου, ή έναν μαλάκα;
- Έναν μαλάκα!
- Έναν μαλάκα;
- Ναι, τον μαλάκα που με έσπρωξε στον βάλτο!

Το μικρό κοριτσάκι ρωτάει τη μητέρα της:
- Πως εμφανίστηκε η ανθρώπινη φυλή;
Η μητέρα της απάντησε:
- Ο Θεός έφτιαξε τον Αδάμ και την Εύα, εκείνοι έκαναν παιδιά, τα παιδιά τους έκαναν κι άλλα παιδιά, και έτσι συνεχίστηκε η δημιουργία του ανθρώπινου γένους.
Δύο μέρες μετά το κοριτσάκι ρώτησε τον πατέρα της την ίδια ερώτηση. Ο πατέρας απάντησε:
- Εκατομμύρια χρόνια πριν, υπήρχαν οι μαϊμούδες, από τις οποίες εξελίχτηκαν σιγά σιγά οι άνθρωποι.
Το κοριτσάκι μπερδεμένο πάει στη μητέρα της:
- Μαμά, πώς γίνεται εσύ να μου είπες ότι τους άνθρωπους τους δημιούργησε ο Θεός και ο μπαμπάς να μου είπε ότι οι άνθρωποι εξελίχτηκαν από τις μαϊμούδες;
Και η μητέρα της απαντά:
- Αγάπη μου, είναι πολύ απλό. Εγώ σου είπα για τη δική μου καταγωγή και ο μπαμπάς σου για τη δική του.
Είναι δυο φίλοι, ο ένας εργατικός, ο άλλος τεμπέλης.
- Δεν γίνεται, λέει ο εργατικός, πρέπει να βρεις οπωσδήποτε δουλειά. Σου βρήκα μία,θα δουλέψεις κλητήρας σε ένα υπουργείο.
- Εντάξει, λέει ο τεμπέλης, θα κάνω κάτι δεν θα κουράζομαι και θα βγάζω και λεφτά.
Μετά ενα μήνα ξανασυναντιούνται οι δυο φίλοι, άνεργος πάλι ο τεμπέλης.
- Γιατί έφυγες ρε από την δουλειά που σου βρήκα;ρωτάει ο φίλος.
- Γιατί, κάθε 5 λεπτά έπρεπε να σηκώνομαι απο την καρέκλα μου, και να χαιρετάω τους επισήμους που έμπαιναν στο υπουργείο. Έχεις καμιά πιο ξεκούραστη δουλειά;
- Εχω, του απαντάει ο άλλος, σε περίπτερο, θα κάθεσαι συνέχεια και θα πουλάς το εμπόρευμα.
Ενα μήνα μετά, πάλι άνεργος ο τεμπέλης.
- Τί συνέβει αυτή τη φορά; ρωτάει ο φίλος.
- Με πήρε ο ύπνος στην καρέκλα και έγινε ληστεία, κλέψανε τα πάντα.
- Ακουσε να σου πω, λέει αγανακτισμένος ο φίλος, αυτή είναι η τελευταία φορά που σε στέλνω σε δουλειά και μην μου πεις ότι κουράστηκες γιατί θα σε πνίξω. Θα πας φύλακας σε νεκροταφείο, θα κάθεσαι μόνος σου και το βράδυ θα κλειδώνεις και θα φεύγεις. Τίποτα άλλο.
- Αυτή μάλιστα! απαντάει ο τεμπέλης. Αυτή είναι δουλειά για μένα.
Ενα μήνα αργότερα συναντιούνται οι δυο φίλοι, άνεργος πάλι ο τεμπέλης.
- Μη μου πεις ότι κουραζόσουνα και στο νεκροταφείο; ρωτάει άγρια ο φίλος του.
- Ακου να δεις, τι έπαθα εκει μέσα, απαντάει ο τεμπέλης. Καθόμουνα όλη μέρα σε μια καρέκλα και κοιτάζοντας γύρω-γύρω έβλεπα διαρκώς γραμμένη τη φράση, ΕΔΩ ΑΝΑΠΑΥΕΤΑΙ, ΕΔΩ ΑΝΑΠΑΥΕΤΑΙ, ΕΔΩ ΑΝΑΠΑΥΕΤΑΙ. Κι έτσι μου δημιουργήθηκε η εντύπωση πως ο μόνος που δούλευε εκει μέσα ήμουν εγώ!
Η γριά και ο Γερμανός .
Σε ένα κουπέ ενός τρένου τυχαίνει να κάθονται από την μια μεριά ένας Έλληνας και ένας Γερμανός και από την άλλη μια γρια 80 χρόνων και μια εικοσάχρονη γκομενάρα με ένα σούπερ μίνι και πόλη προκλητική . Όλα αυτά τα άτομα δεν είχαν καμία σχέση μεταξύ τους . Απλώς έτυχε να βρεθούν μαζί . Όλη την ώρα ο Έλληνας και ο Γερμανός έτρωγαν την γκόμενα με τα μάτια τους , αλλά δεν τολμούσαν να κάνουν κάτι λόγο της γριάς . Σε κάποια στιγμή το τρένο μπαίνει σε ένα τούνελ και τοτε μέσα στο βαθύ σκοτάδι ακούγεται :
- Σπλατςς ! ακούγεται ο ήχος μιας σφαλιάρας ... Σκέφτεται λοιπόν ο Έλληνας :
- Ο άτιμος ο Γερμανός βρήκε την ευκαιρία τώρα με το σκοτάδι , έβαλε χέρι στην μικρή και αυτή του έριξε σφαλιάρα !Σκέφτεται ο Γερμανός :
- Ο πού**ς ο Έλληνας έβαλε χέρι στην μικρή … κι έφαγα εγώ την σφαλιάρα !Σκέφτεται η γκόμενα :
- Κάποιος από τους δυο αυτούς τους μαλακές πήγε να βάλει χέρι σε εμένα , το έβαλε κατά λάθος στην γριά και η γριά του έριξε σφαλιάρα !Σκέφτεται και η γριά :Κουφάλα Γερμανέ … Από την κατοχή στην χρωστούσα !