Ήταν ένα αγοράκι και πλησίαζαν οι απόκριες και λέει στον πατέρα του:
- Μπαμπά θέλω να μου πάρεις ένα ένα κόκκινο φόρεμα για τις απόκριες.
- Παιδί μου τι θα το κανείς το κόκκινο φόρεμα; Τι θα ντυθείς;
- Κόκκινοσκουφιτσα! λέει το παιδί.
Μετά πάει ο πατέρας του σε ένα παιδοψυχολόγο και του λέει με ντροπή :
- Γιατρέ μου, το αγόρι μου, ο μοναχογιός μου θέλει να ντυθεί κοκκινοσκουφίτσα!
- Ησυχάστε, του λέει ο γιατρός, δεν είναι τίποτα, θα του περάσει με τον καιρό. Αλλά εσείς πρέπει να του κάνετε ότι σας ζητήσει!
Τον άλλο χρόνο πάλι τις απόκριες λέει το παιδί στον πατέρα του:
- Μπαμπά θέλω να μου πάρεις ένα γαλάζιο φόρεμα, γόβες και ένα στέμμα!
- Τι θα ντυθείς αγόρι μου;
- Πριγκίπισσα της νύχτας!
Πάει ο πατέρας του παιδιού πάλι στον παιδοψυχολόγο και του λέει με το κεφάλι κατεβασμένο:
- Γιατρέ, το παιδί μου θέλει να ντυθεί πριγκίπισσα της νύχτας!
- Ησυχάστε, όπως σας είπα θα του περάσει δεν είναι τίποτα! του λέει ο γιατρός πάλι.
Του χρόνου πάλι τις απόκριες το παιδί πηγαίνει στον πατέρα του και του λέει :
- Πατέρα θέλω ένα σπαθί, σανδαλια και ένα σπαθί.
Ο πατέρας γεμάτος χαρά διακόπτοντας το παιδί πηγαίνει στον γιατρό και του λέει:
- Γιατρέ, το παιδί μου έγινε καλά.
- Είδατε τι σας έλεγα; Ήταν θέμα χρόνου να γίνει καλά!
Φεύγοντας ο πατέρας από το γιατρό τον ευχαρίστησε και πήγε σπίτι.
- Παιδί μου ξέχασα να σε ρωτήσω τι θα ντυθείς; ρωτάει ο πατέρας.
Και ο γιος του:
- Ζίνα, πατέρα! Ζίνα!
Είναι ο Κωστήκας κι ο Γιωρίκας και πάνε στην Αμερική.
Όταν φτάνουν στο αεροδρόμιο, κανονίζουν να βρεθούν ξανά εκεί τον επόμενο χρόνο, να δουν τι έχει κάνει ο καθένας στη ζωή του. Περνάει ο ένας χρόνος, και συναντιούνται στο αεροδρόμιο. Φτάνει ο Κωστίκας, πάμπλουτος, ντυμένος με ARMANI, με Ferrari, γυναίκες γύρω του κ. Τ. Λ.
Έρχεται κι ο Γιωρίκας, λιγδιασμένος, άλουστος, μπίχλας.
Λέει στον Κωστίκα:
- Ρε Κωστίκα, πως έγινες έτσι τόσο πλούσιος, επιτυχημένος;
Του λέει κι ο Κωστίκας:
- Ε, να. Δούλευα σε μια επιχείρηση, όπου είχαμε πρόβλημα με τα ποντίκια. Ε κι εγώ, βρήκα μια πατέντα. Στερέωσα σε ένα κουτί δυο πιρούνια, το ένα από τη μια, το άλλο από την άλλη, και από κάτω, έβαλα μέσα στο κουτί μια λεπίδα και στις άκρες των πιρουνιών, έβαλα από τη μία ζαμπόν και από την άλλη τυρί. Οπότε, έρχονταν το ποντίκι κι έλεγε:
"Τυρί ή ζαμπόν, τυρί ή ζαμπόν", και κουνάγε δεξιά, αριστερά το κεφάλι του. Αλλά δεν μπορούσε να αποφασίσει και πέθαινε από την πείνα.
- Φοβερή πατέντα, του λέει ο Γιωρίκας και αφού τα είπαν κλείσαν ραντεβού ξανά για μετά από έναν χρόνο. Πάνε του χρόνου, λοιπόν, στο αεροδρόμιο, έρχετε ο Κωστίκας κι εμφανίζεται ο Γιωρίκας, τρεις φορές πιο πλούσιος απότον Κωστίκα.
- Τι έκανες ρε Γιωρίκα κι έγινες πλούσιος τόσο γρήγορα;
- Ε, να μωρέ, λέει ο Γιωρίκας, πήρα την ιδέα σου και την τροποποίησα λίγο. Στερέωσα στο κουτί δυο πηρούνια, κανονικά την λεπίδα, όμως δεν έβαζα τυρί και ζαμπόν. Οπότε έρχεται το ποντίκι, και κάνει:
"Πού είναι το τυρί; Πού είναι το ζαμπόν; Πού είναι το τυρί; Πού είναι το ζαμπόν;"