Πάει ένας Πόντιος στο σινεμά να δει ένα γουέστερν. Στην οθόνη είναι σε πρώτο πλάνο ο Τζον Γουέι που διασχίζει την έρημο με το άλογό του.
Κάπου στο βάθος της αχανής έρημου φαίνεται αχνά ένα πέτρινο τείχος. Ο κάμεραμαν δείχνει μια το τείχος, μια τον πρωταγωνιστή και το ιδρωμένο άλογο.
Ο Πόντιος αρχίζει να αγχώνεται... Ο διπλανός του, εντελώς άγνωστος τον ρωτά ευγενικά:
- Τι πάθατε;
- Θα το περάσει το εμπόδιο ή όχι;
- Μπα...! του απαντά εκείνος όλος σιγουριά.
Ο Πόντιος άρχισε να επιμένει ότι θα το περάσει, ο άλλος είχε αντίθετη άποψη και λόγο στον λόγο έβαλαν στοίχημα 50 ευρώ.
Τελικά ο Τζον Γουέι δεν πέρασε το τείχος.
- Κέρδισες. Ορίστε τα λεφτά, λέει ο πόντιος στον τύπο.
- Μπα δεν τα παίρνω. Είναι σαν να σε κλέβω και αυτό γιατί το βλέπω το έργο για δεύτερη φορά...!
- Εμ! Εγώ το βλέπω τρίτη φορά, απαντά ο Πόντιος, αλλά είπα την πρώτη δεν το πέρασε, την δεύτερη δεν το πέρασε, την τρίτη δεν θα το περάσει που να πάρει...;
Ο Γιωρίκας είναι ένας εμπορος επίπλων και έφτασε στην Γαλλια για επαγγελματικό ταξίδι.
Εκεί στο ξενοδοχείο που διέμενε γνώρισε μια πολύ όμορφη Γαλλίδα. Όμως το πρόβλημα ήταν ότι αυτός μιλούσε μόνο αγγλικά και η άλλη μόνο γαλλικά ετσι ήταν αδύνατο να συννενοηθούν με τα λόγια.
Έτσι αυτος έβγαλε ένα μπλοκάκι και ένα στυλό και ζωγράφισε ένα ταξί.
Αυτή του χαμογέλασε και πήραν ένα ταξι και πηγαν μια βόλτα σε ένα πάρκο.
Αργότερα ζωγράφισε ένα τραπέζι σε ένα εστιατόριο και ένα ερωτηματικό από δίπλα, αυτή συμφωνησε και έτσι πηγαν και για δειπνο.
Μετα το δείπνο, ζωγράφισε δυο χορευτές και αυτή ενθουσιάστηκε.
Όλο το βράδυ γυρνούσαν στα κλαμπ και όταν ξημερώματα πια γυρίσαν στο ξενοδοχείο, η Γαλλίδα του ζήτησε το μπλοκάκι. Αυτός της το έδωσε και αυτη ζωγράφισε ένα μεγάλο κρεβάτι και ένα ερωτηματικό και του το έδειξε χαμογελώντας με νόημα...
Από τοτε πέρασαν δυο μήνες και ο Γιωρίκας ακομη αναρωτιέται πως έμαθε η Γαλλιδα ότι ήταν έμπορος επίπλων!
Ένας πατέρας θέλει να στείλει το παιδί του στον πολιτισμό μιας και στο χωριό του όλοι είναι πολύ πίσω, του λέει λοιπόν ο πατέρας:
- Παιδί μου, θα ακολουθήσεις αυτά τα δύο σίδερα (γραμμες τραίνου) και στην πρώτη πόλη που θα βρεις θα δεις μία εκκλησία, ακριβώς δίπλα μένει η θεία σου.
Το παιδί λοιπόν ξεκινάει και μόλις μπαίνει στο πρώτο τούνελ ακούγεται "ΤΣΑΦ, ΤΣΟΥΦ, ΤΣΑΦ, ΤΣΟΥΦ" και ξαφνικά γυρίζει πίσω και βλέπει ένα τεράστιο φως να έρχεται κατά πάνω του.
Πηδάει μετά δυσκολίας στην άκρη με τρεις πιρουέτες και δύο κωλοτούμπες και τη γλιτώνει.
Στο δεύτερο τούνελ πάλι το ίδιο!
Φτάνει στην πόλη, βλέπει την εκκλησία, και βρίσκει την θεία του.
Μετά το καλωσόρισμα προσφέρεται η θεία του να του φτιάξει ένα φλυτζάνι και βάζει την τσαγιέρα στο μάτι.
Η τσαγιέρα μετά από λίγο αρχίζει να κάνει "τσαφ, τσουφ, τσαφ, τσούφ" και το παιδί ορμά στην τσαγιέρα και αρχίζει να την κοπανάει με μία καρέκλα.
- Μα τι κάνεις, παιδί μου;! ρωτά η θεία του.
- Αυτά, θεία, να τα σκοτώνεις από μικρά γιατί άμα μεγαλώσουν την έχεις κάτσει...