Ποντιακά, Ποντιακα ανεκδοτα
Είναι δύο φυλακισμένοι και ρωτάει ο ένας τον άλλο.
Α: Τι έκανες κι είσαι στη φυλακή;
Β: Ήμουν στη δουλειά και δεν αισθανόμουν καλά. Μια και δεν είχε πολύ δουλειά
Μου λέει αφεντικό "άντε πήγαινε σπίτι σου να συνέλθεις". Πάω κι εγώ σπίτι
Μου και βρίσκω τη γυναίκα μου στο κρεβάτι με τον καλύτερό μου φίλο. Ε,
Άρπαξα τη κυνηγητική μου καραμπίνα και την άδειασα πάνω τους και βρέθηκα
Εδώ. Εσύ τι έκανες;
Α: Πού να σου τα λέω. Σφαγή.
Β: Αντε ρε και φαίνεσαι καλό παιδί.
Α: Γυρίζω σπίτι μου και λέω στη γυναίκα μου:
"Αγάπη μου, άκουσα ένα
Καταπληκτικό ανέκδοτο. Ακου να πεθάνεις απ τα γέλια". Της λέω το ανέκδοτο
Και την πιάνει ένα νευρικό γέλιο, γέλαγε ασταμάτητα επί δύο ώρες μέχρι που
Της ήρθε ανακοπή και πέθανε. Ο εισαγγελέας δε με πίστεψε και μου απήγγειλε
Κατηγορία ανθρωποκτονίας. Ήμουν στην πρώτη σελίδα όλων των εφημερίδων. Στη
Δίκη όταν έφτασε η ώρα της απολογίας μου, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου μου
Είπε ειρωνικά:
"Ώστε ισχυρίζεστε πως η σύζυγός απεβίωσε από το πολύ γέλιο.
Για πέστε το και σ εμάς αυτό το τόοοοσο καταπληκτικό ανέκδοτο που λέτε πως
Της είπατε". Τους διηγήθηκα το ανέκδοτο κι άρχισαν όλοι να γελάνε
Ασταμάτητα. Ο Πρόεδρος, ο Εισαγγελέας, οι Δικαστές, οι Ένορκοι, οι
Δικηγόροι, οι αστυνομικοί, το ακροατήριο. Μόνο δυο Πόντιοι που κάθονταν στην
Άλλη άκρη της αίθουσας δεν γελούσαν. Πέρασαν δυο ώρες τρεις ώρες κι όλοι
Γελούσαν μέχρι που ξεψύχησαν ένας ένας. Μετά από δύο εβδομάδες πέθαναν και
Οι δύο Πόντιοι
Σε ποντιακό χωρίο εμφανίζεται θηρίο που τρώει αδιακρίτως όλα τα ζώα. Οι ατρόμητοι του χωριού Γιωρίκας και Κωστ ίκας ξεκινάνε να το σκοτώσουν.
Περνώντας έξω απο το σπίτι του Πανίκα, ο Πανίκας ζητάει να πάει μαζί τους. Φθάνοντας, σε μια σπηλιά, αποφασίζουν ποιος θα μπει μέσα...- Εγώ, φωνάζει ο Πανίκας που θέλει να δείξει ότι και αυτός δεν φοβάται τίποτα. Τον δένουν με σχοινί, και του λένε:
- Αν συμβεί κάτι τράβηξε τό, και θα σε ανεβάσουμε. Περνάει μιά ώρα, περνάει δεύτερη, ο Πανίκας τίποτα. Μετά από τρεις ώρες, αποφασίζουν να τον ανεβάσουν. Τον τραβούν επάνω, βλέπουν ο Πανίκας δεν έχει κεφάλι.
- Αμάν, βρε Κωστίκα! Είχε κεφάλι, όταν ξεκινήσαμε; - Δεν θυμάμαι καθόλου, πάμε στην Μαρίκα να μας πει. Φθάνοντας στο χωριό, πάνε στη Μαρίκα.- Για πές μας, ο άντρα σου όταν φύγαμε από εδώ, είχε κεφάλι;- Αν είχε κεφάλι, δεν θα ερχόταν μαζί σας!
Ο Κωστίκας μόλις γύρισε σπίτι του είδε τον θείο του απο την Αμερική και έκαναν τον εξής διάλογο:
- "Θείε, τι δουλειά κάνεις στην Αμερική;"
- "Εγώ Κωστίκα, σπούδασα φιλοσοφία!"
- "Ααα! Και τι είναι φιλοσοφία;"
- "Φιλοσοφία αγόρι μου, είναι μια σειρά σκέψεων που στο τέλος οδηγούν σε μια αλήθεια!"
- "Μπορείς να μου δώσεις ένα παράδειγμα;"
- "Βεβαίως αγόρι μου. Λοιπόν, έχεις ενυδρείο;"
- "Έχω."
- "Αρα αγαπάς την θάλασσα."
- "Ναι, την αγαπάω."
- "Αρα αγαπάς τα ψάρια."
- "Ναι τα αγαπάω."
- "Αρα αγαπάς τους ανθρώπους που κολυμπούν στην θάλασσα."
- "Ναι τους αγαπάω."
- "Αρα αγαπάς και τις γυναίκες που κολυμπούν στην θάλασσα."
- "Ναι τις αγαπάω."
- "Αρα δεν είσαι πούστης."
- "Ααα! Βγήκε μια αλήθεια θείε! Τώρα κατάλαβα!"
Ο Κωστίκας συνάντησε σε λίγο τον Γιωρίκα, και αφού του εξήγησε για τον θείο του στο τέλος του είπε:
- "Γιωρίκα, ξέρεις τι είναι φιλοσοφία;"
- "Όχι."
- "Ου, ρε άσχετε."
- "Γιατί εσύ ξέρεις Κωστίκα;"
- "Ναι και θα σου εξηγήσω. Λοιπόν, έχεις ενυδρείο;"
- "Όχι."
- "Ε, τότε είσαι πούστης!"