Η γιαγιούλα η καημένη πλησίαζε τα 80 και για να έχει ήσυχο το κεφάλι της κάλεσε μια μέρα ένα δικηγόρο στο σπίτι της για να του υπαγορεύσει τη διαθήκη της.
Ερχεται λοιπόν ένας νεαρός γύρω στα τριάντα και βγάζοντας ένα μπλοκ και στυλό, κάθεται απέναντί της στο καναπέ του σαλονιού και αρχίζει να γράφει ότι του έλεγε η γιαγιά.
Ρίχνοντας μια ματιά στο τραπέζι μπροστά του βλέπει ένα μεγάλο μπωλ με αμύγδαλα.
- Μπορώ να πάρω κανένα; ρωτάει με ευγένεια την ηλικιωμένη γυναίκα.
- Και το ρωτάς αγόρι μου; Οσα θέλεις να πάρεις, του απαντάει εκείνη χαμογελαστά.
Αρχίζει λοιπόν κι ο φίλος μας να τρώει τα αμυγδαλάκια το ένα μετά το άλλο. Πέρασε καμμιά ώρα με την υπαγόρευση και συνειδητοποίησε με έκπληξη ότι τα είχε φάει τελικά όλα.
- Χίλια συγγνώμη που σας τα έφαγα όλα τα αμύγδαλα, της είπε με απολογητικό ύφος ο δικηγόρος. Ξέρετε είχα σκοπό να φάω μόνο ένα δύο, αλλά παρασύρθηκα.
- Μη το σκέφτεσαι καθόλου αγόρι μου, του απάντησε γλυκά η γιαγιούλα. Αλλωστε από τότε που έβαλα μασέλα, δεν μπορώ εγώ να τα φάω. Μόνο τη σοκολάτα απέξω γλείφω και τα ξαναβάζω στο μπωλ.
Ήταν μια φορά ένα αεροπλάνο, που πετούσε πάνω από τα Ιμαλάια, όταν ξαφνικά έπαθε βλάβη και έπεσε στην κορυφή του βουνού. Ένας από τους επιβάτες ξύπνησε σε ένα μοναστήρι και βλέπει από πάνω του ένα μάτσο μοναχούς. Ξεπροβάλλει ο αρχηγός τους, ο οποίος του λέει:
- Φίλε μου, θα σε ταΐσουμε, θα σε ποτίσουμε, θα σε περιποιηθούμε μέχρι να γίνεις καλά, αρκεί να μην βεβηλώσεις την παρθένα κόρη μου. Αλλιώς θα υποστείς τα τέσσερα κινέζικα βασανιστήρια..
- Εντάξει, λέει ο τύπος.
Την επόμενη μέρα λοιπόν, καθώς έκανε την βόλτα του στον κήπο του μοναστηριού, βλέπει μπροστά του την πανέμορφη, κούκλα κόρη του αρχηγού. Ε δεν άντεξε, και με διάφορες γαλιφιές κλπ. την κουτούπωσε!
Ξυπνάει λοιπόν την επόμενη μέρα αλυσοδεμένος στην στέγη του μοναστηριού, δίπλα από έναν τεράστιο γκρεμό. Διαβάζει μια ταμπέλα που λέει:
"1ο ΚΙΝΕΖΙΚΟ Βασανιστήριο: Τα χέρια σου είναι δεμένα με αλυσίδες".. Μόλις το αντιλαμβάνεται αυτό ο τύπος ξεσπάει σε γέλια, σκάφτοντας ότι αυτά για αυτόν είναι παιχνιδάκι.. Οπότε με μια κίνηση, ΤΣΟΥΠ! σπάει τις αλυσίδες..
Ύστερα, κοιτώντας πιο κάτω, βλέπει μια τεράστια κοτρόνα και μια ταμπέλα που λέει:
"2ο ΚΙΝΕΖΙΚΟ Βασανιστήριο: Μια πέτρα είναι πάνω στην κοιλιά σου". Ξεσπά ξανά σε γέλια, και με την ίδια ευκολία σηκώνει την πέτρα και την πετάει στον γκρεμό.
Κάτω όμως από την πέτρα βλέπει ένα άλλο ταμπελάκι που λέει:
"3ο ΚΙΝΕΖΙΚΟ Βασανιστήριο: Το αριστερό σου αρχ*** είναι δεμένο πάνω στην πέτρα"
. Φυσικά, για να ... σώσει την οικογένεια, πηδάει στον γκρεμό, όπου και βλέπει μια άλλη ταμπέλα που γράφει:
"4ο ΚΙΝΕΖΙΚΟ Βασανιστήριο: Το άλλο σου αρχ*** είναι δεμένο πάνω στην στέγη!"
Μία βροχερή μέρα, μπαίνει ένας κακοντυμένος, όσο και κακομούτσουνος τύπος στο ασανσέρ ενός πολυωρόφου κτιρίου. Καθώς ανεβαίνει με προορισμό το ρετιρέ (κάπου στον 30ο όροφο), όλοι οι επιβαίνοντες στο ασανσέρ διαμοιράζονται στους πρώτους 10 ορόφους. Αφού έχει μείνει μόνος του, βγάζει από την τσάντα του ένα μπουκάλι Axe Incas και αρχίζει να ψεκάζεται όπου βρει.
Το ασανσέρ σταματάει στον 15ο όροφο, όπου μία υπερβολικά σεξουαλική γυναίκα, μπαίνει μέσα στο ασανσέρ. Καθώς το ασανσέρ συνεχίζει την ανοδική του πορεία, η γυναίκα δείχνει πως το άρωμα του Axe την ερεθίζει. Αρχίζει και τρίβεται μόνη της. Ο τύπος την κοιτάει περίεργα. Σε λίγο η γυναίκα, δείχνει να έχει περάσει το όριο της απλά "καυλωμένης". Σταματάει το ασανσέρ μεταξύ 20ου και 21ου ορόφου, και αρχίζει να γδύνεται επιδεικτικά. Ο τύπος αρχίζει και γουρλώνει. Η γυναίκα αρχίζει να βαριανασαίνει, και αφού βγάζει και το τελευταίο ρούχο από πάνω της, τον πλησιάζει και με παθιασμένο ύφος του λέει...
- Αγόρι μου... κάνε με να νιώσω γυναίκα!
Ο τύπος την κοιτάει, και αρχίζει να ξεκουμπώνει το πουκάμισό του. Το βγάζει και της το δίνει λέγοντας...
- Πάρτο και σιδέρωσε το μωρή...
Μια φορά και έναν καιρό ένας Αμερικανός, ένας Έλληνας, και ένας Τούρκος έκαναν διαγωνισμό ποιος θα χύσει μακρύτερα.
Πάει λοιπόν ο Αμερικανός μυρίζει το δάχτυλό του, λέει το όνομα της γκόμενάς του και χύνει ένα μέτρο.
Πάει ο Τούρκος μυρίζει το δάχτυλό του, λέει το όνομα της γκόμενάς του και χύνει ένα μέτρο.
Πάει ο Έλληνας και χύνει δύο εκατοστά.
Την άλλη μέρα το ίδιο.
Μια μέρα πριν το τρίτο και τελευταίο διαγωνισμό πάει ο Έλληνας και λέει στους άλλους:
- Ρε σι μα γιατί μυρίζετε το δάχτυλό σας κάθε φορά πριν χύσετε;
Και απαντούν οι άλλοι:
- Πριν έρθουμε εδώ γαμάμε τις γυναίκες μας, χώνουμε το δάχτυλο στο κώλο της και όταν ερχόμαστε εδώ το μυρίζουμε, τις θυμόμαστε και χύνουμε μακριά.
Την άλλη μέρα χύνουν ο Αμερικανός και ο Τούρκος πέντε μέτρα. Πάει και ο Έλληνας μυρίζει όλο το χέρι από τον ώμο μέχρι κάτω λέει ΒΑΡΒΑΡΑ! και χύνει τριάντα μέτρα και κερδίζει το διαγωνισμό.

Κανίβαλος.
Ήταν ένας πιλότος, ένας μηχανικός αεροπλάνου και μια αεροσυνοδός. Είχαν σαν αποστολή να πετάξουν μέχρι την ζούγκλα του Αμαζονίου και να φέρουν ένα κανίβαλο για να τον εξετάσουν οι επιστήμονες.
Πήγαν λοιπόν στον Αμαζόνιο, και μέσα σε λίγες μέρες έπιασαν έναν ιθαγενή, τον έβαλαν σε ένα κλουβί μέσα στο αεροπλάνο, και ξεκίνησαν για τον γυρισμό.
Μετά από λίγο ο κανίβαλος πείνασε. Όμως δεν είχε τίποτα να του δώσουν να φάει. Τότε αυτός σπάει το κλουβί και πάει στον πιλότο. Του λέει:
- Εγώ φάει εσένα.
- Εμένα; λέει ο πιλότος. Και πως θα πετάξει το αεροπλάνο αν με φας;
- Καλά δεν σε φάω, λέει ο κανίβαλος.
Πάει στον μηχανικό.
- Εγώ φάει εσένα.
- Εμένα; λέει ο μηχανικός. Και αν πάθει κάτι το αεροπλάνο, ποιος θα το φτιάξει;
- Καλά δεν σε φάω, λέει ο κανίβαλος.
Πάει στην αεροσυνοδό.
- Εγώ φάει εσένα.
- Εμένα; λέει η αεροσυνοδός. Εσύ φας εμένα, αλλά αυτοί οι δύο γαμούν εσένα!
Και τότε ο κανίβαλος γύρισε στο κλουβί του...
Την εποχή που στο λιμάνι του Πειραιά κυριαρχούσε η ατμόσφαιρα που γνωρίσαμε και στην ταινία "Τα κόκκινα φανάρια " συνέβη και το περιστατικό που περιγράφεται στο ανέκδοτο αυτό. Ήσαν δυο κοπέλες, η Φρίντα και η Σίλια, που σχεδόν συνεργάζονταν στην... Εξυπηρέτηση πελατών κάθε φορά που έφταναν πλοία στο λιμάνι μετά από πολύμηνη απουσία, με τα πληρώματά τους κουρασμένα και στερημένα από... τις ποικίλες ευχαριστήσεις που προσφέρει η ζωή. Ήσαν φίλες στην ουσία και δεν τις πείραζε ούτε το να δέχονται τον ίδιο πελάτη διαδοχικά. Έτυχε, λοιπόν, να έχουν και κάποιον έλληνα ναυτικό, μόνιμό τους πελάτη. Κάθε φορά που αυτός γύριζε από κάποιο μακρύ ταξίδι έτρεχε κοντά τους και περνούσε αρκετές ώρες πότε με τη μία και πότε με την άλλη. Μια φορά είχε λείψει γύρω στο χρόνο γιατί το καράβι που δούλευε είχε δέσει σε κάποιο λιμάνι της Β. Ευρώπης για επισκευή. Τις έπαιρνε τηλέφωνο, τους έλεγε ότι τις είχε επιθυμήσει, ότι τους ήταν... Πιστός, ότι επισκεπτόταν διάφορα μέρη για να σπρώχνει τον καιρό να περνά κι ότι περίμενε πώς και πώς την ώρα του γυρισμού. Ήλθε κάποτε κι αυτή η ώρα, τον υποδέχτηκαν αυτές όλο χαρά κι ακολούθησε ότι καθένας εύκολα φαντάζεται. Όπως ήσαν και τα δωμάτιά τους στο φτηνό ξενοδοχείο του λιμανιού δίπλα- δίπλα, έβγαινε από τη μια, έμπαινε στην άλλη. Ύστερα από δυο-τρεις μέρες οι κοπέλες πίνοντας καφέ, συζητούσαν τις εντυπώσεις τους.
- Πώς τον βρήκες; ρωτάει η Φρίντα τη Σίλια.
- Υπέροχο! Τί να σου λέω !Είχε ένα κέφι !Μια ορμητικότητα! Μια έξαψη! Πρωτοφανές το πάθος του... Εσύ πώς τον βρήκες;Κι εγώ το ίδιο θερμό κι ορεξάτο. Της απαντά η Φρίντα . Πες μου, όμως κάτι. Παρατήρησες τίποτε παράξενο πάνω του, αυτή τη φορά;
- Ναι, μωρέ, γεια σου! Θα το είδες κι εσύ φαίνεται για να ρωτάς. Είδα στο όργανό του επάνω κάποιο τατουάζ που έλεγε "νταμ "
- Όχου! Καημένη μου! Και μου τον παίνευες για ορμητικό και με πρωτοφανές πάθος! Σε πληροφορώ ότι κι εγώ το είδα το τατουάζ. Μόνο που όταν ήταν με μένα δεν έγραφε "... Νταμ " αλλά "Aμστερνταμ...!"-
Ήταν ο λαγός και βαριόταν πολύ:
Αποφάσισε λοιπον να τρομάξει κάτι μικρά αλεπουδάκια.
Παραφύλαξε να φύγει η μαμά αλεπού και πήγε στην φωλιά της και είπε στα αλεπουδάκια.
- Θα σας πη... τη μάνα! Το υπόσχομαι!
Τα αλεπουδάκια τρόμαξαν πολύ αλλά δεν ήθελαν να το πουν στη μαμά τους.
Ο λαγός κάθε μέρα πήγαινε στην φωλιά και έλεγε το ίδιο πράγμα στα αλεπουδάκια. Τα αλεπουδάκια δεν άντεχαν άλλο και έτσι το είπαν στην μαμά τους.
Η αλεπού έγινε έξαλλη και άρχισε να κυνηγάει τον λαγό. Τον κυνηγούσε, τον κυνηγούσε, ώσπου ο λαγός μπήκε μέσα σε έναν κομμένο κορμό δέντρου. Μπήκε και η αλεπού για να τον πιάσει, αλλά σφήνωσε, μένοντας η μισή μέσα και η μισή έξω.
Μόλις ο λαγός κατάλαβε ότι η αλεπού είχε σφηνώσει βγήκε από τον κορμό και μόλις είδε την στάση της αλεπούς είπε:
- Εγώ δεν είχα καμία διάθεση, αλλά έχε χάρη που το υποσχέθηκα στα παιδιά σου.
Mια φορά και έναν καιρό ένας γέρος βασιλιάς που είχε 3 γιούς αποφάσισε να ορίσει διάδοχο του.
Για να μην θεωρηθεί μεροληπτικός και επειδή ήθελε να δώσει το Βασίλειο του στο γιό με της μεγαλύτερες ικανότητες, αποφάσισε να τους υποβάλλει κάποιες δοκιμασίες.
Ακούστε παιδιά μου τους είπε, είμαι γέρος πια και ήρθε η ώρα να ξεκουραστώ, θέλω το Βασίλειο μου να το πάρει ένας από εσάς, λοιπόν όποιος από εσάς μου φέρει το χρυσό πορτοκάλι τότε θα τον κάνω διάδοχο μου. μετά από 3 ημέρες και οι τρείς γιοί του έφεραν από 1 χρυσό πορτοκάλι.
Τότε παιδιά μου βασιλιάς θα γίνει εκείνος που θα μου φέρει το χρυσό μήλο μετά από 3 ημέρες και οι τρεις έφεραν το χρυσό μήλο τότε παιδιά μου το Βασίλειο μου θα το πάρει αυτός που έχει την μεγαλύτερη π**τσα σας δίνω μια βδομάδα καιρό και ελάτε να μετρηθείτε ...
Μετά από 2 ημέρες έρχεται ο πρώτος ... πατέρα κάτσε λίγο πιο πέρα και πάρε μεζούρα την αμολάει ... όρε μάνα μου λέει ο πατέρας 4 μέτρα και 18 εκατοστά πάει αυτό ήτανε να ο νικητής
Την 5η μέρα σκάει καβάλα στο άλογο ο δεύτερος γιος και φωνάζει στον πατέρα του .. πατεραααα έλα έξω στους κήπους και φέρε και τα χαρτιά του Βασιλείου ...
Την αμολάει ο δεύτερος ... 48 μέτρα και 32 εκατοστά .. . Καλά λέει ο πατέρας ... αυτό ήτανε ... φέρτε συμβολαιογράφους φέρτε χαρτιά , να ξεκινήσουν και τα γλέντια , να ο γιόκαρος που θα πάρει το Βασίλειο.
Γρήγορα πάμε μέσα να υπογράψουμε ..
Εκεί που ήταν έτοιμος να υπογράψει σκρααα σπάνε τα τζάμια παλατιού και σκάει μέσα μια που**οκεφαλη 2 μέτρα διάμετρο ... και από κάτω μια ταμπέλα που έγραφε:
Πατερα ειμαι καλα και σε δυο μερεσ ερχομαι απο παρισι ...