Ήταν ένας δημοσιογράφος που έκανε ρεπορτάζ για τη ζωή των μοναχών στο ¶γιο Όρος. Αφού τακτοποιήθηκε στο κελί του ξεκίνησε από τα βασικά. Τι τρώνε οι μοναχοί τι ώρες κοιμούνται κτλ. Οι μέρες κυλούσαν ήσυχα ώσπου ένα βράδυ μέσα στα άγρια μεσάνυχτα του έρχεται να κατουρήσει. Σηκώνεται λοιπόν ο δημοσιογράφος και πηγαίνει στις τουαλέτες που ήταν κοινόχρηστες. Βγαίνοντας στον διάδρομο πηγαίνοντας προς τις τουαλέτες βλέπει από μια μισάνοιχτη πόρτα όλους τους καλόγερους μαζεμένους γύρω από ένα τραπέζι να έχουν βγάλει έξω τις που***ς τους να τις έχουν ακουμπήσει στο τραπέζι και ένα ποντίκι να γυρίζει γύρω- γύρω.
Μένοντας άφωνος από το περιστατικό και χωρίς να θέλει να γίνει αδιάκριτος συνεχίζει το δρόμο του. Στο διπλανό δωμάτιο όμως κοντοστέκεται αφού ακούει βογκητά ευχαρίστησης. Από την μισάνοιχτη πόρτα βλέπει έναν καλόγερο να πηδάει μια φοβερή γκόμενα. Μένοντας άφωνος από το περιστατικό και χωρίς να θέλει να γίνει αδιάκριτος συνεχίζει το δρόμο του. Στο επόμενο δωμάτιο όμως ακούει βογκητά πόνου και από την μισάνοιχτη πόρτα βλέπει ένα καλόγερο γυμνό και άλλους δύο να τον μαστιγώνουν. Αποφασίζει να μην μπουκάρει μέσα αλλά το πρωί μια- και δυο πάει και βρίσκει τον ηγούμενο της μονής.
- «Μα καλά τι πράγματα είναι αυτά?» αναφωνεί έξαλλος. «Έρχομαι στον οίκο του Θεού και βλέπω όργια! Όλοι οι μοναχοί καθισμένοι με τα πουλιά τους ακουμπισμένα σ’ ένα τραπέζι, ένας καλόγερος να πηδάει μια γκομενάρα, κι ένας άλλος δύστυχος να μαστιγώνεται!» «Μην βιάζεστε να βγάλετε συμπεράσματα αγαπητέ μου», του λέει ο ηγούμενος.
- «Εμείς εδώ στο μοναστήρι για να μην πλήττουμε από την καθημερινότητα έχουμε φτιάξει ένα παιχνίδι».
- «Λοιπόν σας ακούω».
- «Να , μαζευόμαστε γύρω από ένα τραπέζι βγάζουμε τα πουλιά μας έξω, πάνω στο τραπέζι τρέχει ένα ποντίκι σε όποιου την πούτσα κάτσει το ποντίκι μπαίνει στο διπλανό δωμάτιο και πηδάει την γκόμενα» «Και στο άλλο δωμάτιο τι γίνεται?» τον ρωτάει απορημένος ο δημοσιογράφος «Στο άλλο δωμάτιο πάει εκείνος που έκανε την πουστιά να βάλει τυρί στην πο***α του»

Ένας τύπος από την πόλη με την κοπελιά του οδηγούσαν στην αμερικανική έρημο.
Κάπου εκεί πέρα έπαθαν λάστιχο και σταμάτησαν να το αλλάξουν.
Τότε ο τύπος παρατήρησε ένα καουμπόι, που φορούσε όλα τα γνωστά αξεσουάρ, να κάθεται στο άλογό του και να στρίβει τσιγάρο.
Ο τύπος είπε στο κορίτσι ότι θα έβαζε τον καουμπόι να τους αλλάξει το λάστιχο και αυτοί απλά θα κάθονταν και θα περίμεναν.
- Ε, βλάκα, κατέβα από το άλογο και έλα εδώ να αλλάξεις το λάστιχο.
Ο καουμπόι τους αγνόησε.
- Ε, παλιόπουστα, σου είπα να έρθεις εδώ και να αλλάξεις το λάστιχο, θες να σε γαμήσω;
Τότε ο καουμπόι τον κοίταξε και του είπε:
- Θα σου πω φιλαράκο, πρώτα θα τελειώσω το τσιγάρο μου.
Μετά θα κατέβω από το άλογό μου, θα σε δείρω, θα σε βάλω να αλλάξεις το λάστιχό σου.
Κατόπιν θα πηδήσω το κορίτσι σου, και θα σε βάλω να βαστάς τα αρχίδια μου για να μην ακουμπάνε στην καυτή άμμο, ενώ θα πηδάω.
Αργότερα, ενώ οδηγούσαν πάλι, είπε το κορίτσι:
- Πώπω, ο καουμπόι ήταν πολύ σκληρός μάγκας, ε;
- Όχι μωρέ, σιγά, δεν είδες τι μορφασμούς πόνου έκανε όταν άφηνα τα αρχίδια του και έπεφταν στην καυτή άμμο;
Κλασικός λαϊκός χασάπης (μουστακαλής, μάγκας κτλ) ξεκοκαλίζει ένα μοσχάρι. Φωνάζει τον μικρό του μαγαζιού και τον λέει επιτακτικά:
Πάρε αυτά τα φιλέτα και πήγαινε τα στην κυρά σου για να τα φάμε το μεσημέρι.
Σφήνα ο μικρός πηγαίνει στο σπίτι του αφεντικού, ανοίγει την πόρτα, ακούει θορύβους από την κρεβατοκάμαρα. Σιγά σιγά πηγαίνει και βλέπει την γυναίκα του αφεντικού να πηδ**ται με έναν άγνωστο τύπο. Τροχάδην επιστροφή στο χασάπικο το οποίο σημειώτεον είναι γεμάτο πελάτες και λέει στο αφεντικό:
Αφεντικό τρέχα τρέχα σου γα**νε την γυναίκα. Ο χασάπης προσβεβλημένος σηκώνει το κεφάλι και φωνάζει:
Βρε τσόγλ**** τι είπες, θα πεθάνεις επί τόπου.
Ο πιτσιρικάς επιμένει και φωνάζει ότι αφεντικό άμα δεν με πιστεύεις πάμε σπίτι να δεις ότι σου γα**νε την γυναίκα.
Πλέον ο χασάπης εκνευρισμένος παίρνει ένα μαχαίρι και ένα τσεκούρι και μαζί με τον πιτσιρικά πηγαίνει σπίτι του όπου ανοίγοντας την πόρτα βλέπει όντας την γυναίκα του να πη***ται στην κρεβατοκάμαρα του με ένα κρεμανταλά. Ωρυόμενος ο χασάπης φωνάζει:
Που**να θα σε σκίσω, πούστη θα πεθάνεις και ορμάει εναντίον του εραστή.
Σηκώνει το μαχαίρι με το αριστερό χέρι και το κατεβάζει προς τον εραστή αλλά αυτός σηκώνει το ένα του χέρι και το ακινητοποιεί.
Σαστισμένος ο χασάπης σηκώνει το δεξί του χέρι και με το τσεκούρι προσπαθεί να χτυπήσει τον εραστή αλλά αυτός χειροδύναμος όπως ήταν σηκώνει το άλλο του χέρι και τον σταματά.
Πλέον ο χασάπης νοιώθει τον κόσμο να χάνεται, στα μάτια του υπάρχει απελπισία αλλά ξαφνικά ακούει τον πιτσιρικά να φωνάζει:
Αφεντικο χτυπα τον με τα κερατα, με τα κερατα
Ο δικαστής προς την ηλικιωμένη Κυρία -σας παρακαλώ, μπορείτε να μας πείτε την ηλικία σας;
- Φυσικά, κύριε δικαστά, είμαι 91 ετών -μπορείτε να μας πείτε με ηρεμία τι σας συνέβη;
- Καθόμουνα σε μια καρέκλα, στο πεζοδρόμιο, μπροστά στο σπίτι μου, ήταν ένα ανοιξιάτικο απόγεμα, έκανε ωραίο καιρό. Ένας νεαρός ήρθε και κάθισε δίπλα μου -τον γνωρίζατε;
- Όχι, αλλά μού φάνηκε συμπαθητικός -μετά, τι έγινε;
- Άρχισε να μού χαϊδεύει το μπούτι -και εσείς τον σταματήσατε;
- Όχι, κύριε δικαστά -γιατί, όχι;
- Ε, να, ήταν ευχάριστο. Από τότε που πέθανε ο μακαρίτης ο άντρας μου, εδώ και τριάντα χρόνια, κανένας δεν μού είχε κάνει τέτοια χειρονομία -μετά;
- Μετά άρχισε να μου χαϊδεύει τα βυζιά -τού ζητήσατε να σταματήσει;
- Όχι -γιατί, όχι;
- Να, κύριε δικαστά, αυτά τα ερεθιστικά χάδια σαν να μού έδωσαν νέα ζωή, χρόνια είχα να νοιώσω έτσι -μετά;
- Νοιώθοντας λοιπόν πολύ σέξι, άνοιξα τα γέρικα μπούτια μου και τού είπα -νεαρέ, πάρε με, κάνε με δική σου!
- Και αυτός τι έκανε, "σας έκανε δική του";
- Κάθε άλλο! άρχισε να φωνάζει Πρωταπριλιά! Πρωταπριλιά! χαχανίζοντας και τότε πήγα μέσα, πήρα το περίστροφο του άντρα μου και τον καθάρισα τον καθικη!

Είναι τρία σκυλιά, ένα κανίς, ένα ντόπερμαν και ένας "κοπρόσκυλος", στο θάλαμο αναμονής ενός κτηνιατρείου και συζητούν για τους λογούς που βρίσκονται εκεί. Λέει το κανίς:
- Εγώ ήμουν μια πολύ καλή και υπάκουη σκυλίτσα, αλλά όταν έφυγε η κυρία μου για διακοπές, με ξέχασε στο σπίτι με λίγο νερό και λίγο φαγητό, είχε κλείσει και τα πατζούρια και το σπίτι ήταν σκοτεινό. Τι να κάνω κι εγώ η σκυλίτσα, τις δύο πρώτες μέρες άντεξα, αλλά την τρίτη μέρα τρελάθηκα: έσκισα τα υφάσματα στους καναπέδες και τις κουρτίνες, έφαγα τα κρόσια των χαλιών, γενικά έκανα το σπίτι άνω-κάτω... Όταν γύρισε η κυρία μου, εκνευρίστηκε με το χάλι που δημιούργησα και μ΄ έφερε εδώ για ευθανασία. Κατόπιν λέει το ντόπερμαν:
- Εμένα το αφεντικό μου με πήρε μαζί του στην εξοχή, όπου πέρασα πολύ ωραία: έτρεχα ελεύθερος στα χωράφια, έπαιζα με τ΄ άλλα ζώα και ανέπνεα καθαρό αέρα. Αλλά όταν μ΄ έφερε εδώ στην Αθήνα και με πήγε μια βόλτα γύρω από το τετράγωνο του σπιτιού μας, "σάλταρα" εντελώς. Ακουγα τις κόρνες των αυτοκινήτων, ανέπνεα τα καυσαέρια τους, δεν μπορούσα να τρέξω λόγω της πολυκοσμίας, με πάτησε κατά λάθος κι ένας κύριος. Ε τότε, λύσσαξα και δάγκωσα το αφεντικό μου στο πόδι. Κι έτσι μ΄ έφερε εδώ για ευθανασία. Εσένα ρε κοπρόσκυλε τι σου συνέβη; Και απαντά ο "κοπρόσκυλος":
- Εγώ τώρα τελευταία συχνάζω σε μια γειτονιά, όπου μένει μια πολύ καλή κυρία και μου αφήνει φαγητό στα σκαλοπάτια του σπιτιού της κάθε μεσημέρι. Προχθές το μεσημέρι, λοιπόν, που έβρεχε πολύ, βγήκε έξω με το νυχτικό της και άφησε το φαγητό μου στα σκαλοπάτια του σπιτιού της. Εγώ, έτσι όπως την είδα με το νυχτικό της που είχε ήδη βραχεί και με τις ωραίες καμπύλες, τα βυζάκια και το κωλαράκι της να διαγράφονται κάτω από το βρεγμένο νυχτικό, τι να έκανα, ο κοπρόσκυλος, κάβλωσα και της τον κάρφωσα. - Ε, και τι έγινε μετά; Σ΄ έφερε εδώ για ευθανασία; τον ρώτησαν τα άλλα σκυλιά. -Όχι, για να μου κόψει τα νύχια ! απάντησε ο κοπρόσκυλος.
Ένας άντρας πάει στο γιατρό και του λέει:
- "Γιατρέ έχω ένα πρόβλημα, δε μπορώ να ικανοποιήσω σεξουαλικά τη γυναίκα μου. Τι μου συστήνετε να κάνω;"
- "Θα αγοράσεις Βιάγκρα και θα παίρνεις ένα χάπι πριν κάνεις έρωτα με τη γυναίκα σου.", του απαντά ο γιατρός.
Ένα βράδι, μετά από μια βδομάδα, γυρίζει σπίτι του μεθυσμένος και παίρνει όλο το κουτί, ορμάει στη γυναίκα του και την αφήνει λιπόθυμη. Μετά ορμάει και στον πεθερό του και τον αφήνει κι αυτόν λιπόθυμο. Οπότε πάει στο γιατρό την επόμενη μέρα και του λέει:
- "Γιατρέ σώσε με, πήρα υπερβολική δόση και όρμισα στη γυναίκα μου και μετά στο πεθερό μου και τους άφησα λιπόθυμους. Τι να κάνω;
- "Μια είναι η θεραπεία τώρα, να χώσεις την ψωλή σου σε ένα μπουκάλι γάλα", του λέει ο γιατρός.
Όπως πήγαινε σπίτι του βλέπει στο δρόμο ένα γαλατά, του παίρνει δια της βίας ένα μπουκάλι γάλα και χώνει την ψωλή του μέσα. Εκείνη τη στιγμή μόλις είχε συνέλθει ο πεθερός του, τον βλέπει από το παράθυρο και λέει:
- "Ωχ! την ξαναγεμίζει και έρχεται."