Βρέθηκαν στη Κόλαση, ένας Έλληνας, ένας Αμερικανός και ένας Ινδός.
Τους συναντάει ο Διάβολος και τους λέει:
- Σε όλους που έρχονται εδώ, δίνω μία ευκαιρία να μεταφερθούν στον Παράδεισο.
Και βγάζει ένα τεράστιο μαστίγιο λέγοντας:
- Όποιος θα αντέξει τρία χτυπήματα χωρίς να φωνάξει, φεύγει για τον Παράδεισο. Mπορείτε να χρησιμοποιείτε για ασπίδα ό,τι θέλετε!
Πρώτος βγαίνει ο Αμερικανός.
- Τι θα έχεις για ασπίδα; ρωτάει ο Διάβολος.
Ο Aμερικανός, σηκώνει μια τεράστια πέτρα και λέει:
- Eίμαι έτοιμος!
Σηκώνει ο Σατανάς το μαστίγιο, χτυπάει μια, φεύγει η πέτρα, χτυπάει δεύτερη, φωνάζει σαν τρελός ο Aμερικάνος...
- Επόμενος, λέει ο Σατανάς.
Βγαίνει ο Ινδός.
- Τι θα έχεις για ασπίδα;
- Τίποτα! λέει ο Ινδός. 80 χρόνια γιόγκα έκανα και δεν νιώθω πόνο σωματικό ποτέ!
Πρώτο χτύπημα.
Ο ινδός «σσσσσσσς»
Δεύτερο χτύπημα.
Ο ινδός «σσσσσσς»
Τρίτο χτύπημα.
Ο ινδός «σσσσσς»
- Α να πάρει! κάνει ο Διάβολος. Πρώτη φορά αντέχει κάποιος τρία χτυπήματα. Λοιπόν, λέει, είσαι ελεύθερος να πας στον Παράδεισο.
- ΟΧΙ, λέει ο Ινδός, θέλω να μείνω και να δω. Σε όλα τα ανέκδοτα ο Έλληνας την βγάζει καθαρή, θέλω να δω τώρα πώς θα ξεμπερδέψει!
- Εντάξει, μείνε. Λοιπόν τι θα χρησιμοποιήσεις για ασπίδα; ρωτάει τον Έλληνα ο Διάβολος.
Και απαντάει ο δικός μας:
- Ε τι, τι, τον ινδο φυσικα!
Ήταν ένας Κύπριος και πήγε στο φαρμακείο να πάρει τα φάρμακά του. Τον βλέπει ο φαρμακοποιός και τον ρωτάει:
- Τι θέλετε;- Να ειπώ σας, απαντάει με την Κυπριακή προφορά του, θα ήθελα μίαν ασπιρίνην. Πάει ο φαρμακοποιός και θέλοντας να του κάνει πλάκα, του φέρνει μια διαφημιστική ασπιρίνη στο μέγεθος κεφαλιού γραβιέρας. Το βλέπει ο Κύπριος και λέει ξαφνιασμένος:
- Τι είναι τούτον;- Ασπιρίνη, του απαντά ο φαρμακοποιός, εμείς στην Ελλάδα έτσι την έχουμε. Θα θέλατε τίποτε άλλο;- Ναι, απαντάει ο Κύπριος, θα ήθελα και έναν σωληνάριον γκρέμαν. Ξαναπάει ο φαρμακοποιός και γυρνάει με ένα διαφημιστικό σωληνάριο στο ύψος του ψυγείου. Το βλέπει ο Κύπριος και φωνάζει έντρομος:
- Τι είναι τούτον;- Ένα σωληνάριο με κρέμα, απαντά απτόητος ο φαρμακοποιός, εμάς έτσι είναι τα σωληνάρια στην Ελλάδα. Θα θέλατε κάτι άλλο;- Να ειπώ σας, λέει ο Κύπριος, θα ήθελα και έναν υπόθετον, αλλά καλύτερα να πάρων το από την Κύπρον.
Κάποτε, σε ένα χωριό της Κρήτης παντρεύτηκε ο Σήφης τη Μαρία, μια νεαρή χήρα, που όμως έκανε θαύματα στο κρεβάτι.
Τριαντάρης αυτός, εικοσάρα αυτή, έδιναν κάθε βράδυ στο κρεβάτι να καταλάβει. Όμως ο πατέρας του Σήφη τον έβλεπε συνέχεια να είναι πιο αδύναμος, να μην μπορεί να δουλέψει. Κατάλαβε δηλαδή ότι ζοριζόταν ο κακομοίρης κάθε βράδυ να τα βγάλει πέρα με τη Μαρία.
Μια μέρα λοιπόν το λέει:
- "Μωρέ Σήφη, ανησυχώ κοπέλι μου με την κατάστασή σου. Από πρώτος δουλευτής του χωριού έχεις γίνει σαν τον κακομοίρη. Αμε μωρέ στο μπάρμπα σου στη Σητεία για καμιά βδομάδα να ξεκουραστείς γιατί δε σε βλέπω καλά."
Στην αρχή του κακοφάνηκε το Σήφη, όμως και ο γιατρός του χωριού του είπε ότι η ιδέα του πατέρα του ήταν καλή. Σηκώνεται λοιπόν και πάει στο θείο του το Μανούσο για μια βδομάδα. Εκεί ξεκουράστηκε, μπήκε πάλι σε ρυθμούς κανονικούς και ήταν πια έτοιμος να γυρίσει.
Στο δρόμο όμως προς το χωριό, του χαλάει το αυτοκίνητο και έπρεπε να κάνει την υπόλοιπη διαδρομή με τα πόδια. Ο δρόμος ανηφορικός, κατακαλόκαιρο, το νερό του είχε τελειώσει, αλλά ήξερε πως εκεί κοντά ήταν μια πηγή με δροσερό νερό. Πάει λοιπόν γρήγορα γρήγορα και βλέπει μια σαρανταριά κατσίκες σε ένα μαντρί, που τις είχε αφήσει ο βοσκός τους να τις πηδήξει ο τράγος. Παρατηρούσε λοιπόν τον τράγο να κάνει ότι μπορεί για να μην αφήσει παραπονεμένες τις κατσίκες.
Ξαφνικά ο τράγος πέφτει κάτω αποθεωμένος από μια μικρή κατσικούλα και δε φαινόταν να είναι πολύ καλά.
Γυρίζει λοιπόν ο Σήφης και του λέει:
- "Ρε κακομοίρη, δεν έχεις κανένα μπάρμπα στη Σητεία να πας να ξεκουραστείς;"